Με αφορμή πρόσφατη δήλωση του γνωστού ηθοποιού, σκηνοθέτη αλλά και πρώην βουλευτή του ΚΚΕ, Κώστα Καζάκου, ο οποίος μίλησε «για προδοσία» των Ελλήνων νέων που εγκαταλείπουν την Ελλάδα (αν και αργότερα ισχυρίστηκε ότι δεν τα είπε έτσι αλλά μίλησε γι’ αυτούς που πρόδωσαν τους νέους) έχει ξεκινήσει συζήτηση τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις τάξεις της παροικίας μας, ο «Νέος Κόσμος», συμμετέχοντας στον διάλογο αυτό δημοσίευσε  σχετικό άρθρο του Νίκου Φωτάκη, ενώ σήμερα επανερχόμαστε με το ακόλουθο άρθρο του Βασίλη Σαραφίδη που είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομετρίας στο Monash Business School της Μελβούρνης.

Μια άλλη άποψη για το θέμα αυτό είναι η επιστολή του Αντώνη Πάσχου που δημοσιεύεται στη σελίδα 12 της σημερινής μας έκδοσης.

Το άρθρο του κ. Σαραφίδη έχει ως εξής:

«Νιώθω την ανάγκη να εκφράσω δημοσίως την αντίθεσή μου προς την άποψη του κ. Καζάκου (και άλλων) ότι “αποτελεί προδοσία να φεύγουν οι νέοι άνθρωποι από την Ελλάδα ως μετανάστες, αντί να μείνουν πίσω στον τόπο τους και να παλέψουν”.

Κατ’ αρχάς, οι Έλληνες μετανάστες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής ιστορίας, ταυτόχρονα παίζουν ζωτικό ρόλο όσον αφορά τη θέση της χώρας μας στη διεθνή αρένα. Όταν βάλλουμε ενάντια στους Έλληνες μετανάστες, στρεφόμαστε ουσιαστικά εναντίον της ίδιας μας της ύπαρξης.

Από πού να αρχίσει κανείς και πού να τελειώσει; Χωρίς τους Έλληνες της Διασποράς, η ελληνική επανάσταση και η διαμόρφωση του σύγχρονου έθνους-κράτους θα είχε καθυστερήσει για πολλές δεκαετίες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την έκταση που θα είχε σήμερα η ελληνική επικράτεια. Χωρίς τους μετανάστες, η μεγάλη ναυτιλιακή μας παράδοση θα ήταν σαφώς φτωχότερη, ενώ ο τουρισμός θα ήταν περισσότερο εξαρτημένος από τις διεθνείς τάσεις: εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους κάθε χρόνο ανεξάρτητα από το αν η Σαντορίνη είναι στη μόδα ή όχι,

από το αν οι τουριστικές υποδομές είναι ανταγωνιστικές ή αν μπορούν να βρουν ένα πολύ φθηνότερο «πακέτο» διακοπών στην Τουρκία. Χωρίς τους μετανάστες, το έθνος μας θα περιοριζόταν σήμερα στα στενά γεωγραφικά όρια του ελληνικού κράτους· η καρδιά του ελληνισμού θα χτυπούσε μόνο σε μια πολύ μικρή γειτονιά της υφηλίου: η Ελλάδα θα ήταν φτωχότερη σε έμπνευση και επιρροή.

Και, δεύτερον, θεωρώ ότι είναι η συντηρητική και στενόμυαλη και, συνάμα, διχαστική και, συνεπώς, αυτοκαταστροφική νοοτροπία –όπως αντανακλάται στην άποψη του κ. Καζάκου– αυτή που εν μέρει έχει φέρει την πατρίδα μας εδώ που βρίσκεται σήμερα. Και αν δεν το συνειδητοποιήσουμε, φοβάμαι ότι πολύ δύσκολα θα βγούμε από την κρίση που μαστίζει την ελληνική κοινωνία.

Προς αποφυγή βεβιασμένων συμπερασμάτων: η αφαίμαξη νέων ανθρώπων αποτελεί πράγματι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σήμερα. Σε αντίθεση με τα δύο μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα της δεκαετίας του ’50 και του ’70, η έξοδος των νέων στη σημερινή εποχή συνοδεύεται από ακραία χαμηλά επίπεδα γεννητικότητας.

Αν δεν αλλάξουμε δραστικά κάτι τώρα, ο συνδυασμός «μετανάστευσης νέων και υπογεννητικότητας» θα οδηγήσει με ακρίβεια σε ραγδαία γήρανση της ελληνικής κοινωνίας. Μια γερασμένη κοινωνία αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και να κινηθεί δυναμικά σε βάθος χρόνου. Και αυτό διότι δεν λαμβάνει γρήγορα καινούργιες γνώσεις, δεν καινοτομεί, δεν απορροφά εύκολα τις παγκόσμιες τεχνολογικές αλλαγές, δεν παίρνει ρίσκα. Η γήρανση του πληθυσμού θα επιφέρει δραματικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη και την ευημερία της χώρας μας τις επόμενες δεκαετίες.

