Ο ευγενέστατος κύριος Τάκης Γκόγκος (ιδρυτής του «Νέου Κόσμου») έχει στην Οδύσσειά του και κυπριακή διάσταση. Πριν αφιχθεί στην Αυστραλία, πέρασε ως «πρόσφυγας» αδελφός εκ Χίου μαζί, με χιλιάδες άλλους Χιώτες που, ξεφεύγοντας το 1942-1943 από την χιτλερική λαίλαπα κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ψάχνοντας πού να απαγκιάσουν, βρήκε όπως και οι υπόλοιποι, προσωρινό καταφύγιο στην Κύπρο. Φοίτησε ως έφηβος σε κυπριακό σχολείο και μετά τον πόλεμο (το 1948 αν θυμάμαι καλά) έφτασε ως μετανάστης στη Μελβούρνη, με το άλλο κύμα της «Ελλάδας των λευκών μαντηλιών», κατά πώς λέει ο Νίκος Νινολάκης στο ομώνυμο ποίημά του.

Ένιωθε, συνεχώς υποχρέωση και ευγνωμοσύνη στην Κύπρο. Όποτε τον συναντούσα στον «Νέο Κόσμο» και αλλού, είχε πάντα έναν καλό λόγο να πει για την Κύπρο, εκφράζοντας πάντα την αγάπη του για την Κύπρο που γνώρισε. Εν μέρει, εκτιμώ -τώρα που το σκέφτομαι- ότι η στάση του «Νέου Κόσμου» απέναντι στην Κύπρο και το κυπριακό πρόβλημα, ίσως, να οφειλόταν σ’ αυτή την προσωπική σχέση του Τάκη Γκόγκου με την Κύπρο. Αληθινός φίλος της Κύπρου και ο Γκόγκος και, φυσικά, ο «Νέος Κόσμος». Πάντα πλήρως ενημερωμένος για τα τεκταινόμενα στην Κύπρο και το πρόβλημά της στα διεθνή fora. Κατανοούσε o Tάκης καλά αρκετά στοιχεία της διαλέκτου, με την οποία ήρθε σε επαφή και, μάλιστα, σε επαρχιακή κυπριακή περιοχή, την ταλαιπωρημένη σήμερα Καρπασία.

Θα ήθελα να αφηγηθώ κάτι για την επίσκεψη που έκανε ως χρέος προς την Κύπρο: όταν είχα επιστρέψει και εγώ στην Κύπρο το 2002 ένιωθε πλέον άνετα να πραγματοποιήσει μια παλιά του επιθυμία. Μου τηλεφώνησε λέγοντάς μου ότι ήθελε να έρθει στο νησί για να παραδώσει στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κύπρου ένα αρχαίο αντικείμενο της Κύπρου που αγόρασε σε ανύποπτο χρόνο από κάποιον αντικέρ (προφανέστατα αρχαιοκάπηλο) που εκείνος σίγουρα ο άνθρωπος θα το είχε κλέψει από κάποια συλλογή, όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο το 1974· ο Γκόγκος το αγόρασε, το φύλαξε μέχρι να βρισκόταν η κατάλληλη ευκαιρία ώστε να το φέρει ο ίδιος σε ταξίδι-προσκύνημα στο «νησί» του, διότι έτσι αποκαλούσε την Κύπρο! Ήρθε, αφού πιο πριν κάναμε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, μέσω του τότε διευθυντή του μουσείου Δρ Σοφοκλή Χατζησάββα, για να παραδώσει με «άφατον χαράν», που θα έλεγε και ο Παπαδιαμάντης, το βάζο της γεωμετρικής περιόδου στο Μουσείο. Έμεινε λίγες μέρες στη Λεμεσό, σε ένα μικρό ξενοδοχείο απέναντι από τη θάλασσα (που τώρα έχει κατεδαφιστεί), όπου τον ξεναγήσαμε με τη Σαλώμη σε διάφορα μέρη ανά την Κύπρο. Όταν τον πήραμε στην περιοχή των Αγγλικών Βάσεων στην Επισκοπή, ο Τάκης Γκόγκος υπήρξε ιδιαίτερα εκδηλωτικός. Θυμήθηκε τα ωραία του…. Γαλλικά!!! Πάλεψε και πόνεσε την Κύπρο, είχε πολλούς φίλους σε όλη την Αυστραλία και ένιωθε την Κύπρο σπίτι του. «Ηome», θα έλεγα αγγλιστί.

Ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση που πραγματοποίησε το ταξίδι αυτό που το χρωστούσε πρώτα στον εαυτό του ως τάμα και, φυσικά, στην Κύπρο, καθώς έλεγε και στους ανθρώπους που τον είχαν φιλοξενήσει τότε στην Καρπασία στην Επτακώμη αν δεν κάνω λάθος (δεν είχαν ανοίξει ακόμα τα οδοφράγματα για να επισκεπτόμαστε το χωριό που έζησε τότε)… Δεν ξεχνούσε το σχολείο της Αμμοχώστου απ’ όπου θαρρώ είχε αποφοιτήσει (αν δεν κάνω λάθος). Νομίζω, ότι σε μια συνέντευξη που πήρε η Κωνσταντίνα Ντούνη από την μητέρα του Τάκη (και την οποία κατέθεσε στο Συμπόσιο Προφορικής Ιστορίας της Αυστραλίας που είχε ως θέμα του την «Μετανάστευση και εγκατάσταση των Μικρασιατών στην Αυστραλία» στο RMIT), διηγείται την ιστορία της οικογένειας στην Κύπρο τη δεκαετία του 1940. 

Αυτά, αγαπητοί φίλοι, με αφορμή που είδα, με «συγκίνησιν τον εκλεκτόν αυτόν άνθρωπον». (τα ‘ν’ για να τονίσω την έκπληξη του Τάκη όταν είδε στη Λεμεσό ένα εργαστήρι όπου στην πινακίδα έγραφε: ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΟΚΟΣ, ζητώντας μου να του το διαβάσω για να ανακαλύψει με έκπληξη ότι, οι περισσότεροι Κύπριοι στην Αυστραλία τον προσαγόρευαν «κύριε Κόκο» ένεκα της κυπριακής προφοράς αντί «Γκόγκο» που τους δυσκόλευαν, προφανώς τα απανωτά γκ – γκ, Όποτε περνούμε με τη Σαλώμη από εκείνο το σημείο, είναι αδύνατο να μη θυμηθούμε αυτό το επεισόδιο! Αυτά, με αφορμή μια φωτογραφία με τόσους φίλους αγαπημένους έχοντας στη μέση τον φίλτατο κύριο Τάκη Γκόγκο! 

Χαιρετίσματα!