Κάθε μέρα και φτωχότεροι

Δημήτριος Παναγάκης (1945-2017)

Ο Ελληνισμός της Αυστραλίας στις μέρες που έρχονται γίνεται καθημερινά φτωχότερος από την ορφάνια αγαπημένων μας προσώπων. Νοσταλγούμε παλαιότερες εποχές, αποζητούμε να αλλάξουμε τον χρόνο, να νικήσουμε το ανθρώπινο εφικτό, να υπερβούμε τη διαλεκτική των όντων. Τα βάζουμε με τις υπερφυσικές δυνάμεις, αναζητούμε στον μεταφυσικό κόσμο τη λύτρωση, παζαρεύουμε τον οίκτο του Θεού μας, επικαλούμαστε τους επίγειους «διαδόχους» του Θείου για να ανακτήσουμε την ελπίδα.

Ωστόσο, έρχεται η ημέρα της εκτέλεσης και της αποχώρησης δικών μας αγαπητών ανθρώπων και προσπαθούμε τότε να ανακαλύψουμε το πόσο αχρείαστη είναι η ανθρώπινη κακία, πόσο φτηνός ο φθόνος, πόσο τιποτένιες οι διαφορές που στήνουμε μεταξύ μας και τραυματίζουμε τις σχέσεις των ανθρώπων. Έρχεται όμως ο θάνατος για να μάς φέρει, πολλές φορές, να βρεθούμε κοντύτερα και στενότερα με τους ανθρώπους που χάνουμε. Τους αγαπούμε και τους σεβόμαστε περισσότερο γι αυτό που ήταν και όσα πολλά ή λίγα και ταπεινά προσέφεραν.

Με τον Δημήτρη Παναγάκη δεν μας συνέδεε συγγένεια, πέρα από την ανθρώπινη. Τον γνώρισα όταν συνδέθηκα με τον αδελφό Ανδρέα Ανδριανόπουλο, τον γνωστό Αρκά ευεργέτη, ο οποίος δίνει την αγάπη του χωρίς φτιασίδια και όρους, απλόχερα και δημιουργικά. Μου τον σύστησε ο ίδιος ο ΑΑ αλλά και η ανιψιά του, η Νικολέτα, την οποία το 1974 φρόντισε να παντρέψει με τον Δημήτρη Παναγάκη.

Έκτοτε τον συνάντησα πέντε-έξι φορές, στην Αυστραλία και στην Ελλάδα. Φύσει ενδοστρεφής αλλά και ευπροσήγορος όταν χρειαζόταν, αρχικά νόμισα ότι ήταν δύσκολος στις διαπροσωπικές σχέσεις του. Αργότερα είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί του και να αφουγκραστώ τις σκέψεις και τις ανησυχίες του. Πριν από μερικούς μήνες (Φεβρουάριος 2016), η αγαθή τύχη μας έφερε πιο κοντά.

Συναντηθήκαμε τυχαία σε ένα θέρετρο και είχαμε την ευκαιρία να μοιραστούμε όχι μόνο τα φιλόξενα αισθήματα και την αγάπη του Ανδρέα Ανδριανόπουλου, αλλά και ένα διήμερο αδελφικού συγχρωτισμού. Μιλήσαμε για όλα, ουσιώδη και λιγότερο σημαντικά, την πολιτική κατάσταση, την παγκόσμια οικονομία, την ελλαδική κρίση, την ανθρώπινη συμπεριφορά. Με εντυπωσίασε ο απλός του λόγος, οι σύντομες παρεμβάσεις που έκανε, η ωριμότητα της σκέψης του. Είχε ο λόγος του μια λογική που δεν μπορούσες να την αμφισβητήσεις και οι προτάσεις που έκανε είχαν βάθος και σύνεση.

Σπάνια βρέθηκα δίπλα σε άνθρωπο που διανοούνταν αβασάνιστα, αλλά πειθαρχημένα. Έφερε τον αντίλογο γενναία και συνετά, ήρεμα και δημιουργικά. Όταν βγήκε να κάνει τσιγάρο και προσπάθησα να του μιλήσω για το πόσο κακό του έκανε αυτός ο εθισμός, με κοίταξε με κατανόηση διαφωνώντας με σεβασμό. Λίγο αργότερα έμαθα ότι είχε σοβαρή περιπέτεια υγείας, ότι η καρδιά του ήταν εξασθενισμένη.

Ωστόσο, ποτέ δεν έμαθα ότι τελικά υπέκυψε και εγκατέλειψε τα γήινα ούτε και ότι έγινε η κηδεία του και τον συνόδευσαν συγγενείς και φίλοι στο τόπο της αναπαύσεως. Το έμαθα τυχαία, το βράδυ της ίδιας ημέρας και ένιωσα μέσα μου οργή και λύπη. Θα μπορούσα να του πω δύο λόγια καρδιάς για τις λίγες στιγμές που οι δρόμοι μας έσμιξαν και να ευχηθώ στη συμβία του τη Νικολέτα, ότι προσωρινός είναι ο μισεμός των αγαπημένων προσώπων και σύντομα όλοι θα ακολουθήσουμε τον κοινό και αναπόφευκτο δρόμο.