Όμως, για να μπορέσουμε να αποφύγουμε το δυσοίωνο μέλλον που διαγράφεται, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε ποιοι είναι οι παράγοντες που προκαλούν τη μετανάστευση (καθώς και την υπογεννητικότητα).

Γιατί, λοιπόν, μεταναστεύουν οι Έλληνες στο εξωτερικό; Μήπως γιατί δεν έχουν διάθεση/όρεξη να παλέψουν στην πατρίδα τους, όπως υπαινίσσεται ο κ. Καζάκος; Εάν ισχύει κάτι τέτοιο, σημαίνει ότι όσοι φεύγουν από την Ελλάδα τα βρίσκουν όλα εύκολα στη χώρα υποδοχής τους: δεν παλεύουν στην καθημερινότητά τους, δεν εργάζονται σκληρά και υπό αντίξοες συνθήκες, δεν στερούνται, δεν τους λείπει η ζωή της Ελλάδας, δεν νοιάζονται για τις οικογένειες που αφήνουν πίσω τους.

Όσοι από εμάς έχουν έστω και μια στοιχειώδη εμπειρία του τι σημαίνει ξενιτιά ή όσοι, τέλος πάντων, έχουν συναναστραφεί με Έλληνα μετανάστη, γνωρίζουν καλά ότι μια τέτοια εκδοχή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Για την ακρίβεια, η εκδοχή αυτή ξεπερνά τα όρια της γελοιότητας.

Οι νέοι άνθρωποι μεταναστεύουν στο εξωτερικό επειδή στην Ελλάδα δεν τους δίνεται η ευκαιρία να παλέψουν. Έχουμε καταφέρει ως κοινωνία να εκφυλίσουμε τους περισσότερους από τους θεσμούς που αποτελούν πυλώνες μιας ευνομούμενης δημοκρατίας. Η αξιοκρατία χάνει παραδοσιακά τη μάχη απέναντι στον νεποτισμό. Η ελπίδα για μια ευκαιρία συχνά καταπνίγεται από τα απόνερα της κομματικής πελατοκρατίας.

Γνωρίζει, άραγε, ο κ. Καζάκος ότι, ενώ η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας νέων ανθρώπων στην Ευρώπη, δαπανά λιγότερα χρήματα (έως % του ΑΕΠ) από το ήμισυ του ευρωπαϊκού μέσου όρου για την στήριξη και την επανένταξή τους στην αγορά εργασίας; (Βλ. εδώ, Διάγραμμα 11.)

Έχει συνειδητοποιήσει ότι σημαντική μερίδα του πληθυσμού βρίσκεται σήμερα κάτω από το όριο της ακραίας φτώχειας; Έχει υπόψη του ότι –ελλείψει κράτους Δικαίου– το κοινωνικό δίχτυ προστασίας κάνει τα στραβά μάτια απέναντι στους δύσμοιρους αυτούς ανθρώπους, απλώς επειδή δεν ανήκουν σε κάποια συντεχνία ή δεν είναι τα παιδιά ενός κομματικού σωλήνα;

Γνωρίζει, άραγε, ότι η μετανάστευση στο εξωτερικό ήταν ο μόνος τρόπος για πολλούς ανθρώπους ώστε να καταφέρουν να εξυπηρετούν τις δόσεις του στεγαστικού τους δανείου ή να συνεχίσουν να πληρώνουν φόρους στο ελληνικό κράτος;

Αντιλαμβάνεται ότι τα εμβάσματα που στέλνουν Έλληνες μετανάστες αποτελούν για πολλές οικογένειες που έχουν μείνει πίσω το μοναδικό ανάχωμα απέναντι στην προοπτική της ολικής φτωχοποίησης;

Και αν κάποιοι βιαστούν να συμπεράνουν «ναι, αλλά τελικά είναι οι 30χρονοι νέοι αυτοί που πρέπει να μείνουν πίσω και να αλλάξουν τους θεσμούς», εγώ απλώς θα ρωτήσω: τους έχουμε δώσει τα εφόδια μέσα από το εκπαιδευτικό μας σύστημα για να το κάνουν; Τους δίνουμε μια τίμια ευκαιρία σήμερα να μπουν «μέσα στα πράγματα»; Εάν ήταν όλα τόσο εύκολα, εμείς που είμαστε μεγαλύτεροι σε ηλικία τι κάναμε τόσα χρόνια κύριε Καζάκο;

Κοντεύουμε να κλείσουμε μια δεκαετία από την έναρξη της κρίσης. Είναι πλέον καιρός να πάψουμε να είμαστε τόσο υποκριτές. Να συμπεριφερθούμε με λίγη ταπεινότητα. Να μας μπολιάσει η κρίση με λίγη ανθρωπιά. Να σταματήσουμε να κρίνουμε αλόγιστα. Να πάψουμε να μισούμε ο ένας τον άλλον. Να μάθουμε να ρωτάμε το πώς και το γιατί».