Κυκλοφόρησε το τελευταίο βιβλίο του πολυβραβευμένου συγγραφέα και τέως διπλωμάτη Γιώργου Βέη με τίτλο «Ινδικοπλεύστης», και πάλι από τις εκδόσεις Κέδρος (Αθήνα, Μάρτης 2017, σσ. 232). Πρόκειται για το όγδοο κατά σειρά βιβλίο του συγγραφέα (στην πετυχημένη κατηγορία «ταξιδιωτικών» του έργων) στο οποίο καταπιάνεται με τις γνωστές του πλέον «μαρτυρίες, παρεκβάσεις» (όπως ονομάζονται στον υπότιτλο) αναφορικά με τις ταξιδιωτικές εμπειρίες του στο αρχιπέλαγος της Ινδονησίας, στην Ιαπωνία, την Ινδία και το Βιετνάμ. Συνοψίζοντας αυτήν την ερωτική του περιπέτεια με την ανά τον κόσμο περιπλάνηση, ο συγγραφέας εξομολογείται χαρακτηριστικά στο οπισθόφυλλο του πονήματός του:
«Γινόμαστε ένα με τα τοπία των ταξιδιών μας σε μια ειδική μεμβράνη του νου. Εκεί που ταξινομούνται όσα μας θέλγουν, όσα μας ευχαριστούν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Γινόμαστε ένα με το χώμα, με τις πόλεις, με τα νερά άλλων τόπων. Η μοναξιά ίσως έτσι εξοντώνεται. Μήπως είναι οι στιγμές μιας αποκάλυψης; Μήπως το Βιετνάμ, η Ινδία, η Κίνα, η Ινδονησία, η Ιαπωνία, οι χώρες οι οποίες δείχνουν στις σελίδες αυτού του βιβλίου κάποιες ιδιαίτερες πτυχές τους, εισέρχονται στα όνειρά μας, για να μείνουν για πάντα εκεί; Τότε ακριβώς μαθαίνουμε ότι το ταξίδι είναι όντως ο ευρύτερος, ο διευρυμένος εαυτός μας. Μαρτυρίες λοιπόν: διότι τίποτε δεν χρειάστηκε να επινοηθεί εδώ. Οι τόποι αφηγούνται με τη γλώσσα των κατοίκων τους το έπος της δικής τους ζωής, ατομικά, συλλογικά, διαχρονικά. Παρεκβάσεις, επίσης: από το ένα σημείο του πλανήτη προωθείται στο άλλο η κατάθεση αυτή με τη διάθεση και τη δύναμη των ανέμων».
Το βιβλίο ανοίγει με ένα προοίμιο-αφιέρωση στη μνήμη του πατέρα του συγγραφέα με την εξής επισήμανση: «Ο πατέρας μου, Κωνσταντίνος, ως έφεδρος ασυρματιστής, συμμετείχε σε πλήρωμα νηοπομπής στον Ινδικό Ωκεανό κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου. Περπάτησε στην Καλκούτα, στη Βομβάη. Ήταν ο πρώτος που μου μίλησε για τη χώρα του Βούδα και του Μαχάτμα Γκάντι. Στη μνήμη του αφιερώνονται οι σελίδες που ακολουθούν». Αλλά και κλείνει, έχοντας ως επίμετρο στην τελευταία σελίδα (σ. 232) και το εξής, μεταξύ άλλων, χαρακτηριστικό απόσπασμα από κριτική του Γιάννη Βασιλακάκου στο προηγούμενο βιβλίο του «Παντού»:
«Σε τέτοιου είδους πλούσια κοιτάσματα “χρυσού” επιμένει να πλοηγεί ο Βέης τον υποψήφιο αναγνώστη-περιηγητή μέσω της γραφής του – που είναι και ο πιο σίγουρος και εγγυημένος τρόπος, ο πιο αλάνθαστος μπούσουλας, για να γνωρίσει την πεμπτουσία της ανθρώπινης (πνευματικής) περιπέτειας – και όχι στις εύκολες, φευγαλέες εντυπώσεις που είναι καταδικασμένες εκ των προτέρων να καταλήξουν σύντομα στη λήθη. […] Είναι προφανές όμως ότι ο Βέης δεν απευθύνεται στους πολλούς, άσχετους και κακομαθημένους “φαν” των εύπεπτων αναγνωσμάτων, αλλά στους λίγους κι εκλεκτούς που διαθέτουν μια άλφα προπαιδεία. Δηλαδή είτε στους ήδη μυημένους, είτε σ’ όσους είναι πρόθυμοι να μυηθούν. […] Για τον ευρυμαθή και κοσμογυρισμένο διπλωμάτη-ποιητή θα ταίριαζε ιδανικά η ρήση του Γουάλας Στίβενς, τον οποίο επικαλείται -καθόλου τυχαία άλλωστε- στο βιβλίο του: “Υπήρξα ο κόσμος όπου περπάτησα, και όσα αντίκρισα, αφουγκράστηκα, ένιωσα, βγήκαν από μέσα μου”» (περ. «Μανδραγόρας», Μάιος 2016).
Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η ιδιόχειρη αφιέρωση: «Του Γιάννη Βασιλακάκου, εξαίρετου συγγραφέα και κριτικού λυσιτελούς, σπάνιου φίλου από πάντα, Γιώργος Βέης, Αθήνα 5.4.2017».
Βιογραφικό σημείωμα: Ο Γιώργος Βέης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Δημοσίευσε πρώτη φορά ποίηση στη «Νέα Εστία» το 1970. Μεταξύ άλλων, διετέλεσε Πρέσβης-Μόνιμος Αντιπρόσωπος στην UNESCO. Του έχει απονεμηθεί ο Ανώτερος Ταξιάρχης του Φοίνικος για τις υπηρεσίες του στον διπλωματικό κλάδο. Το 2010 βραβεύτηκε από το Ίδρυμα Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου.