ΓΙΑ όλους εμάς τους παλαίμαχους των παροικιακών Μέσων Ενημέρωσης, που γνωρίσαμε τον Σπύρο Μεταλλινό από κοντά, ο θάνατός του την περασμένη Κυριακή έμοιαζε σαν κεραυνός εν αιθρία.
ΟΤΑΝ ο συνάδελφος Σωτήρης Χατζημανώλης μου είπε πριν έναν μήνα περίπου, ότι ο Σπύρος είναι στο νοσοκομείο και η κατάσταση της υγείας του ήταν σοβαρή, δεν μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι το «μοιραίο» δεν θα αργήσει…
ΠΟΙΟΣ να πιστέψει στην εποχή μας, που η ιατρική κάνει «θαύματα», ότι θα «έφευγε» από κοντά μας ένας καλός φίλος και πρώην συνάδελφος, σε ηλικία μόλις 62 ετών, πριν ακόμα προλάβει να δρασκελήσει το κατώφλι της τρίτης ηλικίας.
Ο Σπύρος Μεταλλινός, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955 και στην Αυστραλία μετανάστευσε με τους γονείς του –που κατάγονταν από την Κέρκυρα– στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
ΤΗΝ ίδια εποχή, δηλαδή, που είχα έλθει και εγώ και αρκετοί άλλοι, που λίγα χρόνια αργότερα στελεχώσαμε τα παροικιακά Μέσα Ενημέρωσης που βρίσκονταν ακόμα σε ανοδική πορεία.
ΤΟΝ Σπύρο και τον Σωτήρη Χατζημανώλη τους γνώρισα στα γραφεία της «Νέας Ελλάδας» το 1976, όταν πήγαινα εκεί για να δω τον Δημήτρη Παπαγεωργίου, ο οποίος είχε αγοράσει την εφημερίδα από τον Κώστα Αλεξιάδη.
ΤΟΝ Δημήτρη από την Χαϊδεμένη των Τρικάλων, τον είχα γνωρίσει σε ένα σπίτι κοινών μας φίλων πριν λίγα χρόνια και, αργότερα, στον «Νέο Κόσμο», πριν αγοράσει την «Νέα Ελλάδα» από τον Αλεξιάδη.
ΣΤΑ χέρια του Αλεξιάδη η εφημερίδα φυτοζωούσε και η κυκλοφορία της παρέμενε στα ίδια επίπεδα που ήταν και ο «Πυρσός», πριν την αγοράσει και την μετονομάσει σε «Νέα Ελλάδα», με την προσδοκία να ανακάμψει κυκλοφοριακά.
ΑΥΤΟ έγινε όταν την αγόρασε ο Δημήτρης, κυρίως χάρη στον ζήλο για τη δημοσιογραφία και την παροικιακή ειδησεογραφία του Χατζημανώλη και του Σπύρου Μεταλλινού.
Ο Σπύρος ήταν ένας από τους πρωτοπόρους την εποχή εκείνη που έκανε «ζωντανά» ρεπορτάζ σε παροικιακά θέματα, ενώ ο Σωτήρης ο πρώτος που άρχισε να κάνει στοχευμένα αφιερώματα σε διάφορα προάστια (Brunswick, Prahran, Fitzroy, Oakleigh) που τότε έμενε ένας πολύ μεγάλος αριθμός Ελλήνων.
ΛΙΓΟ τα ρεπορτάζ του Σπύρου και κατά πολύ περισσότερο τα αφιερώματα του Σωτήρη, δεν συνέβαλαν μόνο στην αλματώδη άνοδο της κυκλοφορίας της εφημερίδας, αλλά και στην αύξηση των εσόδων της που ήταν απαραίτητα για την επιβίωσή της.
Η συνεχιζόμενη ανοδική κυκλοφοριακή πορεία της «Νέας Ελλάδας», δεν αύξανε μόνο τα έσοδά της, αλλά και την επιρροή της μεταξύ των συμπαροίκων και ορισμένων παροικιακών οργανώσεων.
ΚΑΙ όσο η κυκλοφορία της «Νέας Ελλάδας» αυξανόταν τόσο περισσότερο αρχίσαμε να ανησυχούμε εμείς στον «Νέο Κόσμο», ο οποίος την εποχή εκείνη μεσουρανούσε κυκλοφοριακά και μονοπωλούσε την παροικιακή αγορά.
