ΠΡΙΝ κάποιες μέρες αναγκάστηκα εκ των πραγμάτων να κάνω ένα εικοσάλεπτο ταξίδι στο παρελθόν.
ΤΗΝ ευκαιρία να κάνω το ταξίδι, μου την έδωσε η ξαφνική διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος την ώρα που έβλεπα τις ειδήσεις.
ΤΕΤΟΙΕΣ διακοπές σε τούτη τη χώρα, διαρκούν συνήθως από λίγα δευτερόλεπτα μέχρι δυο-τρία λεπτά.
ΕΤΣΙ περίμενα, ότι όπου να είναι, θα επανέλθει το ρεύμα και η κανονικότητα στη ζωή μου.
ΕΚΑΝΑ, όμως, λάθος. Από τη στιγμή που το μαύρο σκοτάδι πήρε τη θέση του φωτός του καλάρεσε και δεν έλεγε να φύγει.
ΑΦΟΥ έμεινα ακίνητος πάνω στον καναπέ τέσσερα πέντε-λεπτά περιμένοντας μάταια την επιστροφή μου στον πολιτισμό, σκέφτηκα ότι κάτι πρέπει να κάνω και άρχισα να ψάχνω μήπως βρω κανένα κεράκι για να μπορώ τουλάχιστον να βλέπω τη μύτη μου.
ΜΕ τη βοήθεια ενός αναπτήρα που είχα, άρχισα να ψάχνω τα ντουλάπια της κουζίνας για κανένα ξεχασμένο κερί.
ΤΕΛΙΚΑ, κερί δεν βρήκα και ήμουν έτοιμος να εγκαταλείψω το ψάξιμο, όταν σκέφτηκα ότι κάπου θα πρέπει να υπάρχει και ένας παλιός φακός.
ΤΟΝ φακό τον βρήκα, αλλά επειδή οι μπαταρίες του είχαν παραδώσει το πνεύμα δεν άναβε, οπότε άρχισα να ψάχνω για μπαταρίες.
ΠΑΝΩ, λοιπόν, που έψαχνα για μπαταρίες, παρέδωσε το πνεύμα και η τελευταία φλογίτσα του αναπτήρα που ξέμεινε από υγραέριο.
ΚΑΙ τώρα τι κάνουμε; ήταν η επόμενη ερώτηση που έκανα στον εαυτό μου… Η απάντηση που πήρα με καθησύχασε: μα ό,τι έκανες και στο χωριό σου από τη στιγμή που η γιαγιά έσβηνε με ένα φύσημα τη λάμπα…
ΕΤΣΙ, άρχισα να σκέπτομαι τι κάναμε στο χωριό και πώς ζούσαμε πριν την ηλεκτροδότησή του το 1955.
ΤΟ ηλεκτρικό ρεύμα ήλθε στα Αγιωργίτικα την ίδια χρονιά που άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο, γι’ αυτό και θυμάμαι την ημερομηνία.
ΜΕΧΡΙ τότε το χωριό μου, όπως και τα περισσότερα ορεινά χωριά της Ελλάδας, δεν είχαν ακόμα ρεύμα.
ΕΝΑΣ από τους λόγους που τα χρόνια εκείνα μου άρεσε να πηγαίνω και να μένω στο σπίτι της θείας μου της Θάλειας στην Τρίπολη, ήταν γιατί είχε ρεύμα και η πόλη τρεις-τέσσερις κινηματογράφους.
ΠΡΙΝ το 1955 στο χωριό υπήρχε μόνο ένα τηλέφωνο που χρησιμοποιείτο αποκλειστικά για τα πολύ έκτακτα περιστατικά και δύο-τρία γραμμόφωνα, συμπεριλαμβανομένου και αυτό της Κοινότητας, το οποίο το χρησιμοποιούσαν για να χορεύουν στα πανηγύρια.
ΤΑ ραδιόφωνα άρχισαν σιγά-σιγά να αφανίζονται μετά την ηλεκτροδότηση η οποία άλλαξε στην κυριολεξία τη ζωή και τις συνήθειές μας.
ΘΥΜΑΜΑΙ ότι όταν άρχισαν τα συνεργεία της ΔΕΗ να επισκέπτονται το χωριό και να τοποθετούν τις κολώνες, μαζευόμαστε όλα τα παιδιά και τους παρακολουθούσαμε που άνοιγαν τους λάκκους.
ΜΕΤΑ από λίγες εβδομάδες ακολουθούσαν άλλα συνεργεία που έστηναν τις κολώνες και κατόπιν άλλα που περνούσαν τα ηλεκτροφόρα σύρματα.
Η διαδικασία αυτή, την οποία και παρακολουθούσαμε βήμα προς βήμα, θα πρέπει να διήρκεσε σχεδόν ένα χρόνο, πριν ανάψουν για πρώτη φορά τα φώτα που τοποθέτησαν στις κολώνες.
ΣΤΗ συνέχεια άρχισαν να φτάνουν οι ηλεκτρολόγοι από την Τρίπολη και να τοποθετούν τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις στα σπίτια και θα πρέπει να πέρασαν άλλα δύο χρόνια μέχρι να ηλεκτροδοτηθούν όλα τα σπίτια.
