Φίδια, αράχνες, μέδουσες – η Αυστραλία είναι γεμάτη από δηλητηριώδη όντα που παραμονεύουν με φονικά ένστικτα, τονίζοντας τον άγριο χαρακτήρα του τοπίου.
Ο Δρ. Νίμο γελάει, όταν το ακούει αυτό. “Όχι, η Αυστραλία δεν είναι επικίνδυνη” μας καθησυχάζει. Εκείνος ξέρει καλύτερα.
Γιατί ο Δρ. Βασίλειος Νιμορακιωτάκης είναι αυθεντία στην τοξικολογία. Εξηγώντας ότι η γνώση είναι το αντίδοτο του φόβου, λέει ότι γι’ αυτό ακριβώς αποφάσισε να ασχοληθεί με το αντικείμενο. Όλα ξεκίνησαν στην Karratha της Δυτικής Αυστραλίας, όπου εργαζόταν ως νέος γιατρός.
Ο καθηγητής Βασίλειος Νιμορακιωτάκης, ή για τους φίλους ‘Δρ. Νίμο’
“Μας έφεραν ένα παιδί που το δάγκωσε ένα θαλάσσιο φίδι και δυσκολευόμασταν να καταλάβουμε το δάγκωμα και να βρούμε το αντίδοτο” θυμάται, γεγονός που τον έκανε να καταλάβει ότι υπάρχουν σοβαρά κενά στην εκπαίδευση των γιατρών σε ό,τι έχει να κάνει με τα φίδια και τις αράχνες, παρά το γεγονός ότι, όπως λέει, “ζούμε σε ένα νησί όπου ζουν μερικά από τα πιο δηλητηριώδη ζώα του κόσμου”. Για τον ίδιο, αυτό ήταν κομβικό σημείο. “Τότε αποφάσισα ότι θέλω να μάθω περισσότερα ο ίδιος και στην πορεία ανακάλυψα το πάθος μου, το βρήκα τόσο ενδιαφέρον που ήθελα να μάθω τα πάντα για το αντικείμενο”. Έχοντας κατανικήσει την δική του αραχνοφοβία, ο ίδιος ο Δρ. Νίμο (όπως είναι γνωστός στους ασθενείς του) θεωρεί ότι οι άνθρωποι είναι εξίσου δηλητηριώδη όντα, αν όχι περισσότερο. “Έχουμε κι εμείς αδένες με δηλητήρια, απλώς δεν θεωρούμε τους εαυτούς μας δηλητηριώδεις”. Όσο για τα φίδια, είναι παρεξηγημένα όντα. “Τα φίδια δεν κυνηγούν τους ανθρώπους, απλώς πέφτουμε πάνω τους κατά τύχη”, λέει. “Επειδή δεν έχουν άκρα, χρησιμοποιούν το δηλητήριό τους για να παραλύσουν την λεία τους, να την διασπάσουν και να την χωνέψουν. Χρησιμοποιούν δηλαδή το δηλητήριο για να φάνε και να επιβιώσουν”.
Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΑΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ
Αυτή είναι μία σύνοψη όσων διδάσκει ο Βασίλης Νιμορακιωτάκης, ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης, αν και ο ίδιος σπανίως θα συστηθεί με την ιδιότητα του καθηγητή. “Δεν μου αρέσουν οι τίτλοι” λέει. “Έτσι έχω ανατραφεί. Μεγάλωσα σε μία πολυμελή οικογένεια, όπου μάθαμε όλοι να είμαστε ίσοι και να σεβόμαστε ο ένας τον άλλο. Οι γονείς μου με δίδαξαν να φέρομαι στον οδοκαθαριστή και τον διευθυντή του σχολείου με τον ίδιο τρόπο”. Για την ακρίβεια, θυμάται καθαρά να αποκαλεί τους δασκάλους του “θείο” και “θεία”, προς μεγάλη τους σύγχιση. “Είναι ο ελληνικός τρόπος” λέει γελώντας, “έτσι έμαθα να φωνάζω τους μεγάλους”. Αυτή η αποστροφή προς τις τυπικότητες τον συνοδεύει μέχρι σήμερα, που είναι γνωστός ως “Δρ. Νίμο” στους ασθενείς του. “Το πλήρες όνομά μου το κρατάω για τα επίσημα έγγραφα, αλλά ήθελα να βοηθήσω τον κόσμο να το προφέρει, οπότε το συντόμευσα άτυπα” λέει.
