«Ο Τζακ Πανταζής είναι ένας από τους πλέον υποτιμημένους κιθαρίστες της Αυστραλίας». Αυτό μού είπε ένας φίλος που ξέρει τα μουσικά πράγματα, όταν του είπα ότι θα μιλήσω με τον κιθαρίστα, με αφορμή την συναυλία που ετοιμάζει για να τιμήσει τον μεγάλο τζαζ κιθαρίστα Wes Montgomery. Όταν αργότερα, ανέφερα στον ίδιο τον Πανταζή την φράση, εκείνος γέλασε, αλλά αντιπαρήλθε το σχόλιο με σεμνότητα. «Χθες έπαιζα με δύο άλλους σπουδαίους κιθαρίστες, τον Ryan Griffith και τον Hugh Stuckey. Μού άνοιξε τα μάτια η εμπειρία. Έμαθα πολλά από αυτούς, είναι σπουδαίοι μουσικοί».
Σ’ αυτήν την περιγραφή υπάρχουν όσα χρειάζεται να ξέρει κανείς για τον Τζακ Πανταζή και την σχέση του με την μουσική. Παρ’ ότι είναι ο ίδιος δάσκαλος (διδάσκει στο τμήμα μουσικής του Melbourne Polytechnic εδώ και 26 χρόνια), περιγράφει πώς μαθαίνει ο ίδιος, ένας δεξιοτέχνης της κιθάρας που του «ανοίγει τα μάτια» η δεξιοτεχνία των συναδέλφων του.
Έμπειρος μουσικός, ο Πανταζής έχει κυκλοφορήσει δύο δίσκους με δικές του συνθέσεις και συνεχίζει να παίζει στο πλευρό πολλών ταλαντούχων μουσικών, κυρίως στην τζαζ ορχήστρα του Daryl McKenzie, αλλά και με την ορχήστρα που παρουσιάζει κάθε χρόνο το Carols by Candlelight Orchestra, όπου έχει την ευκαιρία να συνεργάζεται με τον αδελφό του, τον επίσης καταξιωμένο τζαζ ντράμερ, Τζέρι Πανταζή. Τώρα όμως, έχει φτιάξει ένα νέο σχήμα, ένα νονέτο, για να παρουσιάσει ένα αφιέρωμα στην μουσική ενός από τους μεγάλους της τζαζ, του κιθαρίστα Wes Montgomery. «Ήθελα να πιέσω τον εαυτό μου να παρουσιάσει κάτι διαφορετικό, κάτι που αποτελεί μέρος της εμπειρίας πολλών κιθαριστών. Όλοι περάσαμε μια φάση που ακούγαμε και αντιγράφαμε την μουσική του Wes και σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραίο να το παρουσιάσω στο κοινό. Πολλοί μπορεί να μην τον ξέρουν καν, αλλά όσοι τον ξέρουν, έχουν σίγουρα την προσδοκία να το ακούσουν». Στην ιστορία της τζαζ μουσικής, ο Wes Montgomery είναι για την κιθάρα ό,τι είναι ο John Coltrane για το σαξόφωνο και ο Miles Davis για την τρομπέτα – μια τεράστια μορφή με βαριά σκιά που καθόρισε τον ήχο του οργάνου. Ήταν επίσης ένας από τους ελάχιστους μουσικούς της τζαζ που γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία στην δεκαετία του ’60, διασκευάζοντας σε τζαζ τις ποπ επιτυχίες της εποχής. «Ήταν πρόκληση για μένα να ετοιμάσω ένα πρόγραμμα αφιερωμένο στην μουσική του και να παρουσιάσω και τις δύο πλευρές του, τόσο την πρωτοποριακή τζαζ πλευρά, όσο και την πιο εμπορική, την ποπ πλευρά του που ήταν επίσης καταπληκτική», λέει ο Πανταζής, ο οποίος διεύρυνε το πενταμελές συγκρότημά του, προσθέτοντας πνευστά και κρουστά για να παρουσιάσει σωστά το υλικό αυτό. «Παρ’ ότι ακολουθούμε τις ίδιες φόρμες και ενορχηστρώσεις, δεν πρόκειται για επανεκτέλεση νότα προς νότα», εξηγεί. «Θα παίξουμε τα δικά μας σόλα, δεν προσπαθώ να μιμηθώ τον Wes. Αυτό που προσπαθώ είναι να συλλάβω την ουσία της μουσικής του και να την παρουσιάσω με τον δικό μου τρόπο. Άλλωστε, ακόμα θεωρώ τον εαυτό μου ως μουσικό που εξελίσσεται, οπότε κάθε φορά που επιστρέφω στην μουσική ενός άλλου μουσικού, βρίσκω πάντα κάτι καινούριο που έκανε κι αυτό με βοηθά να εξελιχθώ. Μπορεί να είναι κάτι απειροελάχιστο, μια ρυθμική η μελωδική λεπτομέρεια που δεν είχα παρατηρήσει την πρώτη φορά, οπότε κάθε φορά που επιστρέφω στην μουσική κάποιου, ένα κρυμμένο διαμάντι μού αποκαλύπτεται και με επηρεάζει».
Αλλά πώς ακριβώς τον επηρέασε ο Wes Montgomery; «Είναι το πνεύμα του», λέει με ενθουσιασμό. «Όταν παίζει υπάρχει λίγο απ’ όλα στην μουσική του: συναίσθημα, χιούμορ, ζωή. Και να σκεφτείς ότι έζησε πολύ λίγο, πέθανε νέος, στα 45 του και δούλευε σκληρά σε εργοστάσια το πρωί και παίζοντας μουσική τα βράδια για να συντηρήσει την οικογένειά του, τα επτά του παιδιά. Οπότε, όταν έπαιζε, το έκανε από την καρδιά του. Για μένα, αυτό είναι που βγαίνει προς τα έξω και κρατά την μουσική του ζωντανή».
Αυτή η εικόνα ενός εργαζόμενου μουσικού, που τα καταφέρνει όχι μόνο χάρη στο ταλέντο του, αλλά και στην σκληρή δουλειά του, ήταν κάτι που έμαθε τόσο από την γνωριμία του με τους ήρωές του, φημισμένους κιθαρίστες όπως ο Herb Ellis και ο Barney Kessel, αλλά και από τον πατέρα του που ήταν επαγγελματίας πιανίστας. «Δούλευε έξι βράδια την εβδομάδα για να συντηρήσει την οικογένεια», θυμάται ο Τζακ και περιγράφει ένα σπίτι όπου αντηχούσε συνέχεια η μουσική. «Ο πατέρας μου ήθελε να μάθουμε μουσική, αλλά όχι να γίνουμε επαγγελματίες, γιατί ήξερε πόσο δύσκολο είναι. Αλλά είμαστε πεισματάρηδες, οπότε το κάναμε» – γελάει και κάνει μία παύση, για να προσθέσει με την χαρακτηριστική του σεμνότητα: «προσπαθούμε να το κάνουμε. Ακριβώς επειδή μεγαλώσαμε με έναν πατέρα που δούλευε, για μας είναι δουλειά, σκληρή δουλειά, απολαυστική συχνά, αλλά με κανόνες. Είτε παίζεις σε γάμο, είτε σε βάφτιση, είτε σε κηδεία, η δουλειά είναι δουλειά, παίζεις αυτό που πρέπει. Εγώ, ας πούμε παίζω κάθε Κυριακή πρωί στην εκκλησία. Είναι δουλειά, αλλά είναι όμορφο, νιώθω ευγνώμων που μπορώ να το κάνω».
H μουσική δεν είναι η μοναδική κληρονομιά που πήρε από την οικογένειά του ο Τζακ Πανταζής. Γιος Ελλήνων μεταναστών που έφτασαν στην Αυστραλία στα μέσα της δεκαετίας του ’60, η μητέρα του από την Κεφαλονιά, ο πατέρας του από το Πορτ Σα�ντ της Αιγύπτου, ο ίδιος μεγάλωσε μαθαίνοντας την ελληνική γλώσσα και κουλτούρα, αλλά απομακρύνθηκε από τις ρίζες του, μεγαλώνοντας, για να ξαναπιάσει το νήμα πολύ πρόσφατα. «Όπως τα φέρνει η ζωή, ένιωσα την ανάγκη να κάνω ένα προσκύνημα στην Ελλάδα, να πάω να δω το πατρικό της μητέρας μου στην Κεφαλονιά», λέει. «Εκεί ξαναβρήκα την ελληνική μου ταυτότητα και το χρωστάω στην γυναίκα μου την Νατάσα». Το ζευγάρι γνωρίστηκε στην Αθήνα το 2013. Δύο χρόνια αργότερα, παντρεύτηκαν στην Μελβούρνη. Από τότε, ο Τζακ ανακαλύπτει ξανά την ελληνικότητά του, βλέποντας τα πράγματα μέσα από το δικό της βλέμμα. «Μου φαίνεται καταπληκτικό οτιδήποτε έχει να κάνει με την Ελλάδα. Προφανώς δεν μου αρέσει αυτό που συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα, αλλά ακόμα και έτσι, παρά τις δυσκολίες, λατρεύω το πνεύμα των ανθρώπων, πόσο ανοιχτές είναι οι καρδιές τους. Είναι πανέμορφο αυτό. Μου έχει δώσει πολύ μεγάλη δύναμη. Αγαπώ την ιστορία και τον πολιτισμό και την μουσική της Ελλάδας, ακούω πολύ Χατζιδάκι και Θεοδωράκη και σκοπεύω να συμπεριλάβω συνθέσεις τους στο επόμενο άλμπουμ που θα ηχογραφήσω. Αλλά η γυναίκα μου δεν ενδιαφέρεται για την ελληνική μουσική, της αρέσει η τζαζ. Πώς γίνεται αυτό;»
Γελάμε. Και μετά τον ρωτάω αν θέλει να προσθέσει κάτι προτού κλείσουμε την συνέντευξη. «Νιώθω πάντα πολύ ταπεινός όταν έχω την ευκαιρία να παίξω με τους μουσικούς που συνεργάζομαι. Συνεχίζω να δουλεύω πάνω στην μουσική και ελπίζω να συνεχίσω να κάνω λάθη», λέει. «Σίγουρα έκανα μερικά χθες το βράδυ, τα έχω στο μυαλό μου αυτήν την στιγμή».
* Ο Τζακ Πανταζής θα παρουσιάσει το μουσικό αφιέρωμα στον Wes Montgomery την Πέμπτη 20 Ιουλίου στο Paris Cat Jazz Club (6 Goldie Pl, Melbourne). Τα εισιτήρια κοστίζουν $25. Για περισσότερες πληροφορίες και κρατήσεις, επισκεφθείτε την ιστοσελίδα:https://www.rollerdigital.com/pariscat/#/event/1039/114025/20170720