Το Παρατηρητήριο του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Γυναικών, αναφέρει ότι σε περιόδους οικονομικής κρίσης οι γυναίκες κινδυνεύουν πολύ περισσότερο να πέσουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Είναι, εξάλλου, αυτές που έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να μείνουν άνεργες, γεγονός που σημαίνει πολλές φορές και την οικονομική τους εξάρτηση από κάποιον άνδρα.
Και είναι αυτό ακριβώς που συμβαίνει και στην Ελλάδα της κρίσης τα τελευταία χρόνια, κάτι που επιβεβαιώνεται και από παλαιότερη έρευνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η έρευνα διεξήχθη το 2014 και αυτό που προέκυψε από αυτή είναι ότι το ποσοστό των Ελλήνων που είχε δηλώσει τότε ότι γνωρίζει στον περίγυρο ή στη γειτονιά κάποια γυναίκα που έχει πέσει θύμα ενδοοικογενειακής βίας έφτανε το 34%, ενώ δύο χρόνια πριν κυμαινόταν στο 12%.
Μέλη αυτής της ελληνικής κοινωνίας όπου η ενδοοικογενειακή βία πίσω από κλειστές πόρτες είναι σύνηθες φαινόμενο, ήταν και οι νέες Ελληνίδες μετανάστριες που, λόγω της οικονομικής κρίσης, επέλεξαν να φύγουν από την Ελλάδα και να εγκατασταθούν στη Μελβούρνη.
Όσο ζούσαν στην Ελλάδα βρίσκονταν μεταξύ των δικών τους ανθρώπων, είχαν κάποιο δικό τους να εκμυστηρευτούν τον «πόνο» τους, τώρα όμως βρίσκονταν και βρίσκονται σε μία ξένη χώρα όπου αυτό το δίκτυο στήριξης που είχαν δεν υπάρχει. Την ίδια στιγμή αντιμετωπίζουν και πολλές άλλες προκλήσεις.
«Όπως κάθε άλλη μετανάστρια, εκτός από το γεγονός ότι προσπαθούν να εγκλιματιστούν σε αυτήν την νέα κοινωνική πραγματικότητα, να βρουν δουλειά και να βοηθήσουν στην όσο το δυνατόν ομαλότερη προσαρμογή των παιδιών τους στη νέα χώρα, έρχονται αντιμέτωπες και με ένα νέο νομικό σύστημα που δεν το γνωρίζουν, όπως δεν γνωρίζουν και το σύστημα παροχής κοινωνικών υπηρεσιών» αναφέρει η κ. Κωνσταντίνα Κουρουτσίδου.
Η κ. Κουρουτσίδου είναι η κοινωνική λειτουργός της Πρόνοιας υπεύθυνη του προγράμματος «Κοινωνικές Υπηρεσίες Υποστήριξης για Νεοφερμένους Έλληνες» και έρχεται σε άμεση επαφή με πολλές νέες Ελληνίδες μετανάστριες που δυστυχώς την πλησιάζουν για να της εκμυστηρευτούν τη βάναυση οικογενειακή τους ζωή.
«Ναι, έρχονται και μας λένε ότι τις δέρνουν οι άντρες τους, ότι τους παίρνουν τα χρήματα, τις βρίζουν, χτυπούν τα παιδιά και τις απειλούν» λέει η Κωνσταντίνα.
«Οι νέες μετανάστριες είναι ακόμα πιο ευάλωτες και όχι μόνο γιατί δεν γνωρίζουν τις υπηρεσίες, αλλά και λόγω του μεταναστευτικού τους στάτους» προσθέτει και εξηγεί ότι πολλές από αυτές είτε έχουν φοιτητική βίζα, είτε βίζα μόνιμης διαμονής που τους χορηγήθηκε μέσω του συντρόφου ή συζύγου τους και υπομένουν τους ξυλοδαρμούς και την κάθε άλλης μορφής κακοποίηση επειδή φοβούνται ότι αν τους χωρίσουν ή τολμήσουν να τους καταγγείλουν θα χάσουν το δικαίωμα διαμονής στη χώρα, θα εκδιωχθούν και θα χάσουν και τα παιδιά τους.
