ΧΑΡΙΝ της συζήτησης, ας συμφωνήσουμε ότι οι Γερουσιαστές του κόμματος των Πράσινων που παραιτήθηκαν όταν διαπίστωσαν ότι διαθέτουν διπλή υπηκοότητα δεν ήταν ανόητοι, ούτε απατεώνες (δηλαδή διπλά ανόητοι, ώστε να περιμένουν ότι δεν θα αποκαλυφθεί η απάτη τους).
Χάριν της συζήτησης, ας δεχθούμε ότι λένε την αλήθεια: ότι πράγματι δεν γνώριζαν ότι είναι υπήκοοι και της χώρας γέννησής τους, παρ’ ότι οι ίδιοι δεν έχουν κανέναν οργανικό ή άλλο δεσμό με την χώρα και παρ’ ότι δεν ‘ενεργοποίησαν’ την ιθαγένειά τους. Το γεγονός άλλωστε ότι, ύστερα από την αποκάλυψη και την αναταραχή που επακολούθησε, βγήκαν στην δημοσιότητα όλα τα ονόματα των βουλευτών και γερουσιαστών της Αυστραλίας που έχουν γεννηθεί σε άλλες χώρες – από την Penny Wong (που γεννήθηκε στην Μαλαισία), μέχρι την Λευκαδίτισσα Μαρία Βαμβακινού κι από την πρώην Υπουργό Υγείας Sussan Ley (που γεννήθηκε στην Νιγηρία) μέχρι κάποιον κύριο Tony Abbott (ο οποίος φρόντισε να ξεκαθαρίσει ότι έχει επισήμως αποκηρύξει την Βρετανική υπηκοότητα) – μάλλον επιβεβαιώνει αυτό που ξέρουν όσοι ασχολούνται με θέματα υπηκοότητας: ότι το ζήτημα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο καθώς επηρεάζεται τόσο από τις αλλαγές της σχετικής νομοθεσίας μέσα στα χρόνια, αλλά και από τις διακρατικές συμφωνίες.
Αν κάτι μάθαμε, δηλαδή, από την ιστορία της Larissa Waters και του Scott Ludlum (ο οποίος παρεμπιπτόντως ήταν ο μοναδικός γερουσιαστής την τελευταία τριετία που κατέθεσε ερώτηση για την ελληνική κρίση, καλώντας την Αυστραλία να σταθεί στο πλευρό της Ελλάδας στους διεθνείς οργανισμούς με σκοπό την ελάφρυνση του χρέους), αυτό είναι ότι το ζήτημα της ιθαγένειας δεν είναι ‘ασπρο-μαύρο’ και όταν αντιμετωπίζεται με υπεραπλουστευτικό τρόπο, τα πράγματα μάλλον χειρότερα μπορούν να γίνουν.
Αυτό από μόνο του δικαιώνει όσους ανησυχούν για τον τρόπο που η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το ζήτημα της ιθαγένειας, δυσκολεύοντας τις εξετάσεις αγγλικής γλωσσομάθειας και κυρίως το περίφημο τεστ “Αυστραλιανών αξιών” που θα κρίνει ποιος αξίζει και ποιος όχι να γίνει Αυστραλός πολίτης.
ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ, ΜΑΣΤΙΓΙΟ ΚΑΙ ΚΑΡΟΤΟ
Σύμφωνα με αυτήν την ιδιότυπη πολιτική του μαστιγίου και του καρότου που εφαρμόζει τώρα η κυβέρνηση, η Αυστραλιανή ιθαγένεια είναι ένα είδος επάθλου που κερδίζει όποιος εγκριθεί, ενώ η άρνηση ή αφαίρεσή της έρχεται ως τιμωρία σε όποιον δεν είναι πρόθυμος να συμμορφωθεί. Και είναι πραγματικά ανησυχητικό το ότι, την εβδομάδα που ένα μεγάλο μέρος της Βουλής κλήθηκαν να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες, ο εμπνευστής των νέων μέτρων περί ιθαγένειας όχι μόνο δεν φάνηκε να προβληματίζεται ως προς το τι σημαίνει η ιθαγένεια αυτή, αλλά αναβαθμίστηκε σε υπερυπουργό. Η ίδια η ονομασία του Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων, το οποίο αναλαμβάνει ο Υπουργός Μετανάστευσης και Προστασίας Συνόρων, Peter Dutton, είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα οργουελιανού ευφημισμού.
Όταν ένας πολίτης ακούει για Εσωτερικές υποθέσεις, θα μπορούσε κάλλιστα να υποθέσει ότι αυτές αφορούν κάθε τι που αφορά τα εσωτερικά ζητήματα μίας χώρας: την ευημερία των πολιτών, τις σχέσεις των κοινωνικών ομάδων, την πραγματική οικονομία, τις υποδομές. Αλλά όχι, στην πραγματικότητα, πίσω από τον όρο “Εσωτερικές Υποθέσεις” κρύβεται το δίπολο “Νόμος και Τάξη”, η αστυνόμευση. Όπως τόνισε στην σχετική εξαγγελία ο Πρωθυπουργός Malcolm Turnbull, εφ’ εξής, η Αυστραλιανή Υπηρεσία Ασφαλείας και Πληροφορίων (ASIO), η Ομοσπονδιακή Αστυνομία και η Δύναμη Φύλαξης Συνόρων θα αναφέρονται απευθείας πλέον στον Υπουργό Εσωτερικών Υποθέσεων, στο χαρτοφυλάκιο του οποίου περνούν επίσης η Επιτροπή Πληροφοριών για την Καταπολέμηση του Εγκλήματος ( Australian Criminal Intelligence Commission), το Κέντρο Αναφορών και Ανάλυσης Συναλλαγών (Australian Transaction Reports and Analysis Centre – AUSTRAC) και η Υπηρεσία Ασφάλειας Μεταφορών.
Με άλλα λόγια, ο Peter Dutton δεν αναβαθμίστηκε σε Υπερυπουργό, αλλά σε Υπεραστυνομικό, είναι ο Σούπερ-Μπάτσος που θα προστατεύσει τους πολίτες της Αυστραλίας από κάθε εσωτερική και εξωτερική απειλή, από γκάνγκστερ και συμμορίες μηχανόβιων, μέχρι δολοφόνους, βιαστές, εμπόρους ναρκωτικών, καταχραστές και τρομοκράτες, ισλαμιστές και μη.
Όλα αυτά είναι συζητήσιμα και εγείρουν πολλά ερωτήματα για την σκοπιμότητα της συγκέντρωσης τόσης και τέτοιας εξουσίας στα χέρια ενός υπουργού και για τον κίνδυνο μετατροπής της Αυστραλίας σε αστυνομοκρατούμενη χώρα. Αλλά τίποτε από αυτά δεν θα αποτελούσε κατ’ ανάγκην πρόβλημα, αν ο Peter Dutton εγκατέλειπε το χαρτοφυλάκιο της μεταναστευτικής πολιτικής. Γιατί τώρα, το “υπερ-υπουργείο” του συνδυάζει όλες τις υπηρεσίες καταστολής και διατήρησης της δημόσιας τάξης, μαζί με την φύλαξη των συνόρων και την μετανάστευση. Αυτό από μόνο του επιβεβαιώνει ό,τι είναι ήδη προφανές από τις κυβερνητικές ανακοινώσεις: ότι αυτή η κυβέρνηση – και ο συγκεκριμένος υπουργός, ειδικότερα – θεωρούν την μετανάστευση ως απειλή, ως κάτι από το οποίο η Αυστραλία χρειάζεται να προστατευτεί. Αυτή η άποψη θέτει την Αυστραλία σε μία πολύ δυσοίωνη τροχιά και την γυρίζει πίσω δεκαετίες, στα χρόνια πριν την πολυπολιτισμικότητα, στα χρόνια της “Λευκής Αυστραλίας”.
Όλα τα επιχειρήματα υπέρ της ανοιχτής μεταναστευτικής πολιτικής μοιάζουν να πέφτουν σε ώτα μη ακουόντων. Μοιάζει μάταιο να εξηγεί κανείς πώς αυτή η χώρα οικοδομήθηκε πάνω στον κόπο των μεταναστών που έφτασαν εδώ από όλα τα σημεία της Γης (και από την Ελλάδα, φυσικά) κι εργάστηκαν σκληρά στα ορυχεία και τα εργοστάσια, δημιουργώντας πλούτο. Μοιάζει μάταιο να εξηγεί κανείς πώς η υιοθέτηση της πολιτικής της πολυπολιτισμικότητας ευθύνεται για την πρωτοφανή και συνεχή ευημερία της Αυστραλίας τα τελευταία 40 χρόνια και για την πρόοδο της χώρας, πλουτίζοντάς την τόσο σε πόρους, όσο και σε ανθρώπινο κεφάλαιο.
