Περαστικός (ατυχώς) από ελληνικό προάστιο, άκουσα έντονες συζητήσεις και υπέθεσα ότι θα συζητούσαν για το «καυτό» θέμα του γάμου των ομοφύλων. Δεν έπεσα έξω. Όχι μόνο δεν έπεσα έξω, αλλά βρέθηκα μέσα στον κύκλο των… μαχόμενων, των διαφωνούντων -αν θέλετε- και παρ’ ολίγο να πάρω και τη… σφυρίχτρα του διαιτητή.

«Έλα να μας πεις τη γνώμη σου κ. Κώστα. Συζητάμε από τις δέκα και έχει φτάσει μία και άκρη ακόμη δεν βρήκαμε. Λέει ο ένας για το “Ναι” τα δικά του, τα βρίσκουμε σωστά, αλλά δεν συμφωνούμε. Το σταματάμε στη μέση και ακούμε και τον άλλο που… σκοτώνεται για το “Όχι” και συμφωνούμε σε μία φάση και καταλήγουμε να μη συμφωνούμε σε όσα μέχρι πρότινος συμφωνούσαμε. Ποια είναι η γνώμη σας επί του θέματος;»

Εγώ χωρίς να το σκεφτώ και με το θάρρος που με διακρίνει, έχοντας πλήρως μελετήσει το όλο θέμα, απάντησα ευθαρσώς, προτείνοντας να πάμε να «τσιμπήσουμε» κάτι μια και είναι περασμένες μία και, σίγουρα, η πλειονότητα πεινούσε. Συμφώνησε η πλειονότητα και μόνο ένας αποχώρησε, υποσχόμενος ότι θα επανέλθει σε τρία τέταρτα της ώρας.

Ο αρμόδιος επί της ενημέρωσης των αγνοούντων μας πληροφόρησε ότι δεν ήλθε για φαγητό γιατί την επομένη θα έκανε μια ενδοσκόπηση και δεν επιτρεπόταν να φάει. Καθίσαμε, διαλέξαμε τι να φάμε συστήνοντας τις προτιμήσεις μας στους άλλους και συμφωνήσαμε στο τι θα πιούμε. Η πρόταση να συνεχίσουμε τη συζήτηση σε απαλούς τόνους, απορρίφτηκε γιατί είναι δύσκολο να γραδάρεις τους τόνους σε σοβαρές συζητήσεις, σοβαρών ατόμων.

Αγνοώντας την απόρριψη της συνέχισης της συζήτησης, ο πλουσιότερος της παρέας, δικαιωματικά, άρχισε να μονολογεί και πότε μπουκωμένος με την τηγανιτή πατάτα, πότε με το μπριζολάκι, ξεκίνησε τη μουρμούρα δίνοντας στο πρόσωπό του θλιμμένη έκφραση: «Εγώ γεννήθηκα σ’ ένα χωριό από ένα ζευγάρι χριστιανών, πήγα σχολείο και είχα μόνο ένα βιβλίο και μία πλάκα και θυμάμαι ότι η μάνα μου, όταν έκανα αταξίες, μου έλεγε ότι το βράδυ που θα έλθει ο πατέρας σου από το κτήμα θα του πω να βγάλει τη λουρίδα και να σε μαυρίσει. Θυμάμαι ότι είχα μόνο ένα παντελόνι και ένα ζευγάρι παπούτσια που μου τα έραβε η μάνα μου με τη σακοράφα…»

