Ο A. Σκευοφύλαξ, ο έφεδρος στρατιώτης του τεθωρακισμένου άρματος που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο, σπάει την τριαντάχρονη σιωπή του και αποκαλύπτει όσα συνέβησαν τη μαύρη νύχτα που σημάδεψε τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και στιγμάτισε για πάντα τη ζωή του. Με μια αυτοκριτική διάθεση που σπανίζει, ο κ. Σκευοφύλαξ δεν θα διστάσει να πει: «Ντρέπομαι γι’ αυτό που ήμουν, γι’ αυτό που έκανα».
Στη σπάνια μαρτυρία του ο κ. Σκευοφύλαξ μνημονεύει τις δραματικές στιγμές που εκτυλίχθηκαν στους δρόμους της Αθήνας, τις ειρηνικές εκκλήσεις των φοιτητών που ηχούσαν στα αφτιά του σαν «κραυγές εχθρών της πατρίδας». Τις διαταγές των αδίστακτων στρατιωτικών που πίστεψε ότι ήταν «πατριώτες».
«Την ημέρα εκείνη ήμουν υπηρεσία. Στον στρατό είχα δέκα μήνες. Ήμουν εκπαιδευτής στο Κέντρο Τεθωρακισμένων, στο Γουδί. Οι κομμουνιστές καίνε την Αθήνα μας έλεγαν και εμείς τους πιστεύαμε».
Στα 20 χρόνια του ο A. Σκευοφύλαξ βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα, στην επίλεκτη ομάδα του Σώματος των Τεθωρακισμένων που κατέπνιξε την εξέγερση των φοιτητών. «Στη 1.15 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου φτάσαμε στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Λίγο αργότερα διασχίζαμε την Αλεξάνδρας, όταν στο ύψος του IKA, στη στάση Σόνια, σταματήσαμε γιατί ο δρόμος ήταν κλειστός. Υπήρχαν οδοφράγματα, φωτιές και ακινητοποιημένα λεωφορεία. Με διάφορες μανούβρες άνοιξα τον δρόμο και προχωρήσαμε. Όταν φτάσαμε στη διασταύρωση της λεωφ. Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, μας έδωσαν εντολή να σταματήσουμε. Εκεί, στην πλατεία Αιγύπτου, μείναμε περίπου μία ώρα. Ο κόσμος μας φώναζε «είμαστε αδέλφια, είμαστε αδέλφια». Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα»!
Την έξοδο των τανκς από το Γουδί θα πληροφορηθούν οι Αθηναίοι από τον εκφωνητή του Πολυτεχνείου, τον Δημήτρη Παπαχρήστο. Παρά τις παρεμβολές της ΚΥΠ, το ραδιόφωνο των εξεγερμένων φοιτητών θα μεταφέρει στους Αθηναίους τον ανατριχιαστικό συριγμό από τις ερπύστριες των τανκς. Ο εκφωνητής απευθύνει έκκληση στα «στρατευμένα νιάτα» να μη χτυπήσουν.
Με νεότερη εντολή των στρατιωτικών που κατευθύνουν την επιχείρηση «Εκκένωσις του Πολυτεχνείου» τα πέντε τανκς προωθούνται προς το Μουσείο. «Μας είπαν να πάμε κοντά στο Πολυτεχνείο, αλλά όχι μπροστά στην πόρτα. Αυτό κάναμε. Σταματήσαμε λίγα μέτρα πιο πέρα». Στη θέα των τανκς εκατοντάδες φοιτητές πλησιάζουν στην πύλη, ανεβαίνουν στα κάγκελα, φωνάζουν συνθήματα συναδέλφωσης. Με διάφορους απειλητικούς ελιγμούς και μαρσαρίσματα που ακούγονται σαν κανονιές, οι οδηγοί των τανκς προσπαθούν να κάμψουν το ηθικό των φοιτητών. Ο εκφωνητής του Πολυτεχνείου απευθύνει νέα έκκληση να αποφευχθεί η αιματοχυσία.
«Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα, έστριψα το άρμα προς το Πολυτεχνείο, με γυρισμένο το πυροβόλο προς τα πίσω. Θυμάμαι ότι σηκώθηκα από τη θέση μου και εγώ και το άλλο πλήρωμα. Δεκάδες φοιτητές κρέμονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Έδειχναν πανικόβλητοι».
Με ολοένα μεγαλύτερη ένταση και αγωνία οι φοιτητές φωνάζουν προς τους στρατιώτες «είμαστε αδέλφια, αφήστε τα άρματα», ενώ ο εκφωνητής του Πολυτεχνείου καλεί το πλήθος να δείξει αυτοσυγκράτηση. «Απομονώστε τους προβοκάτορες. Δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα με το στρατό. Δεν θέλουμε να χυθεί ελληνικό αίμα». Ο Δημήτρης Παπαχρήστος ψάλλει τον εθνικό ύμνο. Το ίδιο κάνουν και οι χιλιάδες νέοι που βρίσκονται στο Πολυτεχνείο.
Ένα τέταρτο πριν από τις 3 το πρωί οι στρατιωτικοί δίνουν προθεσμία λίγων λεπτών στους φοιτητές για να αποχωρήσουν από το Πολυτεχνείο, να παραδοθούν. Κάποιοι από τους φοιτητές που θέλουν να αποχωρήσουν δοκιμάζουν να απασφαλίσουν την κεντρική πύλη. Δεν τα καταφέρνουν. Πίσω από την πύλη είναι σταθμευμένο ένα αυτοκίνητο Μερσεντές που μπλοκάρει το άνοιγμά της.
«Τότε ήρθε ο οδηγός εδάφους του άρματος και μου λέει: «Θα μπούμε μέσα, θα ρίξουμε την πύλη. Ετοιμάσου! Πήρα θέση και ξεκίνησα. Δεν έβλεπα πολλά πράγματα, δεν είχα καλό οπτικό πεδίο, γιατί κοιτούσα πλέον από τη θυρίδα του άρματος. Δέκα εκατοστά πριν από την πόρτα, σταμάτησα. Σταμάτησα σκόπιμα. Αυτό φαίνεται στο βίντεο της εποχής. Στο φρενάρισμα, οι φοιτητές τρομαγμένοι έφυγαν προς τα πίσω. Αν έμπαινα με ταχύτητα, θα σκότωνα δεκάδες άτομα που εκείνη τη στιγμή ήταν κρεμασμένα στα κάγκελα».
Λίγα λεπτά αργότερα ο A. Σκευοφύλαξ θα μαρσάρει δυνατά. Ο δυνατός προβολέας του τανκ σκοπεύει την πύλη. «H καγκελόπορτα έπεσε αμέσως. Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθμευμένο το Μερσεντές το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. H αριστερή ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου εισέβαλαν οι αστυνομικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές.
Όταν επέστρεψε στο Γουδί, στη βάση των Τεθωρακισμένων, ο κ. Σκευοφύλαξ έγινε δεκτός με ζητωκραυγές. Ήταν το τιμώμενο πρόσωπο. «Όταν γυρίσαμε στο στρατόπεδο, έγινα ήρωας. Οι στρατιωτικοί μου έδιναν συγχαρητήρια. Τότε αισθανόμουν ότι ήμουν κάποιος, ότι έκανα κάτι καλό, κάτι μεγάλο. Είχα γίνει ο ήρωας που διέλυσε τους εχθρούς της πατρίδας, τα “παλιοκουμμούνια”, όπως λέγαμε τότε τους φοιτητές. Αυτά μου έλεγαν, αυτά πίστευα. Ένιωθα περήφανος. Ήμουν και εγώ φασίστας».
*Απόσπασμα της συνέντευξης του Α. Σκευοφύλακα στο «ΒΗΜΑ».