Η αλήθεια είναι ότι στην δουλειά του, ο χρόνος είναι πολύτιμος για να ξοδεύεται σε επιπλέον συλλαβές. Γιατί εκτός από την έδρα του καθηγητή και την ειδίκευση της Τοξικολογίας, ο Δρ. Βασίλειος Νιμορακιωτάκης έχει και άλλες ιδιότητες. Είναι υποδιευθυντής του Νοσοκομείου Epworth στο Richmond, μέλος του ειδικού προσωπικού στο νοσοκομείο Sunshine αλλά και ανώτερο στέλεχος των υπηρεσιών διάσωσης του Queensland. Η βασική του δουλειά είναι η αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών. Που σημαίνει ότι δεν βαριέται ποτέ. “Μέρος της εκπαίδευσής μου είναι η φροντίδα ανθρώπων που τραυματίζονται σε τροχαία δυστυχήματα” λέει, εξηγώντας ότι αυτό τον καθιστά κατά κάποιον τρόπο “εθισμένο στην αδρεναλίνη”. “Γι’ αυτό επέλεξα τα επείγοντα, για την ένταση, αλλά και για την ποικιλία. Καμία μέρα δεν είναι ίδια με την άλλη”. Ο ίδιος βρέθηκε στα επείγοντα έχοντας πρώτα περάσει από την αναισθησιολογία, την πλαστική χειρουργική, την εντατική θεραπεία. “Είμαι περήφανος για την αποτελεσματικότητα και την αποφασιστικότητά μου, αλλά και για το ότι πάντα φέρομαι στους ασθενείς και τον περίγυρό τους με σεβασμό” λέει. “Επίσης, κρατώ την ψυχραιμία μου σε στιγμές κρίσης, γι’ αυτό και είμαι ο πρώτος που θα προσπαθήσει να αποσοβήσει μία κρίση”.
ΠΡΟΣΦΕΡΟΝΤΑΣ ΤΕΧΝΟΓΝΩΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Όλα αυτά είναι προσωπικά χαρακτηριστικά του, που τα έχει αξιοποιήσει στην καριέρα του, είναι όμως και μέρος μίας τεχνογνωσίας που έχει αποκτήσει μέσα από την μεγάλη του εμπειρία στην ιατρική. Μια τεχνογνωσία την οποία τώρα καλείται να μοιραστεί με τους συναδέλφους του στην Ελλάδα. “Είμαστε πολλοί Ελληνοαυστραλοί που είμαστε ειδικοί στην επείγουσα ιατρική” λέει, αναφερόμενος σε μία πρωτοβουλία που έχει ξεκινήσει για την ανταλλαγή γνώσεων με τους Έλληνες γιατρούς. “Μοιραζόμαστε όλοι αυτό το πάθος για την γνώση και θέλουμε να το μεταδώσουμε πίσω στην Ελλάδα, όπου δεν υπάρχει ειδικό τμήμα επείγουσας ιατρικής στα πανεπιστήμια. Γι’ αυτό μας κάλεσε η Ελληνική Εταιρία Επείγουσας Ιατρικής για να τους βοηθήσουμε να στήσουν ένα πρόγραμμα κατάρτισης”. Σε τελική ανάλυση, όλα καταλήγουν πάλι στην ιστορία ενός μικρού παιδιού που απευθυνόταν στους μεγαλύτερους με το προσωνύμιο “θείος” και “θεία”, δηλαδή στις ελληνικές αξίες.
“Η ανατροφή μου και οι αρχές που μου ενστάλαξαν οι γονείς μου είναι η μεγαλύτερη επιρροή που είχα στην επαγγελματική μου σταδιοδρομία” λέει. “Οι γονείς μου ήταν και οι δύο πολύ ευφυείς, αλλά δεν είχαν τις ίδιες ευκαιρίες μάθησης που είχα εγώ. Ορφάνεψαν σε πολύ μικρή ηλικία και οι δύο και χρειάστηκε να ωριμάσουν πριν την ώρα τους. Έτσι, όταν έκαναν παιδιά -είμαστε τέσσερα αγόρια κι ένα κορίτσι στην οικογένειά μου- ένα πράγμα ήταν αδιαπραγμάτευτο: ότι η εκπαίδευση ήταν προτεραιότητα. Και επίσης μου έμαθαν να μην εγκαταλείπω ποτέ. Όταν ήμουν στην 10η τάξη, είχαμε στο σχολείο έναν σύμβουλο επαγγελματικού προσανατολισμού που είπε ότι κανείς στο σχολείο μου δεν είχε μπει ποτέ στην ιατρική σχολή. Οπότε το έβαλα πείσμα και το έκανα. Γιατί είμαι ‘στουρνάρι’, αν βάλω κάτι στο μυαλό μου, δεν με σταματά τίποτα” (γελάει). Οι ασθενείς του και η ευρύτερη κοινωνία θα πρέπει να νιώθουν ευγνωμοσύνη γι’ αυτό.