Δεν πρόλαβε να συνεχίσει την κλαψούρα και ο… ελαφρά λιγότερο πλούσιος, δικαιωματικά, τον διέκοψε και με την τυροκαφτερή στο στόμα ξεκίνησε την… επίθεση: «Ξέχασες την πρόοδο κουμπάρε. Ξέχασες την εξέλιξη. Ξέχασες ότι τότε είχες την πλάκα και το κονδύλι αλλά μετά ήσουνα από τους πρώτους που έβαλες γραφομηχανές, άλλα ηλεκτρονικά κόλπα, ραδιόφωνα, φαξ, και σήμερα μου έχεις τηλεόραση έναν ολόκληρο τοίχο, κομπιούτερ που ψήνει και καφέ, ίσο με μισό τοίχο, τηλέφωνο που μιλάς από τη θάλασσα του χωριού σου στη Χαλκιδική στο γιο σου στη Μελβούρνη και το γαϊδουράκι του μπαμπά το αντικατέστησες με Μερσεντές των 450 και βάλε. Παντελόνια έχεις σήμερα πενήντα και μπορείς να έχεις άλλα εκατόν τριανταεπτά για να έχεις ν’ αλλάζεις και να μην εμφανίζεσαι σαν λοχίας με το χακί. Μέχρι τώρα εκμεταλλευόμαστε και συμπορευόμαστε και χειροκροτούσαμε την εξέλιξη. Τις αλλαγές τις βρίσκαμε αναγκαίες, τις δικαιολογούσαμε. Είμαστε υπέρ του νεοφερμένου μετανάστη γιατί θα ήταν ο αυριανός πελάτης μας. Εδώ, στο γάμο των ομοφύλων, μας έπιασε το παραδοσιακό μας, το χριστιανικό μας, το πατροπαράδοτό μας. Δεν μας τα λες καλά κουμπάρε…»

Ο κουμπάρος, δικαιωματικά, αφού μας ενημέρωσε ότι θα πιούμε καφέ αλλού για να συνεχίσουμε «πολιτισμένα» τη συζήτηση, σκούπισε τη σάλτσα από το σαγόνι και επιτέθηκε στον κουμπάρο και δεύτερο της νομισματικής κλίμακας και με ύφος επτά Καρδιναλίων, ανέφερε: «Θυμάσαι ρε που πήγαμε, για το χατίρι σου, στο Σίδνεϊ, να δούμε την παρέλαση του Μάρτι Γκρα και πήραμε και τις γυναίκες μας, ρε άχρηστε, και κορόιδευες εκείνο τον συνομήλικό σου που κουνιότανε με τον… βόλο έξω και την άλλη την ξεβράκωτη γιαγιά που είχε έλθει να υποστηρίξει το κούνημα της κόρης της…»

Τον διέκοψα ευγενικά και προσπάθησα να διορθώσω, ρωτώντας: Μήπως εννοείτε το κίνημα της κόρης της και των άλλων όσων συμμετείχαν στην παρέλαση; «Όχι δεν ήταν κίνημα, δεν ήταν διαμαρτυρία, ξεβράκωμα ήταν, κούνημα ήταν. Δεν του άρεσε. Την είχε βαπτίσει επίδειξη δυνάμεως και δύναμη ψηφοφόρων. Σήμερα έγινε υπέρμαχος και θέλει να ψηφίσει “Ναι” για να τους αφήσει να παντρεύονται. Πρώην σοβαρός οικογενειάρχης, με αρχές και παραδόσεις, πιστός χριστιανός και μέγας ευεργέτης, σημερινός υποστηριχτής των ομοφύλων. Ποιος θα τους παντρέψει; Εμείς έχουμε λεβέντες παπάδες και λεβέντη αρχιεπίσκοπο. Ποιος θα τους παντρέψει; Άμοιρε, θα είσαι από τους λίγους στην παροικία μας που θα ψηφίσουν “Ναι”. Γράψε “Ναι” με κεφαλαίο το Νου για να το βγάλουν άκυρο».

Φίλες και φίλοι για να σας πω την καθαρή μου αλήθεια, από τη συζήτηση έτσι όπως εξελίχτηκε, δεν έβγαλα ουσιώδη συμπεράσματα. Έχουν προγραμματιστεί και άλλες συζητήσεις και πιστεύω ότι θα είμαι σε θέση να σας πω τις διαθέσεις της παροικίας μας επί του θέματος. Βασιστείτε πάνω μου.