Είναι πια κοινός τόπος η διαπίστωση πως η κρίση που χρονίζει στην Ελλάδα έχει σοβαρές επιπτώσεις στον πληθυσμό, επηρεάζοντας ακόμη και την πιο ευάλωτη ομάδα: τα παιδιά. Σύμφωνα με εκτιμήσεις κοινωνιολόγων, εκπαιδευτικών, γονέων αλλά και επαγγελματιών ψυχικής υγείας, είναι σαφής η αύξηση των περιστατικών με παιδιά που αντιμετωπίζουν μαθησιακές και αναπτυξιακές δυσκολίες, κάτι που θεωρείται πως αποτελεί ένα απότοκο της επίδρασης της κρίσης στο οικογενειακό περιβάλλον. Η Αγάπη Βράντση αποφάσισε να εξετάσει το ζήτημα στενά. Δασκάλα η ίδια και διευθύντρια στο εξαθέσιο Δημοτικό Σχολείο Κάτω Κλεινών Φλώρινας, εκπονεί αυτόν τον καιρό ένα διδακτορικό με θέμα: «Ενίσχυση της ψυχικής ανθεκτικότητας των παιδιών σε περίοδο οικονομικής κρίσης – διδακτικές παρεμβάσεις στο δημοτικό σχολείο».

Παρ’ ό,τι βρίσκεται ακόμη στην αρχή της διαδρομής, η μέχρι στιγμής εμπειρία έχει αποδώσει καρπούς που μάλιστα παρουσιάστηκαν πρόσφατα και στην Αυστραλία, την οποία η ερευνήτρια επισκέφθηκε πρόσφατα, μαζί με την Κατερίνα Δημητριάδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια διδακτικής μεθοδολογίας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, η οποία είναι η επιβλέπουσα της διατριβής. Καλεσμένες της Μαρίας Δημοπούλου, η οποία μέσω του οργανισμού Myriad Consultants δραστηριοποιείται σε ζητήματα που αφορούν τις γυναίκες και τα παιδιά, οι δύο ερευνήτριες είχαν την ευκαιρία να κάνουν σημαντικές επαφές με εκπαιδευτικούς και πανεπιστημιακούς, αλλά και εκπροσώπους διαφόρων κοινωνικών φορέων της Αυστραλίας, στους οποίους παρουσίασαν τα πρώτα ευρήματα της δουλειάς τους και ανέπτυξαν την μεθοδολογίας τους για την ενίσχυση της ψυχικής ανθεκτικότητας σε παιδιά ηλικίας 9-11 ετών.

Τι είναι όμως ‘ψυχική ανθεκτικότητα’; «Πρόκειται για την δυνατότητα του ανθρώπου να ανταποκρίνεται με επιτυχία σε κάθε προσπάθεια ελέγχου των δυσκολιών, να ανακάμπτει και να μπορεί να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες του και στο παρόν και στο μέλλον» εξηγεί η κ. Δημητριάδου, περιγράφοντας πώς το συγκεκριμένο ερευνητικό πρόγραμμα αποτελεί μία προσπάθεια ενδυνάμωσης τόσο των μαθητών, όσο και των δασκάλων που το παρακολουθούν, με τελικό σκοπό να δημιουργήσει «κάτι θετικό» σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που φαίνεται να βρίσκεται σε τέλμα. «Προσπαθούμε να βάλουμε ένα λιθαράκι» τονίζει η κ. Δημητριάδου. «Είναι ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης».

Αυτό ήταν και το κίνητρο της Αγάπης Βράντση: «Αυτό που με παρακίνησε ήταν το γεγονός ότι η Ελλάδα υφίσταται μία οικονομική κρίση και το ότι ζω και εργάζομαι σε μία περιοχή – την Δυτική Μακεδονία – που είναι μία από τις πιο φτωχές στην χώρα», εξηγεί η εκπαιδευτικός. «Η ανεργία είναι πολύ υψηλή και επηρεάζει τις πιο ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, ειδικότερα δε την πιο ευαίσθητη, τα παιδιά. Έχουμε δει παιδιά που υποφέρουν από άγχος. Κάποια είναι απομονωμένα, άλλα γίνονται επιθετικά και αρνούνται να συμμετάσχουν στην τάξη. Οι εκπαιδευτικοί κάνουν προσπάθειες, χωρίς σωστή οργάνωση, αυτοσχεδιάζοντας σε μεγάλο βαθμό».

