ΕΧΟΝΤΑΣ έρθει σχετικά πρόσφατα στην Αυστραλία – κι έχοντας ήδη, στο σύντομο χρόνο που είμαι εδώ, παρακολουθήσει τρεις εκλογικές αναμετρήσεις – πασχίζω ακόμη να καταλάβω το σύστημα προτιμήσεων που ισχύει εδώ στις εκλογές, αλλά εκτιμώ ιδιαίτερα το γεγονός ότι εδώ η ψήφος είναι υποχρεωτική. 

Οπότε μού δημιουργεί ιδιαίτερη ανησυχία να διαβάζω -και δη σε ‘σοβαρά’ Μέσα- την φράση «υπάρχει ένα κεντρί στην ουρά της υποχρεωτικής ψήφου και κάθε συζήτηση για τον λαϊκισμό στην Αυστραλία πρέπει να το αντιμετωπίσει». Έχουν περάσει δύο εβδομάδες από τότε που οι εφημερίδες του οργανισμού Fairfax (The Age, Sydney Morning Herald) δημοσίευσαν την αποστροφή αυτή του καθηγητή Simon Jackman, επικεφαλής του κέντρου Αμερικανικών Μελετών του Πανεπιστημίου Σίδνεϊ. Για να είμαι ειλικρινής, δεν είμαι καθόλου εξοικειωμένος με τον καθηγητή και το έργο του, ούτε ασφαλώς είμαι σε θέση να κρίνω την ακαδημαϊκή του παρουσία. Δεν έχω επίσης άποψη για το Κέντρο Αμερικανικών Μελετών καθαυτό, αν και η ιστοσελίδα του είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, γεμάτη αναλυτικά άρθρα για ζητήματα αμερικανικής πολιτικής – όπως π.χ. τι σημαίνει η αποπομπή ενός Προέδρου των ΗΠΑ, κάτι που συζητείται έντονα τελευταία. Οπότε, δεν έχω καθόλου την πρόθεση να μειώσω τον καθηγητή, λέγοντας ότι οι απόψεις του μου φάνηκαν επικίνδυνες και ανόητες. 

Φυσικά, αυτό είναι που κάνει επιτυχημένο έναν ακαδημαϊκό: η ικανότητα να εγείρει ερωτήματα, να αμφισβητήσει τις καθιερωμένες αντιλήψεις, να παρουσιάσει επιχειρήματα και να κάνει τους ανθρώπους να σκεφτούν. Σ’ αυτό, ο κ. Jackman σημείωσε, ασφαλώς, επιτυχία, με τις δηλώσεις του. «Έχω περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου ως υπερασπιστής της υποχρεωτικής ψήφου (…) αλλά τώρα αρχίζω να αμφιβάλλω»δήλωσε, εξηγώντας πώς η έρευνα που διεξήγαγε το τμήμα του έδειξε ότι η υποχρεωτική ψήφος «στέλνει στις κάλπες ένα τσούρμο έξαλλων ψηφοφόρων, οι οποίοι (αν δεν ήταν υποχρεωμένοι να ψηφίσουν), πιθανότατα θα κάθονταν στο σπίτι τους». Ενισχύει το επιχείρημά του με μία σειρά στατιστικών αναφορών που υπολογίζει σε περίπου 20% το ποσοστό των Αυστραλών που δεν θα προσέρχονταν στις κάλπες αν δεν ήταν υποχρεωμένοι. Αυτό είναι ασφαλώς ένα ανησυχητικό σημάδι, το γεγονός ότι ένας στους πέντε Αυστραλούς πολίτες νιώθουν τόσο αποξενωμένοι από το πολιτικό σύστημα που δεν τους έχει αφήσει καμιά άλλη επιλογή παρά το να εκδηλώσουν τον θυμό τους με μία ψήφο διαμαρτυρίας, στηρίζοντας τα μικρά κόμματα που τώρα κρατούν όμηρο την κυβέρνηση στην Γερουσία. 