ΤΟ χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, από τη στιγμή που άναψαν τα φώτα στις κολώνες μέχρι να τελειώσει ο ηλεκτρολόγος την εγκατάσταση στο σπίτι μας και να έχουμε ρεύμα, πήγαινα με τα ξαδέλφια μου και άλλα παιδιά της γειτονιάς κάτω από τη κολώνα που ήταν δίπλα στην αυλή του σπιτιού μας και παίζαμε.
ΠΟΥ και που πηγαίναμε επίσης και έξω από το σπίτι ενός άλλου γείτονα, που όχι μόνο ήταν ο πρώτος που έβαλε ρεύμα, αλλά και ο πρώτος που αγόρασε στο χωριό ραδιόφωνο που λειτουργούσε με ρεύμα.
ΠΡΙΝ από αυτόν, ένα ραδιοφωνάκι που λειτουργούσε με μπαταρίες είχε και ο θείος μου ο Ζαχαρίας, ο οποίος ήταν και ο πρώτος στο χωριό που είχε και μοτοσυκλέτα.
ΑΛΛΟ, όμως, το ραδιοφωνάκι του θείου, που είχε πολλά παράσιτα και ακουγόταν μόνο σε μια απόσταση πέντε-δέκα μέτρων, και άλλο η ραδιοφωνάρα του γείτονα, ο οποίος είχε τοποθετήσει και ένα μεγάλο μεγάφωνο στο μπαλκόνι του και όταν άνοιγε τέρμα την ένταση το άκουγε το μισό χωριό.
ΕΤΣΙ, όταν θέλαμε να ακούσουμε τις Κυριακές κάποιο μεγάλο ποδοσφαιρικό παιχνίδι ή κανένα τραγουδάκι τα βράδια, πηγαίναμε και τη στήναμε έξω από την αυλή του και τον παρακαλούσαμε να ανοίξει δυνατά το μεγάφωνο.
ΟΤΑΝ τον πιάναμε στις καλές του, μας έκανε τη χάρη και άνοιγε το μεγάφωνο και όταν είχε τα νεύρα του έβγαινε απ’ έξω και μας κυνηγούσε…
ΣΤΟ μεταξύ, επειδή δεν μπορούσαμε να μαντέψουμε τι του έφτιαχνε και τι του χαλούσε τη διάθεση, πλησιάζαμε για καλό και για κακό εκ των προτέρων τη γυναίκα του και της ζητούσαμε να μεσολαβήσει για να ανοίξει το μεγάφωνο.
ΕΤΣΙ τα καταφέρναμε καλύτερα τις περισσότερες φορές, αλλά όχι τις Κυριακές, λόγω του ότι ο γείτονας είχε προτίμηση στα τραγούδια και όχι στο ποδόσφαιρο.
ΑΠΟ την εποχή εκείνη θυμάμαι, επίσης, ότι στο μόνο άτομο στο οποίο δεν άρεσε η ηλεκτροδότηση του σπιτιού, ήταν η προγιαγιά η Φωτεινή, η οποία και πέθανε λίγους μήνες αργότερα σε ηλικία 107 ετών.
Η γιαγιά κάθονταν πάντα πολύ κοντά στο τζάκι και ακριβώς δίπλα σ’ ένα λυχνάρι για να βλέπει, όπως έλεγε, να μπαλώνει κανένα ρούχο και να κεντάει.
ΑΥΤΗ ήταν η θέση της για 90 ολόκληρα χρόνια -από τότε που είχε έλθει νύφη- και μόλις ενάμιση μέτρο πιο δίπλα το κρεβάτι της. Εκεί παρέμεινε μέχρι που ξαφνικά και ενώ μπάλωνε κάτι κάλτσες πέθανε…
ΟΤΑΝ ήλθε το ρεύμα και η θεία η Ρεβέκκα δεν άναβε τα βράδια το λυχνάρι, η γιαγιά εξοργιζόταν και παραπονιόταν ότι ηλεκτρικό φως την «στράβωνε» και δεν έβλεπε πια να μπαλώσει.
ΕΤΣΙ, μέχρι που πέθανε της άναβαν και το λυχνάρι για να μπαλώνει και να… συγυρίζεται όπως έλεγε.
ΝΑ προσθέσω εδώ ότι η μεγαλύτερη απόσταση που είχε απομακρυνθεί η γιαγιά Φωτεινή από τα Αγιωργίτικα ήταν 15 χιλιόμετρα, όταν είχε πάει να προσκυνήσει σε ένα μοναστήρι, 50 χρόνια πριν γεννηθώ.
ΝΑ προσθέσω εδώ, ότι μέχρι και το 1969 ακόμα, που υπηρετούσα στον ελληνικό στρατό τα ορεινά χωρά γύρω από την Κόνιτσα, καθώς και τα φυλάκια στα οποία προϋπηρέτησα υπηρέτησα δεν είχαν ακόμα ηλεκτρικό ρεύμα.
ΜΙΛΑΜΕ, δηλαδή, για άλλα χρόνια και άλλες εποχές, αν λάβουμε υπόψη μας ότι από την ημέρα που έφτασε το ρεύμα στο χωριό μου, χρειάστηκαν άλλα δέκα χρόνια μέχρι να εμφανιστεί η πρώτη συσκευή τηλεόρασης στην Αθήνα και άλλα 45 μέχρι να μας επισκεφτεί το facebook…