Σε μια ισχυρή δήλωση καταδίκης του ρατσισμού προέβησαν εκπρόσωποι του Ελληνοαυστραλιανού Συμβουλίου ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Καμπέρα, την περασμένη Παρασκευή, στο πλαίσιο συζήτησης για το νόμο περί διακριτικής μεταχείρισης για ρατσιστικούς λόγους.
Στα εισαγωγικά σχόλια της κατάθεσής τους, ο κ. Γιώργος Βελλής, συντονιστής του Ελληνοαυστραλιανού Συμβουλίου Νέας Νότιας Ουαλίας, και ο γραμματέας κ. Γιώργος Βάρδας, επεσήμαναν ότι η σχετική νομοθεσία συνδυάζει την προστασία των πολιτών από βλάβες που προκαλούν φραστικές ρατσιστικές επιθέσεις και την προστασία της ελευθερίας του λόγου.
Οι συζητήσεις για το ζήτημα έχουν φουντώσει το τελευταίο διάστημα στον πολιτικό χώρο, κυρίως ύστερα από τις εκκλήσεις του πρώην φιλελεύθερου γερουσιαστή Cory Bernardi, καθώς και της εφημερίδας The Australian, για την τροποποίηση του νόμου, προβάλλοντας ισχυρισμούς για καταπάτηση του δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης.
Συγκεκριμένα, η παράγραφος Γ’ του Άρθρου 18, που προστέθηκε στην εν λόγω πράξη νομοθετικού περιεχομένου πριν από περίπου 20 χρόνια, χαρακτηρίζει παράνομη οποιαδήποτε ενέργεια που μπορεί να βλάψει, να προσβάλει, να ταπεινώσει ή να εκφοβίσει κάποιο άτομο λόγω της φυλής, του χρώματος ή της εθνικής του καταγωγής.
Αξίζει να διευκρινιστεί ότι η παράγραφος Δ’ του ίδιου Άρθρου, κάνει ειδική αναφορά σε εκδηλώσεις που γίνονται καλόπιστα στο πλαίσιο καλλιτεχνικών, ακαδημαϊκών, επιστημονικών και άλλων σκοπών και δεν χαρακτηρίζονται παράνομες, προστατεύοντας έτσι δημόσιες εκφράσεις που δεν αποσκοπούν σε διακριτική ρατσιστική μεταχείριση.
Στο παρελθόν, ενδεικτικές δηλώσεις που έχουν βρεθεί να εμπίπτουν στο νόμο σχετίζονται με τον χαρακτηρισμό νεαρών Αβορίγινων που πέθαναν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα ως «εγκληματικά σκουπίδια» και «καθάρματα» που θα έπρεπε να σταλθούν σε χωματερή, με τον υβρισμό μιας γυναίκας επίσης ιθαγενούς της Αυστραλίας και των μελών της οικογενείας της, καθώς και υποθέσεις αντισημιτικών δηλώσεων.
Οι εκπρόσωποι του Ελληνοαυστραλιανού Συμβουλίου αναφέρθηκαν στο ιστορικό της ρατσιστικής μεταχείρισης που για χρόνια βίωσαν οι Έλληνες μετανάστες της Αυστραλίας, καθώς και στη ρητορική μίσους και ξενοφοβίας της Χρυσής Αυγής που δεν διαφέρει και πολύ από τις φραστικές επιθέσεις που υπέστησαν οι νεοφερμένοι Έλληνες στο παρελθόν και που ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να υφίστανται οι αυτόχθονες κάτοικοι της Αυστραλίας.
Ολοκληρώνοντας την κατάθεσή τους ενώπιον του Κοινοβουλίου, καταδίκασαν απερίφραστα κάθε ρατσιστική δήλωση υποδεικνύοντας πως όσοι υποστηρίζουν την ανάκληση ή τροποποίηση του Άρθρου 18 Γ’ συγχέουν την ελευθερία του λόγου με τις καταστροφικές συνέπειες του λόγου που επιτίθεται σε μεμονωμένα άτομα ή κοινότητες των οποίων το μοναδικό «έγκλημα» είναι η φυλετική ή εθνική τους καταγωγή.
Την γνωμοδότηση της Ελληνοαυστραλιανής Επιτροπής επαίνεσαν τόσο o φιλελεύθερος βουλευτής Julian Leeser όσο και η βουλευτής του Εργατικού Κόμματος Madeleine King.
Οι κ.κ. Βάρδας και Βελλής παρέμειναν στο Κοινοβούλιο για να ακούσουν την κατάθεση της Αυστραλιανής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενώ κατόπιν συναντήθηκαν με την πρόεδρο της Επιτροπής, καθηγήτρια Gillian Triggs και τον Επίτροπο για τις διαφυλετικές σχέσεις Tim Soutphommasane.
«Το Ελληνοαυστραλιανό Συμβούλιο αντιτίθεται σθεναρά σε οποιεσδήποτε αλλαγές στη νομοθεσία διακριτικής μεταχείρισης για ρατσιστικούς λόγους και υιοθετεί τον σχολιασμό του ομοσπονδιακού δικαστή Bromberg, σύμφωνα με τον οποίο στην καρδιά οποιασδήποτε προσπάθειας για την αποτροπή της ρατσιστικής προκατάληψης βρίσκεται η προστασία της ισότητας και της εγγενούς αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων» αναφέρει χαρακτηριστικά η δήλωση του Συμβουλίου.