Όταν πριν από πέντε χρόνια ετοίμαζε τις βαλίτσες του για να έρθει στην Αυστραλία ως αποσπασμένος δάσκαλος, ο Χρήστος Κασιμίδης αναρωτιόταν τι άλλο εφόδιο θα μπορούσε να πάρει μαζί του που θα τον βοηθούσε να επιβιώσει στην ξενιτιά.

«Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο νου ήταν οι ελληνικές παραδοσιακές πίτες» είπε στο «Νέο Κόσμο» ο δάσκαλος, ο οποίος κατάγεται από τη Νάουσα, έναν τόπο στην κουζίνα του οποίου η πίτα κατέχει περίοπτη θέση.

Τον συναντήσαμε την περασμένη Πέμπτη στο πολυβραβευμένο σούπερ μάρκετ του Νίκου Τσαπαλιάρη, να φτιάχνει με απίστευτο μεράκι και δεξιοτεχνία ελληνικές παραδοσιακές πίτες στο πλαίσιο ενός πρωινού αφιερωμένου στην ελληνική κουζίνα.

«Χαίρομαι όταν έρχεται ο κόσμος και οι πελάτες μας ζητούν ελληνικές πίτες και επειδή γενικά εδώ στο εξωτερικό ψάχνουμε και σκαλίζουμε λίγο περισσότερο κάποια πράματα που στην Ελλάδα θεωρούμε δεδομένα, έτσι κι εγώ αποφάσισα να ερευνήσω την ιστορία αυτής της μαγειρικής τέχνης» λέει ο κ. Κασιμίδης, ο οποίος αγαπά τη μαγειρική και έμαθε την τέχνη από την ίδια την μητέρα του.

«Φτιάχνω περίπου πενήντα πίτες την εβδομάδα οι οποίες έχουν αποκτήσει φανατικούς οπαδούς εδώ στην Αδελαΐδα και σκέφτομαι πόσο περήφανες θα ήταν η μητέρα και η γιαγιά μου αν ήξεραν ότι οι μαγειρικές γνώσεις που μοιράστηκαν μαζί μου εκτιμώνται ακόμα και εδώ, τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Νάουσα.

Σύμφωνα με τον ταλαντούχο δάσκαλο και μάγειρα, αν στον όρο πίτα συμπεριλάβουμε όλα τα εδέσματα που έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους μια πλατιά βάση από αλεύρι δημητριακών, τότε θα δούμε να ξετυλίγεται μπροστά μας μια ιστορία τεσσάρων χιλιάδων χρόνων αλλά και μία τεράστια ποικιλία εδεσμάτων.

«Το πρώτο ψωμί που φτιάχτηκε ήταν μάλλον πίτα, μια μάζα ζυμαριού ψημένη πάνω σε πυρωμένη πέτρα ή στη χόβολη. Αργότερα, η πίτα αυτή ονομάστηκε πλακούς που πολύ λίγο διαφέρει από τους πλακόφτες που τρώνε μέχρι και σήμερα στο Ρέθυμνο» εξηγεί ο ομογενής.

«Αργότερα, στα κλασικά χρόνια, οι πίτες αποκτούν κυρίαρχη θέση στην καθημερινή διατροφή των Ελλήνων και κυρίως των Αθηναίων. Η μάζα ήταν ένα είδος πίτας – ψωμιού ευρείας κατανάλωσης που φτιαχνόταν από αλεύρι από κριθάρι, βρόμη ή σίκαλη που ήταν φθηνότερα από το σταρένιο. Ένα άλλο πολύ διαδεδομένο είδος πίτας ήταν ο μυτλωτός, μια βάση ζυμαριού από αλεύρι εμπλουτισμένη με τυρί, σκόρδο και μέλι».

Με την άνθιση της οικονομίας, η Αθήνα γίνεται το μεγαλύτερο κέντρο εισαγωγής δημητριακών. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο εισάγονταν περίπου δεκαεπτά χιλιάδες τόνοι σταριού από τις χώρες της Μαύρης Θάλασσας. Η πόλη γεμίζει με φούρνους και οι εύποροι Αθηναίοι μπορούν πλέον να αγοράζουν πίτες από σταρένιο αλεύρι γεμισμένες με τυρί, πράσο ή γλυκιές με μέλι. Οι πίτες γίνονται το γαστρονομικό καύχημα της πόλης.

Στην συνέχεια, και μετά την κατάκτησή μας από του Ρωμαίους, οι πίτες εμπλουτίζονται με κρέας και μάλλον δανειζόμαστε τον όρο πίτα από τα λατινικά.

Στα Βυζαντινά χρόνια οι πίτες εξελίσσονται ακόμη πιο πολύ και διευρύνεται η ποικιλία τους: μπουγάτσες, γαλατόπιτες, μελόπιτες, μπακλαβάδες είναι μερικά είδη που κατάγονται από το Βυζάντιο. Πολύ δημοφιλείς την εποχή αυτή είναι και οι χορτόπιτες που καταναλώνονται κυρίως τις ημέρες των νηστειών.

«Με το πέρασμα των χρόνων, οι πίτες εδραιώνονται ως κυρίαρχο έδεσμα σε όλο τον ελλαδικό χώρο, είτε είναι κυριακάτικες με κρέας είτε είναι καθημερινές χορτόπιτες που ετοίμαζε η νοικοκυρά το πρωί για να πάρει ο άντρας στο χωράφι.

«Σε κάποιες περιοχές μάλιστα οι πίτες γίνονται το κριτήριο αξιολόγησης της νύφης. Το πρώτο πράγμα που θα ζητούσε η πεθερά από την νύφη θα ήταν να κάνει μια πίτα. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να κρίνει αν η νύφη ήταν «προκομμένη» και αν είχε ασχοληθεί με την κουζίνα καθώς για την παρασκευή της πίτας απαιτείται αρκετή εμπειρία» λέει ο κ. Κασιμίδης.

Ακόμα και σήμερα στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας, η πίτα συνεχίζει να είναι κυρίαρχο πρωινό έδεσμα. Δεν υπάρχει γειτονιά σε όλη την Ελλάδα όπου δεν μπορείς να βρεις να αγοράσεις κάποιο είδος πίτας και αυτό που προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση είναι η απίστευτη ποικιλία του είδους αλλά και καταγωγής αφού κάθε τόπος παράγει την δική του.

«Δεν νομίζω να υπάρχει άλλη λέξη στην ελληνική γλώσσα που να μπορεί να παράγει τόσες σύνθετες λέξεις: τυρόπιτα, σπανακόπιτα, κρεατόπιτα, πρασόπιτα, χορτόπιτα, γαλατόπιτα, μπακαλιαρόπιτα, χταποδόπιτα, μελόπιτα, φανουρόπιτα, βασιλόπιτα, καρυδόπιτα, τσουκνιδόπιτα, κολομπαρόπιτα, κρεμμυδόπιτα, μαριδόπιτα, ρυζόπιτα, λαχανόπιτα είναι μόνο μερικές από τις λέξεις αυτές που μου έρχονται τη στιγμή αυτή στο νου.

«Πώς να μην θαυμάζει κανείς αυτήν την χώρα τελικά, όπου κάθε τόπος της είχε την ντοπιολαλιά, τη μουσική αλλά και την πίτα του»!