Το πρωί που η Μπρόντι είπε στους γονείς της ότι θα φύγει από το σπίτι για να είναι πιο κοντά στην καινούρια της δουλειά, η Ράϊ και ο Ντάμιεν Πάνλοκ δεν έφεραν καμία αντίρρηση. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και κούνησαν το κεφάλι τους σε κοινή συγκατάβαση. Αργότερα, θα είχαν τύψεις γιατί δεν εξέτασαν το θέμα περισσότερο. Να δουν με ποιους θα δούλευε, να έχουν κάποια επαφή με το χώρο… ίσως.
«Αργά το βράδυ, όταν όλοι κοιμούνται και τα φώτα σβήνουν, με βασανίζουν όλες αυτές οι σκέψεις. Ότι ίσως δεν έκανα αρκετά. Την έβλεπα κουρασμένη, ήξερα ότι δούλευε σκληρά και νόμιζα ότι το έξτρα φαγητό που της έδινα, όταν την έβλεπα και οι βιταμίνες, ήταν αρκετά. Να, όμως που δεν ήταν. Τόσες πληγές, τόσα μαρτύρια, κι εγώ να μη ξέρω τίποτε», θα πει έξω από το δικαστήριο η χαροκαμένη μάνα. Μόλις έχει βγει η απόφαση του δικαστή ύστερα από τρία χρόνια. Οι ένοχοι θα πληρώσουν με χρήματα. Οι βασανιστές και ηθικοί αυτουργοί του θανάτου της μοναχοκόρης της δεν θα κλειστούν στη φυλακή, όπως τους αρμόζει, σκέφτεται και ανατριχιάζει. Το ίδιο και ο σύζυγός της που στέκεται άφωνος δίπλα της. Η τιμωρία για τα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλαν τη νεαρή σερβιτόρα τέσσερις άντρες, ο ιδιοκτήτης, ο μάνατζερ, ο μάγειρας και ο σερβιτόρος του μαγαζιού όπου δούλευε, και που την οδήγησαν στην αυτοκτονία, θα είναι κάποια πρόστιμα. Ο λόγος, ότι τα χέρια του δικαστή ήταν δεμένα από την ίδια τη νομοθεσία η οποία για κακοποίηση στο χώρο εργασίας, προβλέπει μόνο πρόστιμα και όχι φυλάκιση.
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Ήταν εκεί και οι τέσσερις. Με κοστούμια, γραβάτες, μοντέρνα μαύρα γυαλιά, πρόσωπα ανέκφραστα. Αντιμέτωποι με τη Δικαιοσύνη.
Με βδελυγμία τους κοιτάζουν η Ράϊ Πάνλοκ, ο γιος της Κάμερον και ο άντρας της Ντάμιεν. Είναι αυτοί που στον ανθό της ηλικίας της οδήγησαν την κόρη και αδελφή, την πανέμορφη Μπρόντι, να πηδήσει από το car park και να βάλει τέλος στη ζωή της. «Δεν αντέχω άλλο, θέλω να πεθάνω. Τέτοιος εξευτελισμός. Δεν τον αντέχω», είχε πει μόλις πριν μέρες στη φίλη της.
Το τραγικό συμβάν έγινε το Σεπτέμβρη του 2006.
Μέχρι τώρα, όλοι αυτοί οι κύριοι, κυκλοφορούσαν… ελεύθεροι και ωραίοι. Οι νομικοί τους σύμβουλοι τούς καθησύχασαν ότι φυλακή δεν πρόκειται να φάνε. Το πολύ–πολύ να πληρώσουν βαριά πρόστιμα, σύμφωνα με όσα προβλέπει ο νόμος.
Ο ιδιοκτήτης του Cafe Vamp στο Hawthorn, Μαρκ Λούϊς, πήρε σε δύο ξεχωριστά «κομμάτια» το πρόστιμο, $30.000 στον ίδιο και $120.000 στην εταιρία του. Κατηγορήθηκε ότι γνώριζε, δεν έκανε όμως τίποτε απολύτως για να προστατεύσει την νεαρή σερβιτόρα από τη συνεχή και απάνθρωπη κακοποίηση που την υπέβαλαν οι τρεις συνεργάτες του, κάτω από τη μύτη του. Συχνά, μάλιστα, φαινόταν να διασκεδάζει με όλα αυτά, κατάθεσε στο δικαστήριο σερβιτόρα του μαγαζιού. Μία άλλη υπάλληλος, η Μέγκαν Τσέστερ, είπε ότι η ίδια του είχε μιλήσει σχετικά με το θέμα αυτό, εκφράζοντας την ανησυχία της για τα όσα συνέβαιναν, αλλά εκείνος αδιαφόρησε.
Το δεύτερο μεγαλύτερο πρόστιμο $45.000, το έλαβε ο πρώην μάνατζερ του Cafe Vamp, Νίκολας Σμάλγκουντ, 26 χρόνων, ο οποίος είχε, όπως έγινε γνωστό, σεξουαλική σχέση με την Μπρόντι. Αυτό δεν τον εμπόδιζε να την εξευτελίζει και να τη βασανίζει, έχοντας μάλιστα συνεργούς τον Ρις Μακάλπιν, 28 χρόνων, σερβιτόρο και τον Γκάμπριελ Τούνι, 23, αρχιμάγειρα.
