Με μεγάλη επιτυχία ολοκληρώθηκαν τα δύο Συνέδρια που πραγματοποίησε το Τμήμα του Αυστραλιανού Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας και Κουλτούρας «Λόγος» του Πανεπιστημίου Φλίντερς, την περασμένη εβδομάδα και αφορούσαν θέματα που απασχολούν την αυστραλιανή κοινωνία, την τρίτη ηλικία αλλά και το μεταναστευτικό.
Τα Συνέδρια πραγματοποιήθηκαν παρουσία 150 περίπου συμμετεχόντων, ενώ εξετάστηκαν 50 εισηγήσεις καθώς και ποικίλα αποτελέσματα ερευνών που διεξήχθησαν και κατατέθηκαν από ακαδημαϊκούς αλλά και ανθρώπους που εργάζονται σε κλάδους που αφορούν την τρίτη ηλικία.
Το Συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά υπό τον τίτλο «Ανιχνεύοντας ζητήματα που αφορούν στην γήρανση από μεταναστευτική σκοπιά» (Ageing in a Foreign Land), εξέτασε θέματα που αφορούν τους ηλικιωμένους μετανάστες και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι τελευταίοι, ειδικά όταν πλησιάζουν στη δύση της ζωής τους.
«Είναι συγκλονιστικό ότι, παρά το γεγονός πως οι στατιστικές είναι αποκαλυπτικές, στην Αυστραλία εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε αυτούς τους ανθρώπους σαν να μην υπάρχουν, γι’ αυτό βασικό μέλημα του συνεδρίου ήταν να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να εξασφαλίσουμε την ομαλότερη και όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη απορρόφηση των ηλικιωμένων μέσα στην αυστραλιανή κοινωνία, την οποία, καθώς φαίνεται, οι τελευταίοι, αδυνατούν να κατανοήσουν και να αφομοιώσουν» είπε σε συνέντευξή του στο Νέο Κόσμο ο Έλληνας ακαδημαϊκός και διευθυντής του «Λόγου», κ. Μιχάλης Τσιανίκας.
«Θεωρώ ότι για πρώτη φορά στα χρονικά της Αυστραλίας βλέπουμε το σκηνικό να αλλάζει απέναντι στους μετανάστες της πρώτης γενιάς ανεξάρτητα από την φυλή στην οποία ανήκει ένας ηλικιωμένος που ζει στην Αυστραλία. Ενώ, δηλαδή, πριν από λίγα μόλις χρόνια αυτές οι κοινότητες μεταναστών ήταν σχεδόν αφανείς και, σίγουρα, σιωπηλές, τώρα αρχίζει να διαφαίνεται κάποιο ενδιαφέρον από τις κυβερνήσεις, αλλά και τους πανεπιστημιακούς και ερευνητές, να ασχοληθούν με θέματα που τους αφορούν. Αυτό είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό, γιατί δίνεται η δυνατότητα στους μετανάστες να αποκτήσουν επιτέλους φωνή και να εκφράσουν με ειλικρίνεια τις δυσκολίες και τους προβληματισμούς που τους απασχολούν» είπε ο κ. Τσιανίκας τονίζοντας ότι για πρώτη φορά στα χρονικά το φετινό συνέδριο δεν περιορίστηκε στους Έλληνες μετανάστες της τρίτης ηλικίας, αφού φιλοξενήθηκαν και ακούστηκαν απόψεις και προτάσεις από εκπροσώπους μουσουλμανικών, αφρικανικών, ασιατικών και ιταλικών κοινοτήτων.
«Ήταν σημαντικό για εμάς να έρθουμε σε επαφή με όλες τις μειονότητες και να μελετήσουμε τις ανάγκες τους, με στόχο να κατανοήσουμε και τη δική τους σκοπιά ώστε να μπορέσουμε να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους που προσέφεραν τόσα πολλά και υπήρξαν αρωγοί στην διαμόρφωση της αυστραλιανής οικονομίας και κουλτούρας τις περασμένες δεκαετίες.