Όλα αυτά τα επιχειρήματα μοιάζουν να χάνουν έδαφος σήμερα, απέναντι σε μία ρητορική τρόμου και ξενοφοβίας (πίσω από την οποία κρύβεται η αντίσταση της Λευκής Αυστραλίας), η οποία ρίχνει μία βαριά σκιά στην μεταναστευτική πολιτική.
ΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΚΑΛΟ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Κι όμως, οι νομοθέτες και οι Υπουργοί θα μπορούσαν να μάθουν πολλά αν άνοιγαν λίγο τα αυτιά και τα μάτια τους και άκουγαν τους οικονομολόγους που ισχυρίζονται ότι η ‘φύλαξη των συνόρων’ δεν είναι και η καλύτερη πολιτική για την οικονομική ανάπτυξη, ότι αντιθέτως, η καλύτερη πολιτική για την ευημερία είναι τα ανοιχτά σύνορα. Η ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων μπορεί να αποφέρει τεράστια οικονομικά οφέλη, όπως τόνισε ο Οικονομολόγος Michael Clemens στην διατριβή του “Οικονομία και Μετανάστευση: Τρισεκατομμύρια δολάρια στο πεζοδρόμιο”, στην οποία ισχυρίζεται ότι η χαλάρωση των περιορισμών στην μετανάστευση μπορεί να διπλασιάσει το παγκόσμιο ΑΕΠ. “Ας φανταστούμε ότι ο κόσμος χωρίζεται σε μία ‘πλούσια’ περιοχή όπου ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι κερδίζουν 30 χιλιάδες δολάρια τον χρόνο και μία ‘φτωχή’ περιοχή όπου έξι δισεκατομμύρια άνθρωποι βγάζουν πέντε χιλιάδες τον χρόνο”, λέει ο Clemens. “Ας υποθέσουμε τώρα ότι οι μετανάστες που προέρχονται από την φτωχή περιοχή έχουν χαμηλότερη παραγωγικότητα, οπότε ο καθένας κερδίζει μόλις το 60% της διαφοράς εσόδων κατά την μετανάστευση, δηλαδή 15 χιλιάδες δολάρια ετησίως, το οποίο θα μειώνεται, όσο αυξάνεται η μετανάστευση, πέφτοντας στα 7500 δολάρια. Αν ο μισός πληθυσμός των φτωχών περιοχών μεταναστεύσει, αυτοί οι μετανάστες θα κερδίσουν 23 τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή 38% του παγκόσμιου ΑΕΠ”.
Επιπλέον, όπως έχει αποδειχθεί, η μετανάστευση όχι μόνο δεν ευθύνεται για την ανεργία (οποιαδήποτε πτώση μισθών και θέσεων εργασίας είναι πρόσκαιρη), αλλά μακροπρόθεσμα ανεβάζει τους ρυθμούς ανάπτυξης, αυξάνει την παραγωγή, δημιουργεί περισσότερο κέρδος για τις επιχειρήσεις και άρα περισσότερες επενδύσεις και ακόμη μεγαλύτερη παραγωγή. Περισσότεροι μετανάστες σημαίνει μεγαλύτερο εργατικό δυναμικό, μεγαλύτερη παραγωγή, μεγαλύτερη κατανάλωση και εισροή χρήματος στην πραγματική οικονομία, ενίσχυση των αγορών και ανάπτυξη.
Τα οικονομικά οφέλη της μετανάστευσης δε, είναι αμφίδρομα και αφορούν τόσο την χώρα υποδοχής μεταναστών, όσο και την χώρα προέλευσης. Σύμφωνα με έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας του 2015, οι αναπτυσσόμενες χώρες, μόνο από τα εμβάσματα των μεταναστών, έλαβαν συνολικά χρηματοδότηση 440 δισ. Δολαρίων, επταπλάσια από την οικονομική βοήθεια που στέλνουν οι ανεπτυγμένες χώρες, δημιουργώντας κι εκεί συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης και πολιτικής ελευθερίας. Όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα για την κυβέρνηση. Η εφαρμογή τους χρειάζεται τις συνδυασμένες ικανότητες ενός Υπερ-πρωθυπουργού, ενός Υπερ-Υπουργού Οικονομικών, ενός Υπερ-Υπουργού Εξωτερικών κι ενός Υπερ-ανθρωπιστή. Αντ’ αυτών, έχουμε έναν Υπερ-Αστυνόμο που φοβάται όσους είναι κάτοχοι δύο διαβατηρίων. Θα πρέπει να τού αποδείξουμε πως κάνει λάθος.