«Δυστυχώς, δεν είναι μόνο η άγνοια αλλά και η βίζα που γίνεται ‘όπλο’ εκβιασμού στα χέρια των βίαιων συντρόφων» προσθέτει.
Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ
«Είναι δύσκολο για μία γυναίκα που έχει ζήσει σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, δηλαδή μία χώρα που δεν διαθέτει τον αριθμό των υπηρεσιών για την περίθαλψη των θυμάτων οικογενειακής βίας να καταλάβει το εύρος των υπηρεσιών που παρέχει η αυστραλιανή Πολιτεία» λέει η Κωνσταντίνα.
Την ρωτάω τι γίνεται από την στιγμή που μία γυναίκα θα χτυπήσει την πόρτα της Πρόνοιας και τους πει ότι είναι θύμα οικογενειακής βίας.
«Αυτό που θα κάνουμε είναι ανάλογο με αυτό που θέλει να κάνουμε το άτομο που μας ζητά βοήθεια. Αν μας ζητήσει να λάβουμε δραστικά μέτρα, μπορούμε έχουμε την εμπειρία, την γνώση και τα δίκτυα για να προχωρήσουμε το θέμα. Σε πρώτη φάση θα τους παρουσιάσουμε τις πληροφορίες που έχουμε και τις υπηρεσίες που έχουν στην διάθεσή τους.
Θα τους εξηγήσουμε ότι θα πρέπει ευθύς εξαρχής να ετοιμάσουν το σχέδιο διαφυγής τους και θα τις βοηθήσουμε για να το κάνουν αν χρειαστεί. Αυτό το σχέδιο πρέπει να το έχει κάθε γυναίκα θύμα οικογενειακής βίας. Πρέπει να έχει τη βαλίτσα της έτοιμη, γιατί ποτέ δεν ξέρει πότε τα πράγματα θα χειροτερέψουν. Της δίνουμε και κάποια φυλλάδια με αυτές τις πληροφορίες και, βέβαια, η γυναίκα θεωρεί ότι είναι ασφαλές να τα πάρει μαζί της, τα παίρνει. Το λέω αυτό γιατί πολλές λένε ότι φοβούνται να πάρουν αυτές τις πληροφορίες μαζί τους γιατί μπορεί να τις βρουν οι δράστες.
Αν μας επιτρέψουν, θα μιλήσουμε με άλλες υπηρεσίες και θα τις παραπέμψουμε εκεί και θα δουλέψουμε μαζί για να τις βοηθήσουμε. Αν χρειάζονται νομική βοήθεια ή κάποια άλλη στήριξη μπορούμε να τις βοηθήσουμε» συμπληρώνει.
Όσον αφορά το πόσες νέες Ελληνίδες μετανάστριες έχουν απευθυνθεί στην Πρόνοια για να ζητήσουν βοήθεια, η Κωνσταντίνα λέει ότι ο αριθμός μπορεί να είναι μικρός, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η βία στο σπίτι νεοφερμένων μεταναστών είναι περιθωριακό φαινόμενο.
«Το ότι λείπει η συνέχεια προγραμμάτων ενημέρωσης από την ‘Πρόνοια’ είναι ένας από τους λόγους που “κρύβουν” την πραγματική του έκταση του φαινομένου. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ναι προσπαθούμε να φροντίσουμε το θύμα όταν αυτό έρθει σε εμάς, εκείνο όμως που θα θέλαμε να κάνουμε είναι να βοηθήσουμε αυτές τις γυναίκες να καταλάβουν τα δικαιώματά τους αλλά και να βοηθηθούν όχι μόνο αυτές αλλά και οι σύντροφοί τους ώστε να σπάσουν αυτόν τον κύκλο βίας.
