ΤΑ χρόνια τα παλιά, πριν μας προλάβουνε τα γηρατειά, όλα ήταν διαφορετικά…

ΒΛΕΠΟΜΑΣΤΕ, χαιρόμαστε και διασκεδάζαμε, λέγοντας τα ίδια και τα ίδια σχεδόν καθημερινά…

ΚΑΙ όσα δεν προλαβαίναμε να πούμε από κοντά, πίνοντας και καπνίζοντας, τα συζητούσαμε τηλεφωνικά…

ΘΥΜΑΜΑΙ, τα χρόνια εκείνα, μου τηλεφωνούσαν τουλάχιστον πέντε-έξι αναγνώστες κάθε Πέμπτη για να σχολιάσουν τι έγραφα στα «Ξυράφια»…

ΟΙ περισσότεροι από αυτούς μου ήταν άγνωστοι και παρέμειναν άγνωστοι, ενώ κάποιοι άλλοι, τους οποίους και συναντούσα τυχαία, μου έλεγαν ότι μου είχαν τηλεφωνήσει, θυμίζοντάς μου το όνομά τους…

ΜΕ τα χρόνια κουράστηκα, οι δύο στήλες που έγραφα τότε έγιναν μία και τα τηλεφωνήματα των αναγνωστών άρχισαν να λιγοστεύουν…

ΤΑ δυο-τρία τελευταία χρόνια, τηλεφωνούν ακόμα πιο λίγοι, ενώ πού και πού, περνά και βδομάδα χωρίς τηλεφώνημα…

ΤΟΥΣ τελευταίους μήνες και, ιδιαίτερα, όταν επέστρεψα τον περασμένο Οκτώβρη από την Ελλάδα, άρχισα να λαβαίνω τηλεφωνήματα από φίλους και γνωστούς που διαβάζουν τα «Ξυράφια» και θέλουν να με δουν…

«ΘΕΛΩ να σε δω, να μιλήσουμε» μου είπε ένας εξ αυτών και έκτοτε μου έχει τηλεφωνήσει τρεις-τέσσερις φορές και εγώ ακόμα δεν έχω πάει…

ΟΤΑΝ του είπα να πάρει το αυτοκινητάκι του, να έλθει στην εφημερίδα να με δει και να τα πούμε, μου απάντησε ότι, ναι μεν, ακόμα οδηγεί, αλλά δεν μπορεί πια να περπατήσει…

«ΚΑΙ απ’ ό,τι θυμάμαι, εσείς εκεί, ρε Μπάμπη, έχετε σκάλες. Πού να παρκάρω το αυτοκίνητο, πώς να περπατήσω και πώς να ανέβω τις σκάλες…

ΜΗΝ ξεχνάς ότι είμαι καμιά εικοσαριά χρόνια μεγαλύτερος από σένα. Πλησιάζω τα 90…

ΜΕ το ζόρι πηγαίνω σε ένα στέκι ηλικιωμένων, που βρίσκεται κοντά στη γειτονιά μου, για να λέω καμιά κουβέντα με άνθρωπο. Και εκείνοι, μήνα με το μήνα αραιώνουν. Όλο και κάποιος φεύγει…».

ΚΑΙ ο φίλος αυτός, που θέλει κουβέντα, δεν είναι ο μόνος…

ΜΕ περιμένει να περάσω και ένας άλλος, που αντιμετωπίζει κινητικά προβλήματα και βρίσκεται, εδώ και 15 μήνες, σε ένα γηροκομείο…

ΚΑΙ, εντάξει, αυτούς κάποια στιγμή θα τους δω. Το πρόβλημα είναι πότε θα καταφέρω να πάω να δω τον Σάκη Μεγαρίτη, που μας χωρίζουν 1.500 χιλιόμετρα…

Ο Σάκης μένει στη Whyalla της Νότιας Αυστραλίας και με περιμένει 30 χρόνια…

ΤΟΥ είχα πολλές φορές υποσχεθεί, ότι σε κάποιο από τα ταξίδια που έκανα πηγαίνοντας στη Βόρεια ή Δυτική Αυστραλία, θα «περνούσα»…

ΤΑ χρόνια, όμως, πέρασαν και εγώ ακόμα να περάσω να δω τον Σάκη…

ΚΑΘΕ φορά, ανέβαλα την επίσκεψη για το επόμενο ταξίδι…

ΗΤΑΝ εύκολες οι αναβολές τότε, όπως εύκολα ήταν και τα ταξίδια…

ΟΤΑΝ έδινα απλόχερα τις υποσχέσεις, δεν μου περνούσε από το μυαλό ότι τα χρόνια λιγοστεύουν…

ΜΑΖΙ τους λιγοστεύουν οι δυνάμεις που σου απομένουν, εξαντλούνται οι «μπαταρίες» και ξεμένεις εύκολα από ενέργεια και διάθεση για καινούργια ταξίδια…

ΕΤΣΙ, φτάνεις σιγά-σιγά στο σημείο να πιστέψεις ότι «τα έχεις πια δει όλα»…

ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ, βέβαια, είναι αυτό, αλλά δεν παύει να σε διαπερνά…

ΚΑΙ αυτό γίνεται, γιατί υποσυνείδητα καταλαβαίνεις, ότι και να θέλεις, δεν έχεις πια δυνάμεις και χρόνια μιας και αυτά πάνε μαζί…

ΤΟΤΕ πια, σταματάς ακόμα και να ονειρεύεσαι, ταξίδια, ξένους τόπους, νέους έρωτες και καινούργιες εμπειρίες…

ΣΤΟ κρίσιμο αυτό σταυροδρόμι και αφού κάνεις «ταμείο» και διαπιστώνεις τι σου επιτρέπουν ακόμα οι δυνάμεις σου να προσδοκείς, έρχεται η εθελοντική απόσυρση…