Η έρευνα της κ. Βράντση αφορά παιδιά που φοιτούν στην τετάρτη, πέμπτη και έκτη τάξη του δημοτικού, με την έγκριση των γονέων τους, ασφαλώς. «Ασχολούμαστε με περιπτώσεις μαθητών που δυσκολεύονται να ενταχθούν ή δεν έχουν διάθεση για μάθηση. Εργαζόμαστε πάνω σε δύο άξονες: την κοινωνικοποίηση και την ακαδημαϊκή πρόοδο. Εισάγουμε μέσα στην τάξη δραστηριότητες που τα βοηθούν να αναπτύξουν την ψυχική τους ανθεκτικότητα. Συνήθως το σχολείο είναι ανταγωνιστικό, επικεντρώνεται στην αποτελεσματικότητα και την κατάκτηση υψηλών βαθμών. Εμείς στοχεύουμε στην ανάπτυξη των ήπιων δεξιοτήτων που καλλιεργούν την έννοια της κοινότητας. Κι αυτό γιατί έχουμε φαινόμενα ανταγωνισμού στις μικρές ηλικίες που διογκόνωνται όσο τα παιδιά μεγαλώνουν. Αυτό που μας ανησυχεί είναι αυτού του είδους ο ανταγωνισμός να λειτουργήσει ως επιπλέον πίεση και κυρίως ο κίνδυνος τα παιδιά που αντιμετωπίζουν τις συνέπειες της κρίσης, να εγκαταλείψουν το σχολείο. Δεν είναι λίγοι οι μαθητές που οι γονείς τους έχουν μεταναστεύσει και ζουν με τους παππούδες τους». Δεν είναι όμως μόνο οι μαθητές που χρειάζονται ενίσχυση. Αντιμέτωποι με μειωμένους μισθούς, ανύπαρκτους πόρους, καταρρακωμένο κύρος και μεγάλη αβεβαιότητα, οι εκπαιδευτικοί αναπτύσσουν και την δική τους ψυχική ανθεκτικότητα.

«Πολλοί μας λένε ότι μέσω αυτού του προγράμματος, βλέπουν την εκπαίδευση με άλλο μάτι», εξηγεί η ερευνήτρια. Ένα παράδειγμα δραστηριότητας που ενίσχυσε την αίσθηση της ομάδας ήταν και η ιδιότυπη ‘βασιλόπιτα’ που έκοψαν τα παιδιά στο τέλος της χρονιάς. «Ήταν μία βασιλόπιτα από χαρτί. Τα παιδιά έγραψαν σε κάθε κομμάτι μία αξία της ζωής – π.χ. την φιλία – και το έδωσαν σε κάποιον συμμαθητή τους, ζητώντας του να τούς φέρεται με αυτήν την αξία ως γνώμονα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί οι καλές σχέσεις μέσα στην ομάδα είναι ένας από τους παράγοντες που ενισχύουν την ψυχική ανθεκτικότητα» εξηγεί η κ. Βράντση, λέγοντας ότι μέχρι στιγμής – και παρ’ ό,τι το πρόγραμμα ξεκίνησε λίγο πριν τα Χριστούγεννα, τα αποτελέσματα είναι πολύ ενθαρρυντικά. Παιδιά που δεν συμμετείχαν στο μάθημα, μέσα από τις ομαδικές δραστηριότητες, δείχνουν διάθεση για μάθηση.

Μολονότι αυτό ξεκίνησε τώρα, μόλις πριν τα Χριστούγεννα, έχουμε ήδη ενθαρρυντικά αποτελέσματα», εξηγεί η κ. Βράντση. Το πρόγραμμα, στο οποίο συμμετέχουν έξι δημοτικά σχολεία από τέσσερις νομούς της Δυτικής Μακεδονίας, θα ολοκληρωθεί τον Μάιο, οπότε και θα παρουσιαστούν τα αποτελέσματα στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Όμως οι δύο ερευνήτριες εκμεταλλεύτηκαν την σύντομη παραμονή τους στην Αυστραλία, ώστε να παρουσιάσουν το έργο τους στην παροικία, σε δασκάλους, ακαδημαϊκούς και εκπροσώπους δημόσιων οργανισμών που εμπλέκονται στην εκπόνηση πολιτικής. «Εδώ ο ελληνισμός διαπρέπει, γι’αυτό και μάς ήταν σημαντικό να βρεθούμε σε επικοινωνία με φορείς. Θέλαμε κυρίως να δούμε ποια θέματα απασχολούν εδώ τους δασκάλους, κυρίως εκείνους που δουλεύουν με παιδιά που έχουν μεταναστεύσει πρόσφατα, τα οποία αντιμετωπίζουν πολλές δυσκολίες», εξηγεί η κ. Δημητριάδου. «Για κάποια παιδιά, η μετανάστευση λειτούργησε αποθαρρυντικά ως προς την διάθεσή τους να παρακολουθήσουν το ελληνικό σχολείο, και καταλήγουν να χάσουν την γλώσσα, κάτι που είναι αντίθετο με τις αρχές τις διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Γενικότερα μιλώντας, το θέμα της ψυχικής ανθεκτικότητας δεν περιορίζεται στους Έλληνες. Συναντήσαμε μεγάλο ενδιαφέρον από άλλες ομάδες εδώ, κυρίως από ανθρώπους που είναι μέλη άλλων μεταναστευτικών ή προσφυγικών κοινοτήτων που δυσκολεύονται επίσης να ενσωματωθούν. Αυτό που είναι σημαντικότερο για μας είναι ότι είχαμε την ευκαιρία να εγκαινιάσουμε έναν γόνιμο διάλογο και να δημιουργήσουμε σχέσεις συνεργασίας και ανταλλαγής πόρων. Ακόμη και σε επίπεδο ανταλλαγής πληροφοριών και ακαδημαϊκού υλικού, κάθε συνεργασία είναι ευπρόσδεκτη».

Από την δική της πλευρά, η κ. Βράντση εκφράζει την ευγνωμοσύνη της για την ευκαιρία που της δόθηκε, να ευαισθητοποιήσει την παροικία για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μαθητές στην Ελλάδα αυτήν την εποχή. «Αυτό το ταξίδι μου ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση και μού έδωσε δύναμη να συνεχίσω την έρευνά μου» δήλωσε στον «Νέο Κόσμο».