Ο Δημήτρης Παναγάκης ήρθε στην Αυστραλία, όπως σχεδόν όλοι μας, κουβαλώντας στις βαλίτσες τους πολλά όνειρα και προσδοκίες. Η ιδιαίτερη πατρίδα του Νεστάνη, είχε στείλει άλλωστε στην Αυστραλία τους πρωτοπόρους Αρκάδες, μόλις ένα χρόνο μετά τη γέννησή του, το 1946. Οι Παπαδημητρίου και οι Παπαδάκηδες προηγήθηκαν στην πέτρινη εκείνη δεκαετία για την Ελλάδα. Με τον εποικισμό του έκανε τον αυτονόητο για όλους, σκληρή εργασία, άγρια «σίφτια», ατίθαση ζωή, αυτοθυσία για να μπουν οι βάσεις ενός καλύτερου αύριο για τα παιδιά τους. Με τη συμβία του τη Νικολέτα μοιράστηκαν τις κακουχίες των πρώτων εκείνων ημερών, τις δυσκολίες, αλλά και την ευτυχία να φέρουν στον κόσμο τρία καλά παιδιά που τίμησαν τις θυσίες των γονιών τους με τη δική τους πλέον εργασία και καταξίωση. Ο αγώνας του Δημήτρη ήταν κοινός και βατός όπως για όλους μας. Είχε όμως και αγαθή τύχη. Μπήκε σε μια καλή οικογένεια, όπου γνώρισε τη στοργή και την αγάπη του θείου της συμβίας του, Α. Ανδριανόπουλου. Εκεί έκτισε τις προσδοκίες του. Και παρά του ότι στάθηκε σχετικά άτυχος να φύγει στα 72 χρόνια του, έφυγε με καθαρή καρδιά γνωρίζοντας ότι οι απόγονοί του (παιδιά και εγγόνια) θα συνεχίσουν τη δική του θυσία. Οι άνθρωποι με επιγόνους δεν πεθαίνουν, ζουν μέσα από τα παιδιά και τα εγγόνια τους.

Στο βιβλίο που έγραψα για τη ζή του ΑΑ, είχα σημειώσει: «Ο Δημήτρης Παναγάκης, γεννήθηκε στη Νεστάνη της Αρκαδίας (21 Νοεμβρίου 1945) εργαζόταν ως χειριστής της αντλίας καυσίμων του Ανδρέα Ανδριανόπουλου. Είχε μεταναστεύσει το 1961 με τη μητέρα του Γιαννούλα και τον αδελφό του Γιώργο. Το 1972 προσλήφθηκε στο συνεργείο του Ανδρέα και εκεί γνώρισε και νυμφεύθηκε αργότερα τη Νικολέτα. Ο γάμος τους τελέστηκε στον Ορθόδοξο Ναό του Αγίου Ιωάννου το 1974, ιερουργούντος του πιστού φίλου του Ανδρέα, Αρχιμανδρίτη Ιεροθέου Κουρτέση. Ο Δημήτρης και η Νικολέτα μεγάλωσαν τρία παιδιά: η Ιωάννα (γ. 1976), σπούδασε νομικά και παντρεύτηκε ένα χαρισματικό γιατρό, τον Andrew Osborne και μαζί έφεραν στον κόσμο δύο χαριτωμένα αγόρια, τον Δημήτρη και τον Μάξιμο. Το δεύτερο παιδί τους ήταν ο Κωνσταντίνος (γ.1980), ο οποίος σπούδασε ουμανιστικές επιστήμες και ο Αθανάσιος (1985) που ειδικεύτηκε στη διαχείριση επειχειρήσεων. Και οι δύο εργοδοτήθηκαν αργότερα από τον μεγάλο θείο τους, τον μπαρμπα-Ανδρέα στο υπερσύγχρονο κέντρο καυσίμων στο Wallan.

Μετά τον γάμο τους, ο Δημήτρης και η Νικολέτα ανέλαβαν για λογαριασμό του θείου τους, το νέο πρατήριο καυσίμων επί της οδού Church Street, Richmond. Η Νικολέττα άνοιγε το «μαγαζί» στις 6.00 το πρωί και όταν ερχόταν ο Δημήτρης στις 9.00 για να την αντικαταστήσει, αυτή πήγαινε στο αρχηγείο της εταιρείας στο Collingwood μέχρι και το απόγευμα. Εργάζονταν αρκετοί στις αντλίες του πρατηρίου του Richmond, το οποίο είχε μεγάλη κίνηση και βρισκόταν το προσωπικό του σε διαρκή ετοιμότητα τουλάχιστον δεκαο-οκτώ ώρες την ημέρα. Το ζεύγος Παναγάκη εργάστηκε σκληρά στα επόμενα έξι χρόνια και κατόρθωσε με τις οικονομίες του να αγοράσει δύο άδειες ταξί, με τη συμβουλή του θείου τους. Ήταν άλλωστε η επένδυση αυτή επικερδής και προσοδοφόρα. Το 1981, ο ΑΑ επιβράβευσε την αφοσίωση και τη σκληρή τους εργασία, όταν με τη βοήθειά του και αφού πούλησαν τις δύο άδειες ταξί που είχαν αγοράσει, απέκτησαν το δικό τους κερδοφόρο πρατήριο βενζίνης επί της οδού Ascot Vale στο Flemington. Από εκεί και πέρα η ζωή γίνεται βατή και έχει χάρες, έχει αποζημιώσεις έχει και ευτυχία, μέχρι να έρθει, αυτό που λέει ο ποιητής, «ο μόνος αθάνατος, ο θάνατος».