Επιστημονική ομάδα του Αυστραλιανού Κέντρου Αρχαίου Γενετικού Υλικού (Australian Centre for Ancient DNA) κατάφερε να συνδέσει το γενετικό υλικό Αβοριγίνων που βρίσκονται σήμερα στη ζωή με αυτό των προγόνων τους, γεγονός που, αν συνδυαστεί με τα ιστορικά στοιχεία που υπάρχουν για τον εκτοπισμό των θυμάτων της «Κλεμμένης Γενιάς» από τη γη των πατέρων τους, μπορεί να τους βοηθήσει να βρουν τις ρίζες τους.
Την ίδια στιγμή, οι επιστήμονες με την ανάλυση του γενετικού υλικού ιθαγενών από διαφορετικές περιοχές της Αυστραλίας απέδειξαν ότι το δέσιμό τους με την αυστραλιανή φύση, δέσιμο που εκφράζεται τόσο έντονα μέσα από την κουλτούρα τους, έχει βιολογική βάση. Η έρευνα που επιβεβαιώνει την επί 50 χιλιετιών παρουσία των ιθαγενών στην Αυστραλία, τεκμηριώνει επιστημονικά ότι το γενετικό υλικό των ιθαγενών διαφέρει από περιοχή σε περιοχή και, κατ’ επέκταση, από φυλή σε φυλή, αλλά και ότι οι βιολογικές αυτές διαφοροποιήσεις του γενετικού υλικού μεταξύ διαφορετικών φυλών επήλθαν προκειμένου τα μέλη της να προσαρμοστούν και να επιβιώσουν στις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούσαν στις περιοχές όπου ζούσαν.
Ο καθηγητής του Κέντρου Αρχαίου Γενετικού Υλικού, Άλαν Κούπερ, που διεξήγε την έρευνα και υπογράφει το σχετικό άρθρο που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature, αναφέρει ότι η έρευνά του επιβεβαιώνει ότι οι ιθαγενείς έφτασαν στην Αυστραλία πριν από 50.000 χρόνια από τη Νέα Γουινέα όταν αυτή ήταν ενωμένη με την Αυστραλία, στη συνέχεια περιπλανήθηκαν στις δυτικές και ανατολικές περιοχές της χώρας και μετά από δύο χιλιάδες χρόνια όσοι δεν είχαν εγκατασταθεί σε κάποιες απ’ αυτές τις περιοχές που επισκέφθηκαν, συναντήθηκαν στα νότια της Αυστραλίας.
«Από την ανάλυση του γενετικού υλικού διαφορετικών φυλών και βέβαια την σύγκρισή του διαπιστώσαμε ότι κάποιες φυλές βρίσκονται μέχρι σήμερα στον ίδιο τόπο που εγκαταστάθηκαν οι πρόγονοί τους πριν από 50.000 χρόνια» είπε ο κ. Κούπερ.
Για την έρευνά του χρησιμοποίησε τις 5.000 δείγματα μαλλιών που έχουν συλλεχθεί και ταξινομηθεί με βάση την γεωγραφική τους θέση αλλά και άλλα πολιτιστικά και γλωσσολογικά στοιχεία από το 1928 έως το 1970, των οποίων ανέλυσε το γενετικό υλικό.
Στη συνέχεια συνέλεξε 111 δείγματα μαλλιών ιθαγενών που κατοικούν στο Cherbourg του Κουίνσλαντ και στο Koonibba και Point Pearce της Νότιας Αυστραλίας των οποίων οι οικογένειες είχαν εκτοπιστεί με τη βία από τη γη των προγόνων τους.
Οι επιστήμονες ανέλυσαν το μιτοχονδριακό DNA, που είναι και το γενετικό υλικό αποκλειστικά μητρικής προέλευσης και προσδιορίζει την κληρονομικότητα μέσω μητέρας. Αποφάσισαν να ασχοληθούν με τη συγκεκριμένη κατηγορία γενετικού υλικού γιατί όπως ανέφερε ο κ. Κούπερ, οι μητέρες ήταν αυτές που παρέμεναν σε μία περιοχή ενός οι άνδρες περιπλανούνταν περισσότερο κάτι που επιβεβαιώνεται και μέσα από την παράδοση των φυλών αλλά και τα μοντέλα συμβίωσης των ζευγαριών.
Άνθρωπος κλειδί για την διεξαγωγή της έρευνας ήταν η κ. Λέσλι Γουίλιαμς η οποία είναι αβοριγινικής καταγωγής και ζει στο Cherbourg του Κουίνσλαντ, συνέγραψε το άρθρο που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature και ήταν αυτή που συνεργάστηκε με τα μέλη των κοινοτήτων που παρείχαν τα δείγματα προκειμένου η έρευνα να διεξαχθεί με τον δέοντα σεβασμό προς τα πρόσωπα των συμμετεχόντων και των προγόνων τους.
Η έρευνα αυτή χρησιμοποίησε ως βάση μία ανάλογη έρευνα που είχε γίνει πέρυσι, η οποία καθόρισε την ακολουθία του γονιδιώματος 83 Αβοριγίνων Αυστραλών, έρευνα που διεξήγε ο καθηγητής Ντέιβιντ Λαμπέρτ, από το Πανεπιστήμιο Griffith.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας ο κ. Λαμπέρτ είπε ότι όντως επιβεβαιώνει την επί 50.000 βιολογική σχέση των Αβοριγίνων με τη φύση της χώρας αλλά είναι ελλιπής καθώς γι’ αυτή χρησιμοποιήθηκαν δείγματα μόνο των τελευταίων εκατό χρόνων. Ο κ. Λαμπέρτ ανέφερε ότι η αποίκιση της Αυστραλίας από τους Βρετανούς άρχισε πριν από 230 χρόνια και στα 130 περίπου χρόνια που δεν εξετάστηκαν υπήρξαν βίαιοι εκτοπισμοί φυλών από τον τόπο τους κάτι στο οποίο δεν μπορεί να ρίξει φως αυτή η έρευνα και κατ’ επέκταση δεν μπορεί να τους βοηθήσει να βρουν τον τόπο των προγόνων τους.
Την αναγκαιότητα περαιτέρω ερευνών σε περισσότερες κοινότητες Αβοριγίνων παραδέχθηκε και ο κ. Κούπερ που είπε ότι ήδη η ομάδα του έχει συλλέξει 1.000 ακόμα δείγματα και στοχεύει εντός των επομένων δύο χρόνων να ασχοληθεί με τρεις ακόμα κοινότητες Αβοριγίνων σε διαφορετικές περιοχές της Αυστραλίας.