ΞΑΦΝΙΚΑ, η «Ν.Ε» άρχισε να απειλεί την παντοδύναμη αυτοκρατορία του «Ν.Κ», ο οποίος είχε εδραιωθεί για καλά από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, μιας και ο «Πανελλήνιος Κήρυκας» και η «Νέα Πατρίδα» του Θόδωρου Σκάλκου, ήταν «ξενόφερτες», λόγω του ότι είχαν έδρα το Σίδνεϊ και πολύ δεξιές για τα παροικιακά δημοκρατικά στάνταρντ της τότε, μεταχουντικής εποχής.
Ο συναγερμός στον «Ν.Κ» χτύπησε από τις αρχές του 1976 όταν ο συνδυασμός των… «Δημοκρατικών Δυνάμεων» που αντιπολιτεύονταν στις εκλογές της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης την παράταξη του Χρήστου Μουρίκη, εγκατέλειψε τον «Ν.Κ» και μετακόμισε «συν γυναιξί και τέκνοις» στην «Νέα Ελλάδα».
ΚΑΤΙ τέτοιο μέχρι τότε θεωρείτο εντελώς αδιανόητο. Και, όμως, οι… «δημοκρατικές δυνάμεις», που για μια εικοσαετία χρησιμοποιούσαν και αρθρογραφούσαν αποκλειστικά στο «Νέο Κόσμο», για να λύσουν τις ιδεολογικές –και προσωπικές τους πολλές φορές– διαφορές, εγκατέλειψαν εν μία νυκτί το παλιό τους λημέρι και έκαναν «φωλιά» στην «Ν.Ε».
ΘΟΡΥΒΗΜΕΝΗ από τις εξελίξεις, η ιστορική τρόικα της εφημερίδας (δηλαδή, Γκόγκος, Πεζάρος και Μουρίκης»), μου ανάθεσε τρεις αποστολές: πρώτον, να αρχίσω να κάνω αφιερώματα για να αντιμετωπιστεί το «ρήγμα» Χατζημανώλη, δεύτερον, να θέσω υποψηφιότητα για το Διοικητικό Συμβούλιο της Κοινότητας για να «επιβλέπω», κυρίως, τον Μουρίκη που ήταν το «κόκκινο πανί» για όλους και, τρίτον, να δημιουργήσω «γέφυρες» με το –ιδεολογικά συγγενικό– «αντίπαλο» στρατόπεδο.
ΤΟ πρώτο ήταν σχετικά εύκολο, μιας και ο «Ν.Κ» είχε τουλάχιστον τετραπλάσια κυκλοφορία και πελάτες πολλούς επιχειρηματίες που διαφήμιζαν μαζί του, ενώ στις άλλες δύο «αποστολές» δεν τα πήγα και τόσο καλά.
ΠΑΡΑ την επιρροή που είχα στον Μουρίκη, ο τελευταίος παρέμενε ανυποχώρητος και τορπίλιζε κάθε προσπάθεια να βρεθεί μια λύση με τις υπόλοιπες… «δημοκρατικές δυνάμεις», οι οποίες απαρτίζονταν, κυρίως, από τον «Δημόκριτο», τις εδώ οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ και των ανθρώπων που δραστηριοποιούνταν στις τάξεις του Εργατικού Κόμματος.
ΟΛΟΙ οι πιο πάνω άρχισαν να δημοσιεύουν στην «Ν.Ε» τις απόψεις τους και να χρησιμοποιούν παράλληλα και τον «Ν.Κ» για τις ανακοινώσεις τους, ενώ ο Θόδωρος Σιδηρόπουλος, που την εποχή εκείνη εκλέχθηκε και πολιτειακός βουλευτής του Εργατικού Κόμματος, στήριζε και αρθρογραφούσε αποκλειστικά στην εφημερίδα του Δημήτρη Παπαγεωργίου.
ΣΤΙΣ εκλογές της Κοινότητας που ακολούθησαν οι «δημοκρατικές δυνάμεις» έχασαν «τ’ αυγά και τα καλάθια», παρά το γεγονός ότι είχαν κερδίσει και την δικαστική προσφυγή για τον τρόπο της εκλογής της Εφορευτικής Επιτροπής, την οποία και είχε μεθοδεύσει ο Μουρίκης.
ΟΙ μόνοι που εκλέχθηκαν από τη… δημοκρατική παράταξη, ήταν ο Σάββας Παπασάββας, ο Δημήτρης Κτενάς και ο Λεωνίδας Αργυρόπουλος και αυτοί γιατί τους είχε συμπεριλάβει στο ψηφοδέλτιό της και η παράταξη Μουρίκη, χάρη τις δικής μου επιμονής και πρότασης στην ελληνική κομματική οργάνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας (ΚΚΑ).
ΑΥΤΗ την πρωτοβουλία μου και διαφοροποίησή μου, δεν μου τη συγχώρησε ποτέ ο Μουρίκης και, όπως αποδείχθηκε, είχε… «δίκιο» μιας και αυτή η τριανδρία στις επόμενες εκλογές πρωτοστάτησε στην ανατροπή του.
ΑΠΟ το 1978 όμως και έπειτα η «Νέα Ελλάδα» άρχισε να παραπαίει και πάλι οικονομικά, μέχρι που το 1979 ο Δημήτρης έψαχνε για αγοραστές. Μεταξύ των ενδιαφερόμενων ήταν και ο «Ν.Κ», που ήθελε να διατηρήσει το μονοπώλιο που είχε και να κλείσει την πόρτα σε οποιονδήποτε άλλο.
ΕΓΩ τάχθηκα πεισματικά κατά της αγοράς, γιατί πάντα πίστευα ότι ο «Ν.Κ» ήταν πολύ δυνατός και είχε τόσο μεγάλη επιρροή στην παροικία και κανένα έντυπο δεν μπορούσε να τον παραγκωνίσει, μιας και δεν υπήρχαν άνθρωποι που θα μπορούσαν τότε να στελεχώσουν μια άλλη εφημερίδα στην παροικία.
ΗΜΟΥΝ της γνώμης και παρέμεινα ακλόνητα μέχρι το 1985, που πρωτοστάτησα στην έκδοση του περιοδικού «Παροικία», ότι αν κινδύνευε από «κάτι» ο Ν.Κ», ήταν από τις διαφορές που είχε μεταξύ της η τρόικα της εφημερίδας ο τίτλος της οποίας είχε παραχωρηθεί για λόγους εσωκομματικής «ασφάλειας» στο ΚΚΑ.
ΟΙ πρώτες συζητήσεις για την αγορά έδειχναν ότι θα επικρατούσε η άποψή μου, μέχρι που διέρρευσε η «πληροφορία» ότι θα αγόραζε την «Ν.Ε,» ο Θόδωρος Σιδηρόπουλος, που είχε «πίσω του και το… Εργατικό Κόμμα.
Η τριανδρία τρομοκρατήθηκε από αυτή την εκδοχή, παρά το γεγονός ότι εγώ πρότεινα ως λύση να προσλάβουμε τον Σωτήρη Χατζημανώλη και τον Σπύρο Μεταλλινό και να αφήσουμε τον Θόδωρο, που ήταν ανίδεος από εφημερίδες, να αγοράσει τα «γραφεία» και τον Παπαγεωργίου…
ΟΙ άλλοι τρεις, όμως, τάχθηκαν υπέρ της αγοράς και της πρόσληψης του Παπαγεωργίου, που τον γνώριζαν από τότε που εργάζονταν μαζί τους, ενώ εγώ συνέχισα να επιμένω, ότι αν αξίζει κάτι από αυτή την εφημερίδα, είναι ο Σωτήρης και ο Σπύρος.
ΤΕΛΙΚΑ, έπεισα τον Πεζάρο και, στη συνέχεια, τον Γκόγκο και προσλήφθηκαν στην εφημερίδα μαζί με το Δημήτρη και την σύζυγό του. Ο Παπαγεωργίου και η σύζυγός του μετά από κάποιο διάστημα έφυγαν, ενώ ο Σπύρος παρέμενε για μια πενταετία.
ΑΝΤΙΘΕΤΑ, ο Χατζημανώλης, η καλύτερή μας «μεταγραφή», όχι μόνο συνέβαλε στη βελτίωση της εφημερίδας, όσο κανένας άλλος απ’ όσους έχουν περάσει μέχρι σήμερα, αλλά είναι ακόμα εδώ και από το 1992 ο αρχισυντάκτης της.
Ο Σπύρος πρόσφερε και ευδοκίμησε, όχι μόνο στον «Ν.Κ», αλλά όλα τα έντυπα που κατά καιρούς διεύθυνε και τις δικές του δουλειές που έκανε, γιατί γνώριζε άριστα τη δουλειά και η αισθητική παρουσίαση των εντύπων, την έκδοση των οποίων αναλάμβανε, μιλούσε από μόνη της για τις ικανότητες και τις καλλιτεχνικές του ευαισθησίες.
ΔΕΝ θα ξεχάσω τις νύχτες που ξόδευε (χωρίς να πληρώνεται») για να είναι και αισθητικά ωραίο το περιοδικό “Παροικία”
ΟΠΟΥ και αν πας, ρε φίλε, καλό σου ταξίδι…