Είναι, πράγματι, συνηθισμένο το φαινόμενο της συμπεριφοράς της νεολαίας προς τους γονείς τους, στα θέματα που αφορούν τα περιουσιακά, τα της κληρονομιάς, τα περί διανομής. Απέκτησε κάποιος ένα σπίτι, ζει με τη γυναίκα του, πήραν τη σύνταξή τους και βολοδέρνουν με τα καθημερινά.
«Πάμε να περπατήσουμε μια στάλα να πάρουμε λίγο αέρα. Ο γιατρός είπε να περπατάς, το λιγότερο μισή ώρα την ημέρα με γρήγορο ρυθμό».
-Όταν θα φτάσει στη ηλικία μου και πονάει το γόνατό του, πες του γιατρού, να περπατήσει αυτός ένα τέταρτο, με τέτοιο κρύο, και όταν με δει στον παράδεισο ο μπαμπάς του, να μου το πει και θα του στείλω ένα αγγελούδι δώρο» Αν δεν είναι η συζήτηση του ηλικιωμένου ζευγαριού σχετική με το περπάτημα, θα είναι με το φαγητό ή τον κήπο, θα είναι με τον φράχτη που έχει γύρει και θέλει στερέωμα ή με το γκαράζ που θέλει καθάρισμα.
«Και μη μου πεις πως το αγόρι μας θα έλθει να με βοηθήσει, γιατί θ’ αρχίσει να μας λέει το λάθος που κάναμε και δεν του το γράψαμε, πέντε χρόνια πριν πάρουμε τη σύνταξη και τώρα θα ήμασταν άρχοντες στο σπίτι του και αυτός θα μας έδινε έξτρα χαρτζιλίκι από τα ενοίκια που θα έπαιρνε».
Επειδή είμαι μιας κάποιας ηλικίας και παρά το ότι εργάζομαι ακόμη και επιμένω πως βρίσκομαι στο απροσδιόριστο άνθος της τρίτης ηλικίας, δεν παραλείπω να παρακολουθώ τους συνομήλικούς μου. Παρακολουθώ εκ του σύνεγγυς και αφουγκράζομαι κάθε ιστορία και πορεία των φίλων και γνωστών που βρίσκονται στην ηλικία μου και δέκα χρόνια πάνω και δέκα κάτω.
Φίλος καλός, που βρίσκεται σε γηροκομείο της πόλης μας, μου εμπιστεύτηκε: «Είχαμε ένα σπίτι ωραίο και ζούσαμε όμορφα και ήσυχα. Ξέρεις που έμενα με τη μακαρίτισσα και ήξερες και το μαγαζί που είχαμε, αυτό πούλησα την επιχείρηση και παίρναμε το ενοίκιο από το κτίριο. Ζούσαμε μια χαρά. Φαγωθήκανε και τα δύο και ο γιος και η κόρη. «Πούλα τα τώρα. Τι να τα κάνουμε όταν γεράσετε, όταν πεθάνετε σε δέκα ή είκοσι χρόνια. Θα σας πετάξουμε στο δρόμο; Δεν σας κάνει το σπίτι της κόρης ή του γιου σας να μείνετε όταν γεράσετε; Δεν θέλετε να βρίσκεστε κοντά στα παιδιά σας και τα εγγόνια σας; Δεν θέλετε να τρώτε με τα παιδιά σας και τα εγγόνια σας στο ίδιο τραπέζι; Έξι μήνες στην κόρη, έξι μήνες ή όσο θέλετε στον γιο σας. Τους προτείναμε, να τους τα γράψουμε, ζούσε ακόμη η μάνα τους, να πάρει η κόρη το σπίτι και ο γιος το μαγαζί και να μοιραζόμαστε τα ενοίκια για να ζήσουμε κι εμείς. Όχι, επιμονή να τα πουλήσουμε. Ψήσανε και τη μάνα τους και άρχισε η μακαρίτισσα τα συγκινητικά: «Είναι καλά τα παιδιά. Δεν θα μας πετάξουν στο δρόμο. Θα πάρουμε τη σύνταξή μας, θα έχουμε και όσα μας επιτρέπουν για ώρα ανάγκης και θα χαιρόμαστε και τα παιδιά και τα εγγόνια μας».
Τη συνέχεια τη ξέρεις. Θέλεις λεπτομέρειες; Τα πουλήσαμε όλα. Τους τα μοιράσαμε. Μείναμε στο σπίτι του γιου μας στην αρχή, μείναμε λίγο στο σπίτι της κόρης μας αργότερα και καταλήξαμε στο… ενοίκιο. Καλά τα παιδιά, αλλά δεν είχαμε υπολογίσει σωστά τα ταίρια τους. Όχι, κράτησέ τους εσύ, γιατί γκρινιάζει ο άνδρας μου, έλεγε η κόρη μας, εμένα δεν αντέχει τη μάνα μας η γυναίκα μου, έλεγε ο γιος μας και ζήσανε αυτοί καλά και σε μας, με χίλια τρεχάματα, μας έδωσε το κράτος δύο δωμάτια. Επειδή οι ηλικιωμένοι τρελαίνονται εύκολα, ευτυχώς τρελάθηκα.
Τους παρακάλεσα ευγενικά και τους έπεισα με τον τρόπο μου πως η μάνα τους κι εγώ δεν θέλαμε να δούμε κανέναν τους και πως πασχίζαμε για λίγη ησυχία και για άλλη τόση απομόνωση. Μικρή η περίοδος που μείναμε οι δύο μας, αλλά γεμάτη, ήσυχη και όμορφη.
Πιστεύοντας, σωστά ή λανθασμένα, ότι δεν έχεις κανέναν δικό σου, πλάι σου, δεν περιμένεις κάποιο σου παιδί ή κάποιο εγγόνι, όταν έχεις πειστεί πως με την απομόνωση σου, την απομάκρυνση σου, την εξαφάνισή σου, σκορπάς γαλήνη κι’ ευτυχία στις φαμίλιες των παιδιών σου, τότε χαίρεσαι και βλέπεις αλλιώς την αναγκαστική, την απρόσμενη φυγή σου, την απομόνωσή σου. Το σύντροφό σου, τούτη την ώρα που πιστεύεις ότι δεν σου έχει μείνει τίποτε άλλο, τον βλέπεις σαν την ευθανασία που θα είναι δίπλα σου μέχρι να σβήσεις. Χαίρεσαι του ψωμιού τη μπουκιά και του κρασιού τη γουλιά. Καμαρώνεις που κουβαλάς ένα ποτήρι νερό γιατί το χέρι σου δεν τρέμει τόσο πολύ. Μοιάζεις σαν να το πρωτοβλέπεις και το καμαρώνεις το ταίρι σου, σαν με δυσκολία κουβαλάει το μικρό ποτιστήρι να ποτίσει το κυκλάμινο. Με κάποιο φόβο, τις περισσότερες φορές όταν νυχτώνει, φοβάσαι τη σιωπή, τη βουβαμάρα της νύχτας. Τη φοβάσαι γιατί άκουσες πως τέτοιες ώρες η μοίρα φοράει τη μαύρη της τη μπέρτα κι’ έρχεται. Ποτέ δεν ξέρεις τι κουβαλάει. Πέθανε η γυναίκα μου, θα έλεγα πως πήγε από τον καημό της παρά από τον καρκίνο. Εμένα με βλέπεις και δεν έχω παράπονο. Αν οι γιατροί έχουν κάνει σωστή διάγνωση, δεν θ’ αργήσω να συναντήσω εκεί πάνω ή εκεί κάτω την Αντιγόνη.