Ο πληθυσμός της Βικτώριας αυξάνεται με πολύ γρήγορο ρυθμό και η ζήτηση κατοικιών μεγαλώνει. Όμως, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Αστικής Ανάπτυξης της Αυστραλίας (Urban Development Institute of Australia – UDIA), παρά τα υψηλά επίπεδα οικοδομικής ανάπτυξης στη Βικτώρια, η Πολιτεία δεν είναι προετοιμασμένη να καλύψει την επερχόμενη ζήτηση. Μόνο κατά την τελευταία διετία το έλλειμμα σε ακίνητα έφτασε τα 9.000 και αν αυτή η τάση συνεχιστεί η έλλειψη μπορεί να φτάσει τις 50.000 κατοικίες έως το 2020.

Σε ρεπορτάζ του ABC, η διευθύνουσα σύμβουλος της UDIA, Danni Addison, δήλωσε ότι δεν έχει γίνει ο κατάλληλος σχεδιασμός για την πληθυσμιακή έκρηξη από τις ομοσπονδιακές, πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις.

«Το ανησυχητικό είναι ότι αν και ο πληθυσμός αυξάνεται διαρκώς, δεν φτιάχνουμε αρκετά κτίρια για να καλύψουμε τις ανάγκες». Η κ. Addison είπε ότι, ενώ η πολιτειακή κυβέρνηση έχει κάνει κάποια βασικά βήματα βελτίωσης των υποδομών, οι τοπικές κοινωνίες μοιάζουν να αντιστέκονται στις αλλαγές. «Είναι ώρα, τόσο ο τομέας των ακινήτων όσο και η κυβέρνηση και οι τοπικές κοινωνίες να αποδεχτούν το γεγονός ότι η πληθυσμιακή έκρηξη είναι κάτι που συμβαίνει ήδη. Δεν μπορούμε να τη σταματήσουμε ούτε να την αλλάξουμε, οπότε είναι ώρα να προχωρήσουμε σε έναν σωστό σχεδιασμό. Υπάρχουν, για παράδειγμα, πολλά εσωτερικά προάστια στη Μελβούρνη με ιδανικά σημεία για σύνδεση σπιτιών, εργασίας και υπηρεσιών, αλλά η λέξη ανάπτυξη αποτελεί ταμπού για τις τοπικές κοινότητες».

Από την πλευρά του, το Κέντρο Αστικής Έρευνας του RMIT, επιβεβαιώνει ότι όλη αυτή η υπόθεση δεν είναι μια απλή υπόθεση ανέγερσης σπιτιών. «Αντιμετωπίζουμε πραγματικές δυσκολίες με το μοντέλο που έχουμε στη Μελβούρνη: επιδιώξαμε την επέκταση και ανάπτυξη προς τα έξω και ενώ οι κάτοικοι αγόρασαν νέα σπίτια σε περιφερειακά προάστια, δεν άνοιξαν στην περιοχή οι θέσεις εργασίας που επιθυμούσαμε» δήλωσε ο διευθυντής του Κέντρου, Jago Dodson.

Η κ.Addison υπογράμμισε, βέβαια, ότι χωρίς αυτά τα πακέτα γης-σπιτιού στην περιφέρεια της πόλης (που πωλούνται σε πολύ πιο προσιτές τιμές σε σχέση με τη μέση τιμή κατοικίας ύψους $800.000) και τα νέα διαμερίσματα, τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα. Προφανώς, αυτό είναι και το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Μελβούρνης σε σχέση με πόλεις όπως το Σίδνεϊ, όπου δεν είναι δυνατή η ανοικοδόμηση προς τα έξω λόγω γεωγραφικών περιορισμών. Η ανοικοδόμηση στην περιφέρεια της Μελβούρνης έχει λειτουργήσει ως βαλβίδα αποσυμπίεσης για τις τιμές ακινήτων, προσφέροντας ακόμα προσιτές τιμές σε αγοραστές. Είναι, όμως, αυτή η ανάπτυξη προς την περιφέρεια η λύση όταν απέχει τόσο από τον τόπο εργασίας που βρίσκεται, συνήθως, στο κέντρο;

Όπως λέει ο καθηγητής Dodson, μέρος της οικονομικής στρατηγικής της Μελβούρνης ήταν να εξασφαλίσει ότι η γη στην περιφέρεια της πόλης θα ήταν φθηνότερη από το Σίδνεϊ, για να προσελκύσει περισσότερους ανθρώπους και να ωθήσει την οικονομία. “Ωστόσο, είναι αυτό αρκετό για μια οικονομία του 21ου αιώνα; Δεν μοιάζει με ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη οικονομική στρατηγική και πρέπει σε κάθε περίπτωση να σκεφτούμε τις συνέπειες στη βιωσιμότητα της οικονομίας. Ίσως είναι ώρα η κυβέρνηση να ωφεληθεί από την αύξηση του πληθυσμού και να ενισχύσει οκονομικά τις ίδιες τις τοπικές κοινότητες μέσω κάποιας πρωτοβουλίας όπως για παράδειγμα με κάποιον φόρο ακίνητης περιουσίας”.