Δέκα πιθανούς στόχους τρομοκρατών στο κέντρο της Μελβούρνης έχουν εντοπίσει οι αρχές, σε μία προσπάθεια θωράκισης της πόλης από την απειλή επιθέσεων. Πρόκειται για σημεία με μεγάλη κίνηση, όπου υπάρχει σε καθημερινή βάση μεγάλος αριθμός πεζών και θα μπορούσαν να αποτελέσουν στόχο επίθεσης με όχημα. Για τον σκοπό αυτό, η Κυβέρνηση της Βικτώριας προκρίνει την τοποθέτηση μεγάλων τσιμεντένιων οδοφραγμάτων που θα ‘περιφράξουν’ τα συγκεκριμένα σημεία, αποτρέποντας ουσιαστικά την είσοδο οχημάτων. Οι πρώτες εξήντα προσωρινές μπάρες, συνολικού βάρους πέντε τόνων, έχουν ήδη τοποθετηθεί στην Federation Square και την οδό Bourke, ενώ οι υπόλοιπες θα τοποθετηθούν τις επόμενες ημέρες, σε σημεία που δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμη, για προφανείς λόγους ασφαλείας.
Το σχέδιο της κυβέρνησης Andrews είναι αυτές οι προσωρινές μπάρες να αντικατασταθούν από μόνιμες εγκαταστάσεις, μέσα στο επόμενο εξάμηνο. Η κίνηση αυτή είναι προϊόν ειδικής έκτακτης σύσκεψης που είχε ο πρέμιερ με τους συνεργάτες του, την επομένη της επίθεσης στο Λονδίνο, όταν ένα φορτηγό προσέκρουσε σε περαστικούς στην Γέφυρα του Λονδίνου. “Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο” δήλωσε ο Daniel Andrews, εξηγώντας ότι οι τσιμεντένιοι κύβοι που έχουν τοποθετηθεί στην πόλη είναι μεν κάπως αντιαισθητικοί, αλλά το να χτιστούν πιο ‘όμορφες’ μπάρες αποτελούσε πολυτέλεια. “Η απειλή της τρομοκρατίας, η απειλή επιθέσεων με οχήματα, η απειλή στην δημόσια ασφάλεια, είναι πραγματική”.
Η τοποθέτηση αυτών των φραγμάτων ήταν πρόταση της Αστυνομίας της Βικτώριας και θα χρηματοδοτηθεί από το κονδύλιο των 10 εκατομμυρίων δολαρίων που προβλέπει ο προϋπολογισμός της πολιτείας για την λήψη μέτρων ασφαλείας, ύστερα από το τραγικό περιστατικό στον πεζόδρομο της οδού Bourke. Από το ίδιο κονδύλιο θα χρηματοδοτηθεί ο εκσυγχρονισμός του συστήματος ηλεκτρονικής παρακολούθησης με κάμερες στο κέντρο της πόλης, καθώς και του συστήματος σειρήνων συναγερμού.
Παράλληλα, ηλεκτρονικές μπάρες προβλέπεται να τοποθετηθούν κατά μήκος των γραμμών του τραμ, ώστε να αποτραπούν αντίστοιχα περιστατικά. Παρά την εντατικοποίηση των μέτρων ασφαλείας,
οι αρχές τονίζουν ότι δεν έχει αλλάξει ο βαθμός συναγερμού ασφαλείας στην Μελβούρνη, αλλά ότι αυτές οι κινήσεις είναι επιβεβλημένες, σε ένα διεθνές περιβάλλον που αλλάζει συνεχώς. Σε αντίθεση με τις πρόσφατες αλλαγές στην νομοθεσία της Νέας Νότιας Ουαλίας, η κυβέρνηση της Βικτώριας δεν σκοπεύει να προχωρήσει σύντομα στην εκχώρηση στην αστυνόμία του δικαιώματος να σκοτώνει. Ο Πρέμιερ τόνισε ότι θα συνεχίσει να ισχύει ό,τι ίσχυε μέχρι τώρα, δηλαδή η επιβολή θανάσιμης βίας μόνο σε περιπτώσεις όπου κρίνεται απαραίτητη. Στόχος της κυβέρνησης είναι περισσότερο η πρόληψη της τρομοκρατίας. Μία από τις ιδέες που έχουν πέσει στο τραπέζι είναι και αυτή της προληπτικής κράτησης που περιλαμβάνει τον περιορισμό των ελευθεριών συγκεκριμένων ατόμων ή ομάδων του πληθυσμού, χωρίς να διευκρινίζεται τι μορφή θα είχε αυτή η κράτηση, ενώ παράλληλα θα συνεχιστεί η διεξαγωγή προγραμμάτων απο-ριζοσπαστικοποίησης. “Πρόκειται γαι πολύ δύσκολα προγράμματα”, παραδέχθηκε ο Daniel Andrews, απαντώντας στην κριτική για την αμφίβολη αποτελεσματικότητά τους, “αλλά οι ειδικοί έχουν αναγνωρίσει ότι τα προγράμματά μας είναι μεταξύ των καλυτερων που υπάρχουν”.
ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ ΤΑ ΚΡΥΠΤΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ
Την ίδια στιγμή, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο αλλαγής της νομοθεσίας περί ασφάλειας τηλεπικοινωνιών, ώστε να αναγκάσει τις επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών και τεχνολογίας να συνδράμουν στην προσπάθεια των αρχών να αποκρυπτογραφήσουν τα μηνύματα των τρομοκρατών.