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΟΥΣ ΛΑΪΚΙΣΤΕΣ 

Εκεί βρίσκεται το βασικό επιχείρημα των επικριτών της υποχρεωτικής ψήφου – ότι ευθύνεται για το κοινοβουλευτικό αδιέξοδο που απαγορεύει στην κυβέρνηση να περάσει την νομοθεσία που επιθυμεί. Αν η ψήφος ήταν προαιρετική, οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι θα έμεναν στο σπίτι και θα άφηναν την δημοκρατία ασφαλή στα χέρια των ενεργών πολιτών και όχι στους ασταθείς υποστηρικτές των μικρών ευκαιριακών κομμάτων. «Οι Πράσινοι και τα κόμματα που έντονη παρουσία σε κοινωνικούς αγώνες θα τα πήγαιναν καλά» ισχυρίζεται ο κ. Jackman θεωρώντας ότι οι ‘υπεύθυνοι’ πολίτες θα υποστήριζαν τα μεγάλα, σοβαρά κόμματα και όχι τους λαϊκιστές όπως το One Nation, το Family First και το κόμμα του Νικ Ξενοφών. 

Πρόκειται φυσικά περί φαντασίωσης. Παντού όπου εφαρμόζεται το μέτρο της προαιρετικής ψήφου, ανά τον κόσμο, αυτό δεν έχει εμποδίσει την ανάδειξη και την εκλογική επιτυχία λαϊκιστών, είτε εμφανίζονται με μικρά κόμματα, είτε με την υποστήριξη μεγάλων κομμάτων. Ο καθηγητής θα μπορούσε απλώς να μελετήσει την χώρα με την οποία ασχολείται το κέντρο που είναι επικεφαλής: τις ΗΠΑ, όπου ο Πρόεδρος Τραμπ εξελέγη (με την στήριξη των Ρεπουμπλικάνων), γοητεύοντας τους ίδιους αγανακτισμένους, απογοητευμένους, αποξενωμένους ψηφοφόρους οι οποίοι είναι επιρρεπείς στον λαϊκισμό. Λίγους μήνες αργότερα, τον Απρίλιο, περισσότεροι από 40% Γάλλοι πολίτες ψήφισαν συνολικά υπέρ των δύο λαϊκιστικών άκρων του φάσματος, την ακροδεξιά Marine LePen και τον ακροαριστερό Jean Luc Melenchon (χάριν της συζήτησης, ας δεχτούμε την άποψη των κεντρώων ότι επρόκειτο για δύο εξίσου επικίνδυνες επιλογές), ενώ στον δεύτερο γύρο των Προεδρικών εκλογών, ένας στους τέσσερις Γάλλους απείχε, αδιαφορώντας προφανώς για τον κίνδυνο να εκλεγεί στο ανώτατο αξίωμα η αρχηγός της αντισημιτικής, ξενοφοβικής ακροδεξιάς. 

Από το 75% των πολιτών που προσήλθε στις κάλπες, η Marine LePen απέσπασε το 33,1% των ψήφων – δηλαδή έναν στους τρεις ψηφοφόρους – ενώ ο ‘συνετός’ Macron το 66,1%. Κι εδώ βρίσκεται το άλλο επιχείρημα εναντίον της προαιρετικής ψήφου. Σε χώρες όπου η ψήφος δεν είναι υποχρεωτική, η κινητοποίηση των ψηφοφόρων πέφτει στους ώμους των κομμάτων. 

Η Marine LePen κατάφερε να κινητοποιήσει έναν στους τρεις ψηφοφόρους, σε ένα κλίμα πόλωσης που έκανε πολλούς από τους ψηφοφόρους του Melenchon να απόσχουν, θεωρώντας, αυτοί οι απογοητευμένοι αριστεροί, ότι ο Macron είναι ο εκλεκτός του συστήματος. Αν ήταν υποχρεωμένοι να προσέλθουν στις κάλπες, το πιθανότερο είναι ότι θα τον ψήφιζαν, μειώνοντας την δυναμική του ακροδεξιού λαϊκισμού. Και στις δύο περιπτώσεις, στην Γαλλία και στις ΗΠΑ, η ψήφος διαμαρτυρίας δεν ήταν περιθωριακή, ήταν μία από τις βασικές τάσεις του εκλογικού σώματος και επηρέασε την πολιτική πραγματικότητα. 

ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ

Η προηγούμενη φορά που το ζήτημα της υποχρεωτικής ψήφου συζητήθηκε στην Αυστραλία, όπως τονίζει το άρθρο του οργανισμού Fairfax, ήταν το 1996. Τότε, η εισήγηση της Διακομματικής Διαρκούς Επιτροπής Εκλογικών Υποθέσεων της Βουλής απορρίφθηκε, καθώς πολλοί βουλευτές εξέφρασαν φόβους ότι, αν η ψήφος δεν ήταν υποχρεωτική, υπήρχε ο κίνδυνος εξαγοράς ψήφων από τα κόμματα, ενώ και ο Christopher Pyne είχε δηλώσει τότε ότι τα κόμματα θα έπρεπε να αφιερώσουν 25% των πόρων τους σε εκστρατείες κινητοποίησης των ψηφοφόρων τους. 

Τι θα συνέβαινε αν αποτύγχαναν; Αν δηλαδή τα ‘μεγάλα ‘ κόμματα δεν κατάφερναν να συσπειρώσουν τους ψηφοφόρους τους, να τους πείσουν να πάνε στις κάλπες. 

Στην Ελλάδα, αυτός ο κίνδυνος είναι πολύ πραγματικός, στις επόμενες εκλογές, όποτε και αν συμβούν. Και τα δύο μεγάλα κόμματα ουσιαστικά ταυτίζονται σε ζητήματα πολιτικής, είναι και τα δύο δεσμευμένα στις επιταγές των δανειστών της τρόικας, η οποία ουσιαστικά υπαγορεύει την πολιτικής που πρέπει να εφαρμοστεί στην χώρα. Η διαφωνία μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης αφορά ζητήματα αισθητικής κυρίως, εντιμότητας και διαφθοράς και ενός ανταγωνισμού περί του ποιο κόμμα μπορεί καλύτερα να εφαρμόσει την αυστηρή λιτότητα και αυτόν τον συνδυασμό μείωσης δαπανών και αύξησης φορολογίας που έχει γονατίσει την χώρα κι έχει καταστρέψει την μεσαία τάξη. Αλλά και από τα μικρότερα κόμματα, είτε τα παλιότερα, όπως το ΠΑΣΟΚ, είτε τα νεοφυή όπως το Ποτάμι, δεν ακούγεται κάποια εναλλακτική στους όρους του μνημονίου. Οπότε αυτήν την στιγμή, τα περισσότερα ελληνικά κόμματα ακολουθούν πιστά το θατσερικό δόγμα ΤΙΝΑ (There is No Alternative). Αλλά τι είδους δημοκρατία είναι αυτή, όταν δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση; 

Τα μοναδικά κοινοβουλευτικά κόμματα που αρθρώνουν έναν διαφορετικό λόγο είναι το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή. Το ένα παραμένει αντιευρωπαϊκό και αντικαπιταλιστικό, βλέποντας την Κρίση και το Μνημόνιο μέσα από αυτό το πρίσμα. Ενώ το άλλο είναι μία συμμορία τραμπούκων και δολοφόνων που κατηγορεί για τα πάνα τους ξένους, τους μετανάστες και τους αριστερούς. 

Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί το σκηνικό, δεν χρειάζεται να είναι κανείς προφήτης για να καταλάβει ότι η αποχή θα είναι μεγάλη στις επόμενες εκλογές. Οι μετριοπαθείς κεντροαριστεροί ψηφοφόροι που απεχθάνονται την Νέα Δημοκρατία (ένα κόμμα συνυπεύθυνο για τις κατάσταση στην οποία περιήλθε η Ελλάδα, γεμάτο ακροδεξιά στοιχεία και υπό την ηγεσία ενός ανθρώπου που είναι η ζωντανή ενσάρκωση της οικογενειοκρατίας), μάλλον θα προτιμήσουν την αποχή, όσο κι αν απεχθάνονται τον Αλέξη Τσίπρα. Οι προοδευτικοί αριστεροί, από την άλλη, που θεωρούν ότι η πολιτική των μνημονίων έχει δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται ότι θα έλυνε και οι οποίοι πίστεψαν τον Τσίπρα, ελπίζοντας σε μία άλλη πολιτική (και στην απονομή δικαιοσύνης εναντίον όσων δημιούργησαν το χρέος της Ελλάδας), νιώθουν προδομένοι από την στροφή του και επίσης μάλλον θα προτιμήσουν την αποχή. 