Το Συνέδριο -μοναδικό στο είδος του όσον αφορά τη θεματική του σε ολόκληρη την Αυστραλία και, ενδεχομένως, σε ολόκληρο τον κόσμο-, μελέτησε, επίσης, ζητήματα που αφορούν την ενδοοικογενειακή βία, η οποία είναι αποδεδειγμένα υπαρκτή και ασκείται κατά μεγάλο ποσοστό από τα νεαρότερα μέλη της οικογένειας προς τους ηλικιωμένους συγγενείς τους.
«Έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχουν μεγάλα ποσοστά ενδοοικογενειακής κακοποίησης, ιδιαίτερα οικονομικής και λεκτικής μέσα στις οικογένειες των μεταναστών. Πρέπει να εξηγήσουμε στους ηλικιωμένους πως ο εκφοβισμός και η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας δεν πρέπει να γίνονται αποδεκτές συμπεριφορές ακόμα κι αν προέρχονται από τα ίδια τους τα παιδιά.
«Είναι τραγικό, αλλά το φαινόμενο είναι αυξημένο μέσα στους κόλπους των κοινοτήτων αυτών και εκδηλώνεται, κυρίως, με εκβιασμό, εκφοβισμό και διαρκή πίεση που ασκείται λεκτικά κυρίως, απέναντι στους γέροντες μέχρι να συμφωνήσουν οι τελευταίοι να παραχωρήσουν, χωρίς την θέλησή τους, όλο τους το βιός στους συγγενείς τους» λέει ο καθηγητής ο οποίος υποστηρίζει ότι η λύση αυτού του φαινομένου, ενδεχομένως, να έχει τις ρίζες του στην επιμόρφωση και σωστή ενημέρωση των ηλικιωμένων.
«Η γνώση είναι δύναμη. Είναι σημαντικό οι ηλικιωμένοι μετανάστες να αποβάλουν το ενοχικό σύνδρομο που τους διακατέχει και συνοψίζεται στην υποχρέωση που νιώθουν ότι οφείλουν να παραχωρήσουν τα πάντα στα παιδιά τους. Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει μέσα από στρατηγικές να αναγνωρίζουν τα σημάδια της λεκτικής βίας και του εκβιασμού όταν αυτός παρουσιάζεται μέσα στους κόλπους της ίδιας της οικογένειάς τους.
Σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Μιχ. Τσιανίκα, στο σημείο αυτό παρουσιάζεται ακόμα ένα ζήτημα το οποίο πρέπει να λυθεί άμεσα ώστε να υπάρξουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.
«Οι ηλικιωμένοι της πρώτης γενιάς μεταναστών, αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα κατανόησης της αυστραλιανής κοινωνίας και του τρόπου ζωής, το οποίο έρχεται να προστεθεί στην αδυναμία των τελευταίων να κατανοήσουν την αγγλική γλώσσα.
«Το να ξοδεύουμε χρήματα για να κάνουμε μεταφράσεις με την ελπίδα να κατανοήσουν οι ηλικιωμένοι πώς λειτουργεί το αυστραλιανό σύστημα σε όλες τις εκφάνσεις του, έχει επανειλημμένα αποδειχθεί ανεπιτυχές, αφού οι άνθρωποι αυτοί έχουν έρθει από ένα μικρό χωριό της Ελλάδας, με περιορισμένη μόρφωση και διαφορετικές εμπειρίες και είναι απόλυτα φυσιολογικό και θεμιτό να μην αντιλαμβάνονται την ιδέα ενός ξένου- προς τους ίδιους- κόσμου και το πώς λειτουργεί η κοινωνία στην οποία παλεύουν να επιβιώσουν. Ακόμα και η ίδια τους η γλώσσα, όταν χρησιμοποιείται μέσα σε σύνθετες έννοιες όπου απαιτείται ένα ανώτερο γλωσσικό επίπεδο, όχι μόνο δεν απλοποιεί την ζωή τους αλλά σε πολλές περιπτώσεις την δυσκολεύει» εξηγεί ο καθηγητής κ. Τσιανίκας.