Όπως τόνισε ο Υπουργός Δικαιοσύνης, George Brandis, μέχρι τα μέσα του 2013, μόλις το 3% των ερευνών για την τρομοκρατία αφορούσε την υποκλοπή κρυπτογραφημένων μηνυμάτων, ενώ σήμερα το αντίστοιχο ποσοστό είναι μεγαλύτερο από 40%. Με αυτόν τον ρυθμό, όπως τονίζει ο Υπουργός, “μέσα στα επόμενα χρόνια, το 100% των επικοινωνιών (μεταξύ των υπόπτων για τρομοκρατία) θα είναι κρυπτογραφημένες. Αυτό το πρόβλημα θα υπονομεύσει, αν δεν καταστρέψει τελείως την δυνατότητά μας να συγκεντρώσουμε πληροφορίες, αν δεν το αντιμετωπίσουμε εγκαίρως”.
Με τον όρο ‘κρυπτογράφηση’ εννοείται μία περίπλοκη μέθοδος κωδικοποίησης των ηλεκτρονικών μηνυμάτων, μέσω αλγόριθμων που κάνουν το μήνυμα αδύνατον να ‘ξεκλειδωθεί’ και να διαβαστεί παρά μόνο από τον λήπτη, όταν φτάσει στον προορισμό του. Πρόκειται για τεχνολογία ιδιαίτερα διαδεδομένη στο σύγχρονο διαδικτυακό περιβάλλον, με εφαρμογές στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τις τραπεζικές συναλλαγές, τις ηλεκτρονικές αγορές και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι περισσότερες υπηρεσίες διαδικτυακών μηνυμάτων – από το Facetime και το WhatsApp μέχρι το Viber και το Facebook Messenger – χρησιμοποιούν κάποιον βαθμό κρυπτογράφησης, προστατεύοντας το απόρρητο των συνομιλιών των χρηστών. Αυτή είναι μία ιδιότητα που έχει κάνει τις υπηρεσίες μηνυμάτων ιδιαίτερα δημοφιλείς μεταξύ των δημοσιογράφων από την μια, αλλά και των κακοποιών στοιχείων από την άλλη. Οι κυβερνήσεις επιθυμούν να αποκτήσουν πρόσβαση σ’ αυτά τα συστήματα, κάτι που έχει συναντήσει αντιδράσεις ακόμη και από πολίτες που υπερασπίζονται απλώς το απόρρητο των επικοινωνιών.
Η πιο διαδεδομένη μέθοδος που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο είναι με μία ενσωματωμένη “πίσω πόρτα”, δηλαδή αναγκάζοντας τις επιχειρήσεις τεχνολογίας και επικοινωνιών να περιλαμβάνουν ‘ελαττώματα’ στα κρυπτογραφικά τους συστήματα που θα επιτρέπουν στις αρχές να τα αποκωδικοποιούν. Οι επικριτές αυτής της μεθόδου τονίζουν ότι έτσι, οι εφαρμογές αυτές γίνονται εύκολος στόχος χάκερ.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν προσανατολίζεται σε κάτι τέτοιο, επιδιώκοντας αντιθέτως να αναγκάσει τις εταιρίες τεχνολογίας να συνεργαστούν με τις αντιτρομοκρατικές υπηρεσίες. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οι επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών έχουν κάποιες υποχρεώσεις να βοηθούν τις αρχές να αποκτήσουν πρόσβαση σε αρχεία, αλλά δεν είναι σαφές αν αυτό αφορά και το ταχύτατα αναπτυσσόμενο κομμάτι της κρυπτογράφησης. Για τον σκοπό αυτό, η κυβέρνηση σκοπεύει να αλλάξει την νομοθεσία, καλώντας τις εταιρείες να βοηθούν τις αρχές στην αποκρυπτογράφηση των επικοινωνιών που υποκλέπτονται, βοηθώντας ουσιαστικά στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αρχές σ’ αυτό το έργο είναι και το ότι η έδρα των περισσότερων εταιριών ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεν είναι σε αυστραλιανό έδαφος, αλλά σε τρίτες χώρες – οι μεγαλύτερες εξ αυτών έχουν έδρα τις ΗΠΑ, λόγου χάρη. Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται ειδικό ένταλμα, αλλά η νομοθεσία που προβλέπει την ανταλλαγή ενταλμάτων μεταξύ των Αυστραλιανών υπηρεσιών και των ομολόγων τους στις ΗΠΑ και άλλες χώρες έχει πολλούς περιορισμούς. Σχολιάζοντας σχετικά, ο George Brandis έφερε ως παράδειγμα ότι δεν υπάρχει κάποια συμφωνία που να επιτρέπει στις αντιτρομοκρατικές υπηρεσίες ασφαλείας να έχουν πρόσβαση σε δεδομένα των αμερικανικών αντιτρομοκρατικών υπηρεσιών, με την επίδειξη ενός εντάλματος του Υπουργού Δικαιοσύνης. Ο ίδιος τόνισε ότι είναι αποφασισμένος να φέρει το θέμα στην επόμενη συνάντηση των υπηρεσιών πληροφοριών του οργανισμού “Πέντε Μάτια”, όπως είναι γνωστή η συνεργασία μεταξύ της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, του Καναδά, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ.
Από την μεριά των επιχειρήσεων τεχνολογίας τονίζεται ότι δεν υπάρχει τέλεια λύση για το πρόβλημα, καθώς οι μηχανισμοί αποκρυπτογράφησης καθιστούν ευάλωτες τις συναλλαγές αθώων πολιτών, ενώ και οι τρομοκράτες έχουν πάντοτε την επιλογή να χρησιμοποιήσουν συστήματα που έχουν έδρα σε χώρες που δεν εμπίπτουν στην δικαιοδοσία των ‘Πέντε Ματιών’.