Οι μοναδικοί που δεν πρόκειται να απόσχουν είναι όσοι έχουν στραφεί στους νεοναζί της Χρυσής Αυγής, όσοι έχουν πιστέψει ότι το πρόβλημα της χώρας είναι οι μετανάστες ή/ και οι ‘προδότες’ που κυβερνούν την χώρα. Αυτοί είναι μάλλον βέβαιο ότι θα εμφανιστούν ξανά στις κάλπες, μετατρέποντας την αγανάκτηση και την αποξένωσή τους σε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Το πιο πιθανό είναι η επόμενη Βουλή των Ελλήνων να είναι ένα μνημείο αδιεξόδου που θα την κάνει ιδανικό αντικείμενο μελέτης για ακαδημαϊκούς όπως ο καθηγητής Jackman. 

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Ναι, το σύγχρονο μοντέλο αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έχει σοβαρά προβλήματα που εμφανίζονται με πολλούς τρόπους σε διαφορετικές στιγμές και δεν έχουν καμία σχέση με το κατά πόσον η ψήφος είναι υποχρεωτική ή όχι. Ακόμη κι έτσι, παραμένει το καλύτερο μοντέλο δημοκρατίας που έχουμε καταφέρει να συλλάβουμε και να επινοήσουμε. Είναι ένα μοντέλο που βασίζεται την ιδέα ότι τόσο η νομοθετική εξουσία όσο και η εκτελεστική εξουσία εκπορεύονται από την λαϊκή βούληση και κατά κάποιον τρόπο την εκφράζουν. Η αντίληψη ότι οι δυσλειτουργίες και οι ελλείψεις της δημοκρατίας μπορούν ποτέ να αντιμετωπιστούν με την μείωση της εκλογικής βάσης δεν είναι μόνο παράλογη, αλλά επικίνδυνη, καθώς υπονομεύει συνολικά την ίδια την δημοκρατία. Τα προβλήματα της δημοκρατίας αντιμετωπίζονται, αν μη τι άλλο, με περισσότερη δημοκρατία, όχι με λιγότερη. 

Αυτήν την στιγμή, οι πολίτες έχουν δύο επιλογές: από την μια την κινητοποίηση, την ανάληψη ευθύνης για την πολιτική κατάσταση και από την άλλη την ιδιωτεία (με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου, της μη συμμετοχής στα κοινά από όπου και το στίγμα του idiot που έφτασε στην αγγλική γλώσσα να σημαίνει κάτι άλλο). Η προαιρετική ψήφος θα μας οδηγήσει στη δεύτερη κατάσταση και το πρόβλημα δεν είναι ότι εμφανίζονται ακαδημαϊκοί που το υποστηρίζουν, αλλά ότι βρίσκουν φιλόξενο χώρο στα μεγάλα ΜΜΕ όπου παρουσιάζεται αυτό ως λύση στα πολιτικά προβλήματα – από τον λαϊκισμό, μέχρι την αδυναμία ψήφισης νόμων. Αν η κυβέρνηση της Αυστραλίας δυσκολεύεται να μετατρέψει σε νόμους τις προεκλογικές τις δεσμεύσεις, λόγω της σθεναρής αντίστασης μερικών πεισματάρηδων γερουσιαστών που εκπροσωπούν αγανακτισμένους ψηφοφόρους, ότι ίσως θα πρέπει να ρίξει νερό στο κρασί της και αρχίσει να κυβερνά με γνώμονα την συναίνεση, τον διάλογο και ναι, τις διαπραγματεύσεις. Και αν τα μεγάλα, υπεύθυνα, συνετά, μετριοπαθή (και όπως αλλιώς θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται) κόμματα φοβούνται τους αγανακτισμένους, αποξενωμένους, έξαλλους ψηφοφόρους, ίσως θα πρέπει να αλλάξουν λίγο την ρητορική τους και να σκύψουν στα προβλήματά τους και να προσπαθήσουν να τους πείσουν – και όχι να τους νουθετήσουν. Μέχρι να συμβεί αυτό, θα βρισκόμαστε στο έλεος κάθεTramp, κάθε LePen, κάθε Hanson και κάθε Χρυσαυγίτη. Η αποχή από τις εκλογές, σημαίνει απλώς να κλείνουμε τα μάτια απέναντί τους.