Η πόλη Ραμάντι στο κέντρο του Ιράκ, 100 περίπου χλμ από την πρωτεύουσα Βαγδάτη, αποτελεί σημείο κατατεθέν της ανθρώπινης συμφοράς στην χώρα.
Υπήρξε μία από τις πιο βαριά χτυπημένες πόλεις κατά την αμερικανική εισβολή του 2003, με τον απόηχο του πολέμου, που συνέβαλε, κατά πολλούς, καθοριστικά στην άνοδο του ISIL (Islamic State in Iraq and the Levant) να την αφήνει έρμαιο στη βία των αντιμαχόμενων πλευρών.
Την κατάληψή της το Μάιο του 2015 από τις δυνάμεις του ISIL ακολούθησε μερικούς μήνες αργότερα η ανάκτησή της από την Ιρακινή κυβέρνηση, χωρίς αυτό ωστόσο να σηματοδοτεί το τέλος στην μάχη των κατοίκων για επιβίωση εν μέσω ανθρωπιστικής κρίσης και συνεχιζόμενης βίας.
Ένα από τα περιστατικά φρίκης που τράβηξε πρόσφατα τα φώτα της δημοσιότητας αναφέρεται στην τραγωδία ενός δεκάχρονου κοριτσιού.
Η Ρεέμ βρισκόταν στο σπίτι της όταν αυτό χτυπήθηκε από ρουκέτα-χειροβομβίδα (Rocket Propelled Grenade) των εξτρεμιστών του ISIL. Η κατοικία καταστράφηκε ολοσχερώς, τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς της τραυματίστηκαν, όμως η μικρή Ρεέμ υπήξε η πιο άτυχη καθώς υπέστη εγκαύματα που καλύπτουν έως και 70% της επιφάνειας του σώματός της.
Η ομογενής κάτοικος Κουίνσλαντ Ελένη Ζάχου, είναι νοσηλεύτρια που βρέθηκε ως εθελόντρια στην περιοχή και ανήκει στο ιατρικ
Μιλώντας στο «Νέο Κόσμο», η κ. Ζάχου εξήγησε ότι σε τόσο μεγάλο ποσοστό έκτασης των εγκαυμάτων στο δέρμα οι πιθανότητες επιβίωσης και ανάρρωσης θεωρούνται κατά μέσο όρο μικρές.
«Η Ρεέμ έχει χάσει όλα τα δάχτυλα από το αριστερό της χέρι και είναι πιθανό να χρειαστεί ακρωτηριασμός του δεξιού χεριού […] Έχει σοβαρά εγκαύματα στον άνω κορμό και τα πόδια», αναφέρει προσθέτοντας πως η άσχημη ψυχολογική κατάσταση του κοριτσιού επιβαρύνει και τη σωματική της υγεία καθώς δεν τρέφεται σωστά και η μυική της μάζα έχει μειωθεί σημαντικά.
Εν τω μεταξύ, σοβαρός παράγοντας κινδύνου στην περίπτωση της δεκάχρονης είναι το ενδεχόμενο μόλυνσης, δεδομένης μάλιστα της έλλειψης κατάλληλων εγκαταστάσεων και ιατρικού υλικού.
«Χρειάζεται μεταγγίσεις αίματος και οι γάζες αλλάζονται κάθε δύο με τρεις μέρες λόγω του κόστους των επιδέσμων και επειδή είναι αναγκαία η μεταφορά της σε χώρο κατά το δυνατόν απολυμασμένο».
Για περισσότερους από τρεις μήνες, η δεκάχρονη μετακινείται από το ένα νοσοκομείο στο άλλο με την οικογένειά της να πασχίζει να βρει την καλύτερη δυνατή αγωγή.