Σύμφωνα με τα επίσημα πορίσματα του Συνεδρίου, υπάρχουν ειδικά σχεδιασμένα προγράμματα για τα άτομα της τρίτης ηλικίας, τα οποία μπορούν να συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ηλικιωμένων ώστε οι τελευταίοι να μην ζουν πλέον μέσα σε πέπλο σιωπής, αλλά να κατορθώσουν να έρθουν ένα βήμα πιο κοντά στο να συνδεθούν και πάλι με την κουλτούρα και τη γλώσσα τους. «Μόνο μέσα από την συζήτηση θα μπορέσουμε να αλλάξουμε και τον ηλικιωμένο, και την οικογένεια του αλλά και τον θεράποντα ιατρό του που οφείλει ανά πάσα στιγμή να γνωρίζει τους τρόπους και τις στρατηγικές προσέγγισης των θεμάτων αυτών.
«Ένα βασικό παράδειγμα είναι το γηροκομείο ‘Βασιλειάδα’ που φιλοξενεί Έλληνες ηλικιωμένους και, σε συνεργασία με τους υπευθύνους του κέντρου ευγηρίας, πρόκειται να προχωρήσουμε σύντομα στην επιμόρφωση του προσωπικού που απασχολείται εκεί και στην πλειοψηφία του προέρχεται από αφρικανικές χώρες, ώστε να μπορούν στο μέλλον οι εργαζόμενοι να έρχονται σε επαφή με τους τροφίμους του γηροκομείου, να τους μιλούν τη δική τους γλώσσα, να καταλαβαίνουν βασικές έννοιες και αξίες και να αποκτούν μια πιο ανθρώπινη σχέση με τους ανθρώπους που φροντίζουν.
«Πρέπει να κατανοήσουμε ότι όταν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αφαιρούμε την ανεξαρτησία από τους ηλικιωμένους, δημιουργούμε μεγαλύτερες πιέσεις στις νεαρές οικογένειες που καλούνται κατά συνέπεια να αναλάβουν τους γονείς τους ως το τέλος της ζωής τους.
«Το βάρος αυτό πέφτει στην οικογένεια και επί τω πλείστον στις γυναίκες, οι οποίες μέσα σε όλες τις άλλες πιέσεις που υπόκεινται ώστε να αντεπεξέλθουν στο ρόλο της εργαζόμενης, της μητέρας και της συζύγου καλούνται επιπλέον να φροντίσουν και τους ηλικιωμένους γονείς τους. Όπως είναι αναμενόμενο, αυτές οι γυναίκες όσο και να προσπαθούν αδυνατούν σε έναν βαθμό να φέρουν σε πέρας τόσους διαφορετικούς και απαιτητικούς ρόλους, η πίεση είναι δυσβάσταχτη και οδηγεί σε σωματική, πνευματική και ψυχολογική εξάντληση των ατόμων εκείνων που ηλικιακά βρίσκονται στο απόγειο της παραγωγικότητας τους και είναι απαραίτητα για την πρόοδο μιας χώρας.
«Όλα αυτά έχουν τραγικές επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία της σημερινής κοινωνίας. Το ενοχικό σύνδρομο, το οποίο εμφανίζεται ιδιαίτερα αναπτυγμένο ανάμεσα στις μειονότητες των μεταναστών, σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις που υπαγορεύει η κουλτούρα του κάθε λαού, σε κάποιες περιπτώσεις δεν έχει πάντα τα καλύτερα αποτελέσματα.
Το επόμενο Συνέδριο με θέμα τους ηλικιωμένους μετανάστες θα πραγματοποιηθεί το 2018 και όπως αποκαλύπτει ο διευθυντής του κέντρου “Λόγος”, οι συμμετοχές και το ενδιαφέρον των κεντρικών κυβερνητικών υπηρεσιών εμφανίζεται ήδη ιδιαίτερα αυξημένο.
«Δίνουμε φωνή σε όλες τις διαφορετικές κοινότητες, μαθαίνει η μια κοινότητα από την άλλη, ανταλλάσσουμε ιδέες και προσπαθούμε να βρούμε λύσεις για όλες τις μεταναστευτικές ομάδες. Χαίρομαι που μετά από δέκα χρόνια που εργαζόμαστε για το σκοπό αυτό φαίνεται πλέον πως και η κυβέρνηση ενδιαφέρεται και επιθυμεί να συμμετέχει ενεργά, ενισχύοντας την προσπάθεια αυτή.
«Μέσα από την ενημέρωση και την επιμόρφωση αλλάζουν όλοι και αλλάζουμε κι εμείς» κατέληξε ο κ. Τσιανίκας.