Η ιδέα της «οικογενειακής επιχείρησης» είναι βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κουλτούρα. Για τον Χριστόφορο Γκόγκο, η οικογενειακή επιχείρηση είναι ταυτόχρονα κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία για την ευρύτερη ελληνική παροικία της Μελβούρνης – αν όχι για τον ελληνισμό της διασποράς στο σύνολό του. Τώρα που ο «Νέος Κόσμος» κλείνει έξι δεκαετίες αδιάλειπτης παρουσίας, θυμάται την πρώτη μέρα που βρέθηκε στα γραφεία της εφημερίδας και μιλά για το χθες, το σήμερα και το αύριο.

Ποια είναι η πρώτη σας ανάμνηση από τον «Νέο Κόσμο»;

Η πρώτη μου ανάμνηση ήταν από τα παλιά μας γραφεία στην Russell Street, κοντά στην γωνία με την Lonsdale Street. Ήμουν πολύ μικρός, περίπου 5-6 ετών. Θυμάμαι την μυρωδιά του γραφείου, ανακατεμένη με τις μυρωδιές του τυπογραφείου, την χαρακτηριστική μεταλλική μυρωδιά της λινοτυπικής μηχανής.

Ήταν πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό, ο τρελός κόσμος των εκδόσεων. Τώρα τα πράγματα είναι λίγο αποστειρωμένα. Καμιά φορά ο Μπάμπης ο Σταυρόπουλος λέει ότι μοιάζουμε με ασφαλιστική εταιρία. Τότε, επειδή βρισκόμασταν και σε μία γειτονιά που ήταν η καρδιά της ελληνικής παροικίας, υπήρχαν πολλές ελληνικές επιχειρήσεις και υπήρχε πολλή κίνηση στο γραφείο. Τα τηλέφωνα χτυπούσαν, κόσμος πηγαινοερχόταν συνέχεια.

Φανταζόσασταν ότι κάποια μέρα θα ασχοληθείτε με την εφημερίδα;

Όχι στην ηλικία των πέντε ετών. Τότε απλώς πήγαινα στην δουλειά του πατέρα μου. Ο πατέρας μου δεν ήταν ποτέ ο άνθρωπος που θα μας πιέσει να κάνουμε οτιδήποτε. Ζούσε την δική του ζωή. Του άρεσε να με έχει κοντά του, αλλά ποτέ δεν είχα στο νου ότι αυτό θα έπρεπε να κάνω στην ζωή μου, αν και το είχα πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Αυτό προέκυψε πολύ αργότερα, το ανακάλυψα μόνος μου.

Πώς το ανακαλύψατε;

Η πρώτη μου πραγματική ενασχόληση με τον «Νέο Κόσμο» ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Εκείνη την περίοδο, ο πατέρας μου ήθελε να δημιουργήσει ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα για την παροικία και επειδή είχα γνώσεις του αντικειμένου -έχω κάνει κινηματογραφικές και τηλεοπτικές σπουδές- ήμουν σε θέση να οργανώσω την παραγωγή μιας εκπομπής τέτοιου μεγέθους. Μέσα από αυτήν την ενασχόληση, σταδιακά άρχισα να καταλαβαίνω την παροικία πολύ καλύτερα και να καταλαβαίνω και τι είναι ο «Νέος Κόσμος». Κατάλαβα ότι είναι ένας τρόπος επικοινωνίας που έχει καθιερωθεί και καταξιωθεί μέσα στην παροικία, έχει κερδίσει τον σεβασμό πολλών ανθρώπων. Κι επειδή είχα τις γνώσεις και κάποιες ικανότητες, σκέφτηκα ότι μπορώ κι εγώ να συμβάλλω σ’ αυτό, να κάνω κάτι. Έτσι ξεκίνησα. Αρχικά ασχολήθηκα με το κομμάτι της παραγωγής του εντύπου, προσπαθώντας να κάνω βελτιώσεις στη διαδικασία της παραγωγής και να εκσυγχρονίσω την εφημερίδα και την επιχείρηση. Δεν ασχολήθηκα με το συντακτικό κομμάτι, αυτό ήρθε αργότερα. Άρχισα σιγά-σιγά να βλέπω ένα μέλλον για την εφημερίδα και να καταλαβαίνω ότι είμαστε μία φωνή που περνά από όλες τις γενιές, δεν αφορά μόνο τους πρώτους μετανάστες.

Μέχρι τότε τι σήμαινε για σας η εφημερίδα;

Φαντάζομαι ότι δεν ήταν διαφορετική η άποψή μου από αυτήν που είχαν οι περισσότεροι. Είχα μια αίσθηση σεβασμού που την εισέπραττα από την παροικία. Όλοι έδειχναν να σέβονται την εφημερίδα. Αλλά ανέπτυξα κι έναν αυτόνομο σεβασμό για την εφημερίδα, γνωρίζοντας από μέσα πώς δουλεύαμε, τους ανθρώπους, την αφοσίωσή τους, τις εσωτερικές διεργασίες και τις συζητήσεις για τα θέματα και την ποιότητα του προϊόντος.

Πώς είδατε την εξέλιξη αυτής της σχέσης της εφημερίδας με την παροικία;

Νομίζω ότι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που είχαμε να αντιμετωπίσουμε ήταν το θέμα της γλώσσας. Ο πατέρας μου το είχε προβλέψει αυτό ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, ότι η γλώσσα θα παίξει σημαντικό ρόλο στην μετάβαση της εφημερίδας. Γι’αυτό και αρχίσαμε από νωρίς να δημοσιεύουμε ειδήσεις και στα αγγλικά και ήξερα ότι αυτή είναι μία από τις ανάγκες που έχει η δεύτερη και τρίτη γενιά που δεν έχει τόσο καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας. Με την εμφάνιση του διαδικτύου, αυτή η μετάβαση έγινε πραγματοποιήσιμη. Οι ανάγκες των αγγλόφωνων αναγνωστών μας είναι διαφορετικές από αυτές των ελληνόφωνων. Παραμένουμε ασφαλώς μία παροικιακή φωνή γι’ αυτούς, ένα μέσο που προσφέρει πληροφορίες, αλλά ο ρόλος μας είναι ευρύτερος. Το διαδίκτυο μας βοήθησε να επικοινωνήσουμε πιο γρήγορα με περισσότερους ανθρώπους. Τώρα ετοιμάζουμε την νέα μας ιστοσελίδα που θα είναι πολύ πιο εύκολη στην πλοήγηση, γινόμαστε καλύτεροι σ’ αυτό, αφουγκραζόμαστε τις ανάγκες των αναγνωστών μας.

Το διαδίκτυο έχει επιτρέψει στον «Νέο Κόσμο» να επικοινωνήσει με την ευρύτερη ελληνική διασπορά. Πώς έχει επηρεάσει αυτό τον ρόλο του ως ομογενειακού μέσου;

Είναι μία τεράστια ευκαιρία για μας να συνεχίσουμε να αναπτυσσόμαστε και να απευθυνόμαστε στην ευρύτερη ομογένεια αλλά και την Ελλάδα. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στην Ελλάδα -είτε επαναπατρισμένοι ομογενείς είτε απλώς άνθρωποι που ενδιαφέρονται για τον απόδημο ελληνισμό- που μας διαβάζουν και οι δυνατότητες ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια είναι πολύ μεγάλες. Βέβαια, θα πρέπει πάντα να έχουμε επίγνωση των δυνατοτήτων μας και να προσέχουμε να μην προσπαθούμε να κάνουμε τα πάντα, γιατί αυτό δεν είναι δυνατόν. Πρέπει να προσέχουμε, ώστε να διατηρήσουμε τα καλά μας στοιχεία και να τα φροντίσουμε, να βελτιωθούμε. Ως ο επικεφαλής αυτής της εφημερίδας που πρέπει να κοιτάζει την επιχειρηματική πλευρά και να πληρώνει για να έχουμε καλή δημοσιογραφία και καλούς συνεργάτες, πρέπει να δημιουργήσω αυτό το επιχειρηματικό μοντέλο για την ψηφιακή εποχή. Να βρω έναν τρόπο να είναι βιώσιμο και να αναπτυχθεί.

Αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν σήμερα όλες οι επιχειρήσεις Μέσων Επικοινωνίας. Πώς την αντιμετωπίζετε;

Νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπιστεί είναι αν κάνουμε ακριβώς αυτό που κάναμε για το έντυπο, αλλά με τελείως διαφορετική, σύγχρονη νοοτροπία, με το μάτι στην ψηφιακή πλατφόρμα. Να δίνουμε δηλαδή ακριβώς την πληροφορία που θα δίναμε, αλλά να την παρουσιάσουμε διαφορετικά, για ένα ψηφιακό περιβάλλον. Πάντοτε με γνώμονα τα ενδιαφέροντα των ανθρώπων. Μπορεί ως μικρή επιχείρηση να έχουμε περιορισμένες δυνατότητες, έχουμε όμως μεγαλύτερη ευελιξία, δεν έχουμε την γραφειοκρατία που υπάρχει στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Πρέπει να κάνουμε λίγο πιο στρατηγικό προγραμματισμό, αλλά είμαστε πιο ευπροσάρμοστοι, είμαστε ανεξάρτητοι και ακούμε πάντα τους αναγνώστες μας.

Ποια είναι η φιλοδοξία σας για το μέλλον του «Νέου Κόσμου»;

Κρίνοντας από την συνεχή ανάπτυξη του αναγνωστικού μας κοινού, ελπίζω ότι θα καταφέρουμε να γίνουμε μία φωνή για την ευρύτερη ελληνική διασπορά. Φυσικά, η βάση μας παραμένει πάντα η Μελβούρνη και απολαμβάνουμε της στήριξης της παροικίας εδώ, αλλά ήδη παράγουμε πολύ περιεχόμενο που δεν αφορά μόνο τη Μελβούρνη και αγγίζει πολλά ζητήματα που αφορούν τους Έλληνες και τη διασπορά. Το σημαντικότερο πάντοτε είναι το περιεχόμενο. Πρέπει να προσφέρουμε στους αναγνώστες την πληροφορία που θέλουν, έγκαιρα και με εύληπτο τρόπο. Πρέπει να τα κάνουμε όλα αυτά καλά. Αν το κάνουμε καλά, τότε θα έχουμε την ευκαιρία να αποκτήσουμε σταθερούς αναγνώστες από όλον τον κόσμο. Η φιλοδοξία μου είναι να είμαστε μία παγκόσμια φωνή υψηλής ποιότητας.

Ο «Νέος Κόσμος» έκλεισε 60 χρόνια ζωής. Τι είναι αυτό που κυρίως σας εμπνέει από την ιστορία του;

Νομίζω πως είναι το ότι έχω δει τον «Νέο Κόσμο» να επικοινωνεί με πολλούς ανθρώπους μέσα στα χρόνια, να τους αγγίζει, να τους βοηθά να σταθούν στα πόδια τους και να γίνεται η φωνή τους, αλλά και η ελληνική φωνή στην ευρύτερη κοινότητα. Είναι κάτι που προσφέρει πλήρωση, να είσαι το μέσο που το κάνει αυτό. Αυτός ο ρόλος δεν έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια. Είμαστε ένα από τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα ΜΜΕ στην πολυπολιτισμική κοινωνία, οι πολιτικοί από όλο το φάσμα μας το πιστώνουν αυτό, γιατί πολεμήσαμε για την πολυπολιτισμικότητα από την αρχή.

Ο «Νέος Κόσμος» είναι ένα από τους πυλώνες της ελληνοαυστραλιανής παροικίας. Τι σημαίνει αυτό για σας;

Είμαστε πράγματι ένας από τους πυλώνες της παροικίας κι έχουμε πολύ σημαντικό ρόλο στην παροικία. Έχουμε ευθύνη να επικοινωνούμε, να μεταφέρουμε ό,τι συμβαίνει στην παροικία, είτε πρόκειται για ειδήσεις είτε για τον δημόσιο διάλογο για τα ζητήματα που αφορούν την παροικία. Έχουμε ευθύνη να παρουσιάσουμε όλες τις απόψεις δίκαια και να επιτρέψουμε σε όλες τις φωνές να ακουστούν, να τις σεβαστούμε, στο βαθμό που είναι συνετές και όχι ακραίες και να πούμε και την δική μας άποψη. Αυτή είναι μεγάλη ευθύνη. Γιατί μπορεί όταν λέμε «παροικία» να φανταζόμαστε κάτι ομοιογενές, αλλά αυτό δεν ισχύει. Έχουμε όλοι διαφορετική κοινωνική και οικονομική προέλευση και διαφορετικές πολιτικές απόψεις. Μπορεί η παροικία μας να είναι μεγάλη, αλλά είναι ταυτόχρονα πολύ μικρή – πρέπει να κάνουμε χώρο για όλους.

Εσείς προσωπικά, πώς αντιλαμβάνεστε την ελληνική σας ταυτότητα; 

Είναι λίγο περίπλοκο. Ανήκω σε εκείνη την ομάδα ανθρώπων που είχαν την ευκαιρία να ζήσουν και στην Ελλάδα. Ενώ δηλαδή γεννήθηκα εδώ, είχα την χαρά να ζήσω στην Ελλάδα για πάνω από μία δεκαετία και να επιστρέψω. Αυτό είναι ένα προνόμιο που μου επέτρεψε να μπορώ να δω τα θετικά της ελληνοαυστραλιανής κοινότητας, αλλά και τα θετικά της πατρίδας. Η Ελλάδα είναι μια απίστευτη χώρα με πολύ ιδιαίτερο τρόπο ζωής. Ο τρόπος που επικοινωνούν οι άνθρωποι, ο τρόπος που ζουν, έχει μία ανθρωπιά πολύ ιδιαίτερη. Είναι κάτι που δεν το διαπιστώνουν μόνο όσοι είναι Έλληνες. Έχω πάει και με Αυστραλούς στην Ελλάδα και μου έχουν πει το ίδιο. Φυσικά υπάρχουν και τα αρνητικά. Όσο για τους Ελληνοαυστραλούς, υπάρχει ένα αίσθημα υπερηφάνειας στην κουλτούρα μας που είναι μέρος της ανατροφής μας. Το έχω δει σε ανθρώπους που ασχολούνται ενεργά με τα παροικιακά ζητήματα, αλλά και με ανθρώπους που δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον, που δεν μιλούν καν ελληνικά. Κατά βάθος, ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τη ζωή, πώς ζουν την κάθε στιγμή, είναι βαθιά ελληνικός και είναι κάτι που υπάρχει πάντα εκεί.