Μετά το τραγικό περιστατικό μεταφέρθηκε απευθείας στο νοσοκομείο της πόλης Ραμάντι, το οποίο όμως είναι μερικώς κατεστραμμένο. Με την κατάσταση του κοριτσιού να επιδεινώνεται, η οικογένεια την μετέφερε στο νοσοκομείο της πόλης Sulaymaniyah, το οποίο και την παρέπεμψε στα επείγοντα της πόλης Erbil όπου παρέμεινε για δύο εβδομάδες. Η εισαγωγή σε εξειδικευμένο ιατρικό κέντρο για εγκαύματα ήταν ιδιαίτερα ακριβή για την οικογένεια, και τελικά την νοσηλεία της ανέλαβε το νοσοκομείο Newroz, το οποίο ωστόσο δεν διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό για την μεταχείριση των εγκαυμάτων.
«Το ιατρικό προσωπικό που γνώρισα εκεί [στο νοσοκομείο Newroz] κάνει πραγματικά απίστευτη δουλειά συγκριτικά με τα μέσα που διαθέτει» μας λέει η κ. Ζάχου.
Το ιδιαίτερο του περιστατικού όμως χρήζει εξειδικευμένης αγωγής, γι’ αυτό ακολούθησαν όπως μας λέει συζητήσεις για το ενδεχόμενο μεταφοράς της ασθενούς στο εξωτερικό. Το νοσοκομείο παίδων Shriners στη Βοστόνη των ΗΠΑ δέχτηκε να αναλάβει την φροντίδα της Ρεέμ, καθώς μάλιστα ειδικεύεται στην αντιμετώπιση σοβαρών εγκαυμάτων.
Μπορεί να φαίνεται ότι η καλύτερη δυνατή λύση επιτέλους βρέθηκε για τη μικρή Ρεέμ όμως αυτό απέχει πολύ από την πραγματικότητα, με τον Γολγοθά της οικογένειας να συνεχίζεται.
Την χρηματοδότηση του ταξιδιού καλύπτουν Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, όμως όπως μας εξηγεί η κ. Ζάχου υπάρχουν πολλά λογιστικά εμπόδια.
Καταρχήν, για την έκδοση ιρακινού διαβατηρίου για την πτήση απαιτούνται δακτυλικά αποτυπώματα τα οποία η Ρεέμ αδυνατεί να δώσει, έχοντας χάσει όλα τα δάχτυλα από το ένα χέρι και υποστεί παραμόρφωση στο άλλο.
Επίσης, πλέον είναι μη αναγνώρισιμη λόγω των εγκαυμάτων, γεγονός που καθιστά αδύνατη την ταυτοποίησή της με προηγούμενες φωτογραφίες, ενώ η διαδικασία έγκρισης βίζας τόσο γι’ αυτήν όσο και για τον πατέρα ως συνοδό είναι αρκετά χρονοβόρα.
Εν τω μεταξύ οι γιατροί του νοσοκομείου όπου νοσηλεύεται η Ρεέμ προειδοποιούν για το κρίσιμο της κατάστασης και με τα χρονικά περιθώρια να στενεύουν η οικογένεια έχει αρχίσει να εξερευνά εναλλακτικές επιλογές.
Η κ. Ζάχου επέστρεψε πριν από λίγες μέρες στο Κουίνσλαντ, όπου εργάζεται ως νοσηλεύτρια, ύστερα από δύο εβδομάδες εθελοντικής υπηρεσίας στο Ιράκ με την ανθρωπιστική οργάνωση ADRA κυρίως στο μέτωπο της Μοσούλης «Ήμουν στην πρωτοβάθμια περίθαλψη παρέχοντας βοήθεια σε πολλούς τραυματίες από βασανιστήρια, ή από βομβιστικές επιθέσεις […] Τα παιδιά είναι υποσιτισμένα και υποφέρουν από βασικές ασθένειες […]
Έχει διατηρήσει επικοινωνία με τον πατέρα της Ρεέμ και ελπίζει όπως και αυτός στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την άτυχη δεκάχρονη.
«Ο κόσμος με ρωτάει γιατί αυτό το κοριτσάκι όταν υπάρχουν τόσα πολλά [σε αυτή την κατάσταση]; Πιστεύω είναι απλά το γεγονός ότι συναντάς κάποιο που μπορείς να βοηθήσεις και να συνεισφέρεις κάνοντας μια διαφορά. Δεν ξέρουμε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα για την Ρεέμ […] όμως ξέρουμε ότι προσπαθήσαμε».