Ο Μακάλπιν, σύμφωνα με την κατάθεση του ιατροδικαστή, σε μια περίπτωση την είχε ακινητοποιήσει στο πάτωμα, ενώ ο Σμάλγκουντ την περιέλουσε με ψαρόλαδο. Και οι δύο την έφτυναν και την έβριζαν σε καθημερινή βάση.
Μια άλλη φορά έχυσαν πάνω στα μαλλιά και στα ρούχα της σιρόπι σοκολάτας. Ο τρίτος, επιδινόταν κυρίως σε βρισιές που είχαν να κάνουν με την εξωτερική της εμφάνιση, το σώμα της, τα μαλλιά της, τα ρούχα της.
Αυτός ήταν, επίσης, που τής έβαλε ποντικοφάρμακο στην τσάντα της και της είπε να το φάει, μήπως και αυτή τη φορά κάνει καλύτερη δουλειά. Εδώ αναφερόταν σε μια προηγούμενη απόπειρα αυτοκτονίας της Μπρόντι με χαπάκια. Γι’ αυτή την ίδια απόπειρα της πετούσε στο πρόσωπο ο Σμάλγκουντ ότι δεν είναι άξια ούτε ακόμη και να αυτοκτονήσει. Συνεχώς της έλεγε ότι κατά λάθος ήταν εκεί. Ότι δεν είναι άξια για τίποτε. Το πρόστιμο του Μακάλπιν ήταν $30.000, ενώ του Τούνι $10.000. Ίσως γιατί ο τελευταίος είχε περιοριστεί μόνο σε ψυχολογικό βιασμό.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΩΤΗΜΑ
Το μεγάλο ερώτημα παραμένει «πώς γίνεται μια όμορφη νέα κοπέλα, με αυτοπεποίθηση, όπως λένε οι φίλες της και πρώην συμμαθήτριές της, να υπομένει όλα αυτά τα βασανιστήρια και τους εξευτελισμούς, αδιαμαρτύρητα.
Γιατί συνέχιζε να είναι σ’ έναν χώρο που, όπως περιγράφεται σήμερα, ήταν σωστή κόλαση;
Αυτά είναι τα ερωτηματικά που βασανίζουν και τους δικούς της, από τότε που έχασαν μ’ αυτόν τον τραγικό τρόπο την Μπρόντι.
Προσπαθούν μέσα στα μαύρα σκοτάδια που τους πνίγουν να βρουν μια αχτίδα φωτός. Μια απάντηση στα ερωτηματικά τους.
«Τον τελευταίο καιρό, μας απαγόρευε να μιλάμε για τη δουλειά της. Ήταν φανερό ότι δεν ήθελε να υποψιαστούμε κάτι που πιθανόν θα μας έκανε να της πούμε να φύγει από κει.
Μου σπαράζει την καρδιά η σκέψη των όσων ζούσε, χωρίς να μιλά, αυτόν τον καιρό».
Οι ενοχές φαίνεται να σφίγγουν σφιχτά τη συνείδηση του πατέρα: «Η αλήθεια είναι ότι δεν κάναμε κάτι να τη βοηθήσουμε. Αν πηγαίναμε εκεί στη δουλειά της, ίσως κάτι ν’ ακούγαμε, ίσως κάτι να καταλαβαίναμε. Τότε… α τότε, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα την παίρναμε από κει με το έτσι θέλω. Θα την φέρναμε σπίτι και θα ήταν ζωντανή σήμερα. Αλλά γι’ αυτό δεν μιλούσε. Ήξερε ποια θα ήταν η αντίδρασή μας», θα πει.
Εκείνο που, μαζί με τον αβάσταχτο πόνο, προκαλεί σύγχυση στους γονείς, είναι πώς η μοναχοκόρη τους, που είχε μεγαλώσει με τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια της, να είναι δυνατή και να υπερασπίζεται τον εαυτό της, ένα κορίτσι γεμάτο αυτοπεποίθηση, υπέφερε όλα αυτά χωρίς να μιλά, χωρίς ν’ ανοίξει την πόρτα και να φύγει».
Μετά, θα προσπαθήσει να δώσει μόνος του την εξήγηση: «Ποιος ξέρει, μπορεί, να την είχαν ήδη σπάσει, να ήταν πολύ αργά για να σηκωθεί. Όλοι, και οι πιο δυνατοί ακόμη, έχουν τα όριά τους. Οι βασανιστές της την έφεραν μέχρι κει και μετά την έδωσαν μια δυνατή σπρωξιά για να πέσει. Να βρει το θάνατο».
«Ήταν όμορφη, ρομαντική, αλλά και γεμάτη ζωή. Έκανε τα πάντα. Από προσκοπισμό μέχρι αθλητισμό. Ήταν ομιλητική, ανθρώπινη, φιλική», θα πει η μητέρα της, που ακόμη δεν μπορεί να το πιστέψει ότι την έχασε και μάλιστα μ’ αυτόν τον τραγικό τρόπο.
«Με τον πατέρα της, τον τελευταίο καιρό, ήταν ιδιαίτερα τρυφερή. Δεν ξέρω γιατί», θα προσθέσει.
Ίσως να τον ευχαριστούσε, μ’ αυτόν τον τρόπο γι’ αυτό που ήταν. Για το ότι δεν έμοιαζε με τους άντρες που την βασάνιζαν στη δουλειά της. Μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν σήμερα για ένα έγκλημα που, στην ουσία, θα μείνει ατιμώρητο.