Πολλοί από τους εύστροφους Έλληνες φιλοσόφους έβλεπαν τη δουλοκτησία ως μια κανονική, αναπόδραστη πραγματικότητα. Την πραγματικότητα αυτή θα έρθει αργότερα να αναγνωρίσει και ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος, απευθυνόμενος στους δούλους της εποχής του, λέει: «Οι δούλοι, υπακούετε τοις κατά σάρκα κυρίοις μετά φόβου» (Προς Εφεσίους 6:5). Υπακοή «μετά φόβου» είναι για τον Παύλο ένα αυτονόητο «πρέπει που αγγίζει και τις «υπανδρεμένες» γυναίκες.

Ο Αριστοτέλης λέει πράγματα που με τις σημερινές μας αντιλήψεις σηκώνουν την τρίχα όρθια! Στο πρώτο βιβλίο των «Πολιτικών» του (1254a), υιοθετεί σκληρή γραμμή απέναντι στους δούλους. Διαφωνεί με την άποψη συναδέλφων του ότι «ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκε», και λέει: «Αμέσως από τη γέννησή τους, μερικά όντα είναι προορισμένα να εξουσιάζονται, και μερικά να εξουσιάζουν» («και ευθύς εκ γενετής ένια διέστηκε τα μεν επί το άρχεσθαι τα δ’ επί το άρχειν»).

Και καταλήγει: «Είναι λοιπόν φανερό ότι από τη φύση μερικοί άνθρωποι είναι ελεύθεροι και μερικοί δούλοι, που τους συμφέρει να παραμένουν δούλοι» («Ότι μεν τοίνυν εισί φύσει τινές οι μεν ελεύθεροι οι δε δούλοι, φανερόν, οίς και συμφέρει το δουλεύειν»). Και γιατί τους συμφέρει; Διότι αν αφήσεις τον γεννημένο ανελεύθερο ελεύθερο, δεν θα ξέρει τι να κάνει την ελευθερία του!

Στα «Ηθικά Νικομάχεια» (1161b) ο Σταγειρίτης σοφός ρίχνει άλλο ένα βήμα, λέγοντας: «Δεν υπάρχει φιλία με τα άψυχα πράγματα, ούτε είναι δίκαιο (να υπάρχει). Αλλά ούτε φιλία με το άλογο ή με το βόδι ούτε με τον δούλο, εφόσον παραμένει δούλος. Τίποτε το κοινό δεν υπάρχει, γιατί ο δούλος είναι άψυχο εργαλείο, και το εργαλείο άψυχος δούλος»! («Φιλία δ’ ουκ εστίν προς τα άψυχα ουδέ δίκαιον. Αλλ’ ουδέ προς ίππον ή βουν, ουδέ προς δούλον ή δούλος. Ουδέν γαρ κοινόν εστίν. Ο γαρ δούλος έμψυχον όργανον, το δ’ όργανον άψυχος δούλος»).

ΔΟΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΟΥΛΕΜΠΟΡΙΟ 

Από πού ξεφύτρωναν οι δούλοι; Συνήθως, όταν κυριευόταν μια πόλη, όσοι από τους κατοίκους κατάφερναν να σωθούν, κατέληγαν δούλοι. Ο Θουκυδίδης, αφού πρώτα περιγράφει τον τραγικό διάλογο μεταξύ Αθηναίων και κατοίκων του μικρού νησιού Μήλος, μας δίνει μια εικόνα ωμής βίας από τη μεριά της Αθήνας. Διαβάζουμε:

«Οι Μήλιοι, αφού πολιορκήθηκαν πολύ στενά κι αφού έγινε και κάποια προδοσία από τους ίδιους, συνθηκολόγησαν με τους Αθηναίους . . . Οι Αθηναίοι φόνευσαν όσους έφηβους Μηλίους συνέλαβαν και πούλησαν ως δούλους τα γυναικόπαιδα» (Ιστορίες, 1.116). Η πειρατεία ήταν μια άλλη πηγή άντλησης δούλων.

