Η ζωή μας κύκλους κάνει και που και που, της δίνεται και καμιά μια ευκαιρία για να ξανασάνει.
ΚΑΙ την ευκαιρία αυτή μου την έδωσε την περασμένη Κυριακή, ένας παλιός φίλος και συνταξιδιώτης: ο Παρασκευάς Μοσχίδης.
ΜΕ τον Παρασκευά έχουμε κάνει τρία μεγάλα ταξίδια και έχουμε επισκεφθεί καμιά εικοσαριά χώρες.
ΕΚΤΟΣ από την «κάψα» των ταξιδιών, μοιραζόμαστε την αγάπη για τα βιβλία, τη φωτογραφία, την Ιαπωνία και τον κινηματογράφο.
ΕΧΟΥΜΕ δει μαζί δεκάδες ταινίες και δεν είναι λίγες οι φορές, που όταν ξαναβλέπω στην τηλεόραση μια ταινία που είχαμε δει μαζί, τον θυμάμαι.
ΠΑΡ’ ΟΛΗ, λοιπόν, τη φιλία και τα κοινά ενδιαφέροντα -και παρά το γεγονός ότι δεν είναι μόνο ο φαρμακοποιός μου, αλλά και ο γιατρός μου- είχα να τον δω και να μιλήσουμε κάτι μήνες.
ΤΟ ότι δεν βλεπόμαστε πια όπως στο παρελθόν, αυτό οφείλεται κυρίως στη δική μου «βαρεμάρα» που τα τελευταία χρόνια, αρχίζει να παίρνει επιδημικές διαστάσεις.
ΤΗΝ ευκαιρία να παρακάμψω τη βαρεμάρα μου και να συναντηθούμε, μου την έδωσε η παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Κωνσταντίνου Καλυμνιού «Μητρίδες», από τον Βρασίδα Καραλή.
ΜΕ δυο κουβέντες, η περασμένη Κυριακή, άρχισε για τους ίδιους λόγους που είχε αρχίσει και η προπερασμένη Δευτέρα, που περιέγραψα στην προηγούμενη στήλη.
ΤΟ πρόγραμμά της, εκτός των άλλων, προέβλεπε να παραβρεθώ σε ένα μεσημεριάτικο μπάρμπεκιου, στο οποίο τελικά δεν πήγα, γιατί έπρεπε να εργαστώ στην εφημερίδα.
ΜΕ τη δικαιολογία του μπάρμπεκιου, έφυγα από τη δουλειά νωρίτερα και αποφάσισα πριν πάω στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής -η οποία λόγω των ποιημάτων και του Βρασίδα ήταν καλή- να περάσω από το φαρμακείο του Παρασκευά για να τον δω.
ΤΟΝ βρήκα να κάνει ό,τι έκανε και πριν 30 χρόνια: να φτιάχνει τις συνταγές που δίνουν οι γιατροί στους ασθενείς τους.
ΕΥΚΟΛΗ εκ πρώτης όψεως δουλειά, με την προϋπόθεση ότι μπορείς να διαβάσεις τα ιερογλυφικά ορνιθοσκαλίσματα των περισσότερων γιατρών, που δεν έχουν ούτε ακουστά, τη λέξη καλλιγραφία.
ΧΑΘΗΚΑΜΕ, του λέω, αλλά δεν χάσαμε τίποτα , αφού και να είχαμε βρεθεί πάλι τα ίδια θα λέγαμε…
ΚΑΙ δεν είχα άδικο, αφού μετά τα κλασικά «τι κάνεις», «πώς πάει η δουλειά», επιστρέψαμε στα δικά μας: τα βιβλία που διαβάσαμε τελευταία, τα ταξίδια και τον κινηματογράφο.
«ΑΝ σου πω (μου λέει) ότι σε θυμήθηκα πολλές φορές τον τελευταίο καιρό, ρίχνοντας μια ματιά στο ταξιδιωτικό μου ημερολόγιο, θα με πιστέψεις;».
ΣΩΠΑ ρε, του απαντώ, διάβασες κάτι για το οποίο δεν έχουμε ξαναμιλήσει σε προηγούμενες συζητήσεις μας;
«ΝΑΙ (μου απαντά) διάβασα πολλά και διάφορα και θυμήθηκα περισσότερα, τα οποία έχουμε ξεχάσει…
»ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ για το τρίμηνο ταξίδι μας το 2004, στις χώρες της Κεντρικής Αμερικής. Από το Μεξικό, δηλαδή, μέχρι την Κόστα Ρίκα και από εκεί στην Κούβα.
»ΟΠΩΣ σου έχω ξαναπεί, για μένα τα ταξίδια μαζί σου, ήταν τα καλύτερα και πιο απρόβλεπτα που έχω κάνει με κορυφαίο -μακράν όλων των άλλων- το ταξίδι στην Κεντρική Αμερική με τους καουμπόηδες του Μεξικού και τους οπλοφόρους της Τεγκουσιγκάλπα με τις κοντόκανες καραμπίνες
»ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ το ημερολόγιό μου μετά από 14 χρόνια, διαπίστωσα ότι ολόκληρο αυτό το ταξίδι ήταν μια καθημερινή περιπέτεια…».
ΚΑΤΑ τη διάρκεια των διακοπών της συζήτησης, για να φτιάξει ο Παρασκευάς Κυριακάτικα τις συνταγές των πελατών του, εγώ έβρισκα την ευκαιρία να ταξιδέψω νοερά στους τόπους εκείνους.
ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ από την Πόλη του Μεξικού, που αρχίσαμε το ταξίδι εκείνο και περνώντας από τη Πόλη της Γουατεμάλας, την Τεγκουσιγκάλπα, τη Νικαράγουα, το Σαν Σαλβαντόρ και τον Σαν Χοσέ, ροβόλησα και μέχρι τη Νότια Αμερική να ξαναρίξω μια ματιά στην Μπογκοτά, το Κίτο, τη Λίμα, στη Λα Πας, στο Σαντιάγκο και στο αξέχαστο Μπουένος Άιρες.
ΚΑΙ επειδή βρισκόμουν σε ταξιδιωτική διάθεση, η μνήμη μου παρέδωσε το «πηδάλιο» στον αυτόματο πιλότο και ανακαλούσε μόνη της, όπως το «έξυπνο» τηλέφωνο της πιτσιρίκας που αναφέρθηκα την περασμένη Πέμπτη, όποιο τόπο της γούσταρε.
ΕΤΣΙ πετάχτηκε από μόνη της μέχρι τη Φρεντόνια της Αριζόνας, το Τόκιο, το Κιότο και από εκεί μέχρι τα Τζουμέρκα, τα Αγιωργήτικα και την Μαυροθάλασσα που την έχω δει μόνο στο χάρτη…
ΕΚΕΙ, όμως, που στην κυριολεξία «κόλλησε» ο μηχανισμός ανάκλησης και με απασχόλησε και μετά την επιστροφή μου στο σπίτι, ήταν στην λίμνη Ατιτλάν της Γουατεμάλας.
ΣΤΗ γλώσσα τον Μάγια, που κατοικούσαν εκεί χιλιάδες χρόνια πριν φτάσουν οι Ισπανοί κατακτητές της Ισαβέλλας και τα κάνουν όλα γυαλιά καρφιά, Ατιτλάν σημαίνει το μέρος που το ουράνιο τόξο δανείζεται τα χρώματά του…
ΣΥΜΦΩΝΑ με τον πολυταξιδεμένο συγγραφέα, Άλντους Χάξλεϊ -και όχι μόνο-, η Ατιτλάν είναι η ομορφότερη λίμνη που υπάρχει στον κόσμο.
ΟΙ γεωλόγοι υποστηρίζουν ότι η λίμνη, που βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο, ανάμεσα σε τρία πανύψηλα βουνά, που ξεπερνούν τα 3,500 μέτρα και έχει βάθος 340 μέτρα, σχηματίστηκε πριν 85.000 χρόνια μετά την έκρηξη ενός ηφαιστείου.
Η έκρηξη ήταν τόσο μεγάλη που υπολείμματα της σκόνης έχουν βρεθεί μέχρι την Φλόριντα των Ηνωμένων Πολιτειών και τον Ισημερινό της Νότιας Αμερικής.
ΘΥΜΑΜΑΙ πως όταν πρωταντίκρισα τη λίμνη, μέσα από ένα μικρό βαν που πήγαμε με τον Παρασκευά και έναν Ρωσοεβραίο, που συνταξιδεύαμε για λόγους ασφάλειας, δεν πίστευα τα μάτια μου.
ΝΟΜΙΖΑ ότι κατεβαίνουμε από τον ουρανό στον πάτο ενός τεραστίου πηγαδιού. Την ίδια αίσθηση είχα και τα ξημερώματα της ίδιας μέρας, όταν επισκέφτηκα τη λίμνη μετά την έξοδό μας στο «Τσίρκο».
«ΤΣΙΡΚΟ» ήταν το όνομα ενός μπαρ, στο οποίο συναντήσαμε έναν πρώην… επαναστάτη από τη Νικαράγουα, που είχε έλθει την αγαπημένη του από τη Νέα Υόρκη (με καταγωγή από το Ελ Σαλβαντόρ) για να της δείξει τα λημέρια του.
Ο «επαναστάτης» ήταν μισομεθυσμένος όταν τον συναντήσαμε και μου έπιασε αμέσως την κουβέντα. Στο μεταξύ, συνέχισε να πίνει και αφού με γνώρισε «καλύτερα», ήθελε να του υποσχεθώ ότι θα πηγαίναμε μαζί στη λίμνη να μου δείξει την πανσέληνο. Την καλύτερη -όπως έλεγε- πανσέληνο του κόσμου…
ΜΟΥ άρεσε η ιδέα να δω την καλύτερη πανσέληνο από την ομορφότερη λίμνη του κόσμου και δέχθηκα τη πρόσκλησή του. Έλα, όμως, που όταν φύγαμε από το «Τσίρκο», όχι μόνο να περπατήσει δεν μπορούσε αλλά ούτε να αρθρώσει λέξη στα αγγλικά.
ΕΤΣΙ, φεύγοντας, γύρω στις 4 τα ξημερώματα, έβαλε την αγαπημένη του να μου ζητήσει συγνώμη που δεν μπορούσε να περπατήσει μέχρι τη λίμνη. Σε παρόμοια κατάσταση ήταν και ο Παρασκευάς και ο συνταξιδιώτης μας. Οπότε και ξεκίνησα για τη λίμνη μόνος…
ΟΤΑΝ έφτασα, η λίμνη ήταν πιο σκοτεινή και από τον Άδη και για ένα δεκάλεπτο, δεν μπορούσα να διακρίνω ούτε τα παπούτσια μου. Όλα άλλαξαν ξαφνικά όταν από το απέναντι βουνό άρχισε να ανατέλλει το φεγγάρι.
ΕΝΑ τεράστιο φεγγάρι, που σε ένα πεντάλεπτο είχαν γίνει δύο: ένα ψηλά στον ουρανό και ένα πάνω στη λίμνη, ακριβώς δίπλα μου…
ΤΟ θέμα ήταν μοναδικό και ανεπανάληπτο για μένα. Δεν είναι και λίγο πράγμα να βλέπεις την πανσέληνο από τον πυθμένα ενός πηγαδιού…
ΤΗ γαλήνη της νύχτας και τον αντικατοπτρισμό του φεγγαριού, τάραζε πού και πού ένας απόγονος των Μάγια που ψάρευε.
ΟΤΑΝ με είδε, πλησίασε με τη βάρκα στην όχθη και με νοήματα μου ζήτησε τσιγάρο. Έστριψα ένα και του το έδωσα…
ΤΟ ίδιο συνέβη άλλες τρεις φόρες μέχρι να ξημερώσει, να δω και την ανατολή του ηλίου και να φύγω. Μέχρι τότε, κάθε φορά που μου ζητούσε τσιγάρο μου άφηνε και ένα ψάρι…
ΑΝ δεν έπαιρνα το ψάρι δεν έπαιρνε τσιγάρο που του έδινα. Φαίνεται ότι χωρίς ανταλλαγή οι Μάγια δεν δέχονται δώρα…