ΑΥΤΟ, που συνήθως αποκαλώ βαρεμάρα και οι φίλοι μου με κοιτούν σαν εξωγήινο…

ΒΑΡΕΜΑΡΑ-ξεβαρεμάρα, το μόνο που έχω να τους πω είναι ότι δεν αντέχω παιδιά άλλες παρέες, ξενύχτια, ποτά, γλέντια, ταξίδια και εξόδους…

ΠΑΕΙ η εποχή που πήγαινα με φίλους σχεδόν κάθε βράδυ έξω και έκανα τακτικά ταξίδια από την μια μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου…

ΤΟ τελευταίο μεγαλύτερο ταξίδι στην Αυστραλία ήταν το 2003 όταν πήγα στο Broome…

ΕΚΤΟΤΕ, με τη μοτοσυκλέτα δεν έκανα άλλο ταξίδι, ενώ σπάνια πια απομακρύνομαι από τον καναπέ του σαλονιού μου…

ΠΩΣ να τα πεις όμως όλα αυτά στον Σάκη από τη Whyalla και να σε πιστέψει…

ΠΩΣ να πιστέψει ένας άνθρωπος, που διαβάζει δεκαετίες ανελλιπώς τη στήλη και μετά από κάθε ταξίδι, μου τηλεφώνησε να του πω και λεπτομέρειες, για το πού πήγα και από πού πέρασα, ότι έχεις «παροπλιστεί»…

ΚΑΙ τα έγραψα όλα αυτά, γιατί δεν βάσταγε η καρδιά μου να του τα πω στο τηλέφωνο, μετά από τρία ολόκληρα χρόνια που είχε να μου τηλεφωνήσει…

ΤΙ να του έλεγα δηλαδή; Ρε συ Σάκη, ενδεχομένως ήταν «γραμμένο» να μη γνωριστούμε από κοντά…

ΚΑΤΙ τέτοιο δεν λέγεται κατάμουτρα σε έναν άνθρωπο σαν τον Σάκη που σε θεωρεί δικό του άνθρωπο και σε περιμένει…

ΟΠΩΣ δικό τους άνθρωπο με θεωρούν και αρκετοί άλλοι συμπατριώτες μας που γνώρισα στα ταξίδια που έκανα κατά καιρούς σε ολόκληρη την Αυστραλία…

ΤΟΥΣ περισσότερους από αυτούς, τους έβλεπα κάθε πέντε-έξι χρόνια που περνούσα από τα μέρη τους…

ΣΤΑ ίδια μέρη, δηλαδή, που πριν 50 και 60 χρόνια, περνούσαν και εκείνοι κάποτε περαστικοί, για να ριζώσουν τελικά εκεί και να γεράσουν…

ΣΕ όλους αυτούς λοιπόν –τους απόμακρους και από τον κόσμο ξεχασμένους- που διαβάζουν ακόμα το «Νέο Κόσμο» αφιερώνω τα σημερινά «Ξυράφια»…

ΞΕΡΩ, επίσης, ότι για ανθρώπους σαν τον Σάκη Μεγαρίτη, η στήλη αυτή είναι μια παρηγοριά…

ΕΙΝΑΙ ο φίλος που τους λείπει και πού και πού τους επισκέπτεται για ένα δεκάλεπτο να τους κάνει παρέα να πιουν τον καφέ τους ή να καπνίσουν ένα τσιγάρο…

ΟΣΟ για τους άλλους, αυτούς που ζούμε στην ίδια πόλη -αργά ή γρήγορα- κάποια στιγμή θα τους δω…

ΣΕ όλους, όμως, δηλαδή και τους μεν και τους δε, αφιερώνω το σημερινό ποίημα, που «ψάρεψε» μια γνωστή μου στο facebook στην Ελλάδα και μου το έστειλε την περασμένη Δευτέρα…

ΚΑΙ επειδή λιγόστεψαν και τα όσα είχα να πω και ενδεχομένως τα όσα θα θέλατε να ακούσετε, ξαναδιαβάστε το ποίημα. Τα λέει όλα…

Γεωργίου Αντώνης

Παλιές (;) ιστορίες

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΩΣ ΑΝΑΛΟΓΑ

Όσο μεγαλώνει η ηλικία

λιγοστεύουν τα τηλέφωνα στην ατζέντα

λιγοστεύουν οι φίλοι οι καθημερινοί

λιγοστεύουν τα βράδια έξω.

Μαζί και οι δρόμοι και οι τόποι στενεύουν

γίνεται πια ο κόσμος όλος ένα-δυο δωμάτια,

όμορφα τακτοποιημένα,

με στιλ και φινέτσα, μια τηλεόραση, ένα βιβλίο.

Ακόμα και η αγριάδα της μοναξιάς λιγοστεύει.

Όχι η μοναξιά η ίδια.

Πληθαίνει αυτή με γεωμετρική πρόοδο

γεμίζει κάθε γωνιά και κάθε χαραμάδα.

Δεν χωράει πλέον κανένας άλλος.

Μα δεν μας τρομάζει πια.

Μάλλον η όποια προσπάθεια υπέρβασής της

πανικοβάλει.

Και όσο λιγοστεύουν τα χρόνια

λιγοστεύουν τα λόγια που θέλεις να πεις

τα λόγια που θέλεις να ακούσεις

και όσο μεγαλώνει η ηλικία,

μικραίνουν οι σκέψεις,

ξαναγίνονται μωρού παιδιού

και όπως τότε τους αρκεί

μια αγκαλιά και ένα φιλί,

μα που να βρεθεί;