Και γι’ αυτό χρειαζόμαστε την στήριξη της πολιτείας που δεν υπάρχει στο βαθμό που θα θέλαμε. Έχουμε διαπιστώσει από προγράμματα πληροφόρησης για το θέμα της οικογενειακής βίας που είχαμε κάνει στο παρελθόν, ότι δεν βοηθούν μόνο στο να ενημερωθούν τα θύματα αλλά την ίδια στιγμή λειτουργούν και ως έναυσμα στο να αποκαλύψουν την εμπειρία τους και να ζητήσουν βοήθεια.
Θέλουμε να υπάρχει αυτή η συνεχής πληροφόρηση, να γνωρίζουν ότι ακόμα και αν επιλέξουν να μείνουν στο σπίτι τους, μπορούν να πάρουν κάποια μέτρα για να εγγυηθούν την ασφάλειά τους και την ασφάλεια των παιδιών τους. Όπως θα πρέπει να ξέρουν και το τι θα γίνει αν κάποια στιγμή αποφασίσουν να φύγουν» τονίζει η Κωνσταντίνα.
«ΣΧΕΣΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΙΚΙΑ»
Η διευθύντρια της Πρόνοιας, κ. Τίνα Ντούβου, επεμβαίνει για να τονίσει ότι οι νέες Ελληνίδες μετανάστριες που είναι θύματα οικογενειακής βίας θα πρέπει να νοιώθουν απόλυτη εμπιστοσύνη με την Πρόνοια και το προσωπικό της.
Και αυτό είναι απαραίτητο να τονιστεί μίας και η δυσπιστία της ελληνικής κοινής γνώμης όχι μόνο προς τις Αρχές, αλλά και τις υπηρεσίες της ελληνικής Πολιτείας κυμαίνεται σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Πρόσφατα οκτώ στους δέκα Έλληνες στην Ελλάδα δήλωσαν ότι δεν εμπιστεύονται ούτε τις αρχές ούτε τις δημόσιες υπηρεσίες.
«Η Πρόνοια άρχισε να εξυπηρετεί την παροικία πριν από 45 χρόνια. Μεταξύ μας υπάρχει μία σχέση εμπιστοσύνης και αυτό είναι κάτι που οι παλαιότεροι μετανάστες το γνωρίζουν και θέλουμε να το ξέρουν και οι νεοφερμένοι.
Ξέρουμε ότι είναι δύσκολο για μία νέα μετανάστρια να ξεπεράσει τον φόβο που κυριεύει όλα τα θύματα οικογενειακής βίας αλλά και τον φόβο που δημιουργεί η άγνοια. Διαβεβαιώνουμε όλες τις γυναίκες ότι οι τελικές αποφάσεις θα παρθούν μόνο από την ίδιες και επαναλαμβάνω ότι υπάρχει απόλυτη εχεμύθεια. Θέλουμε να το γνωρίζουν αυτό.
Προσπαθούμε να εξασφαλίσουμε την στήριξη της πολιτείας ώστε αυτά τα προγράμματα να γίνονται συχνότερα επειδή γνωρίζουμε αυτήν την παροικία και αυτό που έχουμε αντιληφθεί είναι ότι το πρόβλημα της ενδοοικογενειακής βίας, υπάρχει και είναι δυστυχώς σοβαρό» καταλήγει η κ. Ντούβου.
Τελειώνοντας θεωρώ σημαντικό να αποκαλύψω ότι το κύριο έναυσμα για αυτό το ρεπορτάζ δόθηκε από μία νεα ελληνίδα μετανάστρια που μου εκμυστηρεύτηκε πριν από λίγο καιρό ότι ο άνδρας της, την δέρνει και της παίρνει τον μισθό της. Φοβάται να μιλήσει γιατί όπως είπε χαρακτηριστικά «ο άντρας μου θα με πετάξει στο δρόμο».
*Αν χρειάζεστε συμβουλευτικές ή άλλες υπηρεσίες παρόμοιες με αυτές που αναφέρονται στο άρθρο μπορείτε να επικοινωνήσετε με την Πρόνοια στο τηλεφωνώντας στο 9388 9998.