Τα κυριότερα σκλαβοπάζαρα ήσαν στη Δήλο, Χίο, Σάμο, Βυζάντιο και Κύπρο. Στην Αττική υπήρχαν δύο: ένα στο Σούνιο που προμήθευε δούλους στα κρατικά ορυχεία του Λαυρίου, κι ένα στην Αγορά της Αθήνας όπου κάθε μήνα στη γέμιση του φεγγαριού έβγαιναν στο σφυρί δούλοι. Μόλις αγόραζες δούλο, του έδινες και καινούργιο όνομα.

Η τιμή ενός δούλου κυμαινόταν ανάλογα με την τεχνογνωσία του και με την εποχή. Τον 5ο αι. π.Χ. ένας δούλος κόστιζε γύρω στις 200 δραχμές (ημερομίσθιο ενός τεχνίτη δύο δραχμές), ενώ προς το τέλος του 4ου αι. η τιμή σκαρφάλωσε στις 500 δραχμές. Οι γυναίκες δούλες κόστιζαν περισσότερο (ίσως επειδή «δούλευαν» υπερωρίες με σβησμένη τη λυχνία).

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΔΟΥΛΩΝ

Υπήρχαν δούλοι γεννημένοι στο σπίτι του «δεσπότη» («οικογενείς»), και δούλοι από το σκλαβοπάζαρο. Δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι συνέφερε στον δουλοκτήτη να ενθαρρύνει τους δούλους του να τεκνοποιούν με δούλες, προκειμένου να αποκτήσει περισσότερα «έμψυχα εργαλεία». Η ανατροφή παιδιών ξετίναζε το πορτοφόλι. Βέβαια, ένας οικογενής δούλος θα ήταν περισσότερο αφοσιωμένος στο αφεντικό του.

Ο Ξενοφών μάς δίνει μια εικόνα: βάζει τον Ισχόμαχο να λέει: «Και έδειξα στη νεαρή γυναίκα μου τον γυναικωνίτη, που είναι χωρισμένος από τον ανδρωνίτη με αμπαρωμένη πόρτα (θύρα βαλανωτή). Έτσι τίποτε δεν μπορεί να βγει από εκεί μέσα, που δεν πρέπει. Ούτε μπορούν οι δούλοι να τεκνοποιούν χωρίς την έγκρισή μας» («Οικονομικός» 9.5). Καλά, αδερφέ, και οι αφροδισιακές τους ανάγκες πώς εξυπηρετούνταν; Ούκ οίδα έγωγε.

Στα κρατικά ορυχεία του Λαυρίου δούλευαν δέκα με είκοσι χιλιάδες δούλοι, ανάλογα με την εποχή. Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, οι επιδρομές των Σπαρτιατών στην Αθήνα έδωσαν την ευκαιρία στους δούλους του Λαυρίου να δραπετεύσουν μαζικά (en masse) και καθώς διασκορπίστηκαν στην ύπαιθρο τρομοκρατούσαν τους κατοίκους.

Στις ιδιωτικές επιχειρήσεις κανένας επιχειρηματίας δεν απασχολούσε πάνω από 120 δούλους. Τόσοι εργάζονταν στο εργοστάσιο οπλοποιίας του μέτοικου Κέφαλου (πατέρα τού ρήτορα Λυσία).

Ο βαθύπλουτος πολιτικός Νικίας είχε πάνω από χίλιους δούλους, τους οποίους νοίκιαζε σ’ εκείνους που είχαν ανάγκη από εργατικά χέρια. Και ο άνετος οικονομικά Πλάτωνας είχε και αυτός γύρω στους πενήντα δούλους. Ο Αριστοτέλης (από ό,τι μπόρεσα να «ξεψαχνίσω» από τη διαθήκη του) είχε τουλάχιστον πέντε δούλους (Θαλής, Σίμων, Τύχων, Φίλων, Ολύμπιος) και τουλάχιστον τρεις- τέσσερις δούλες.

Υπήρχαν και οι κρατικοί δούλοι (σήμερα ονομάζονται «δημόσιοι υπάλληλοι»), καθώς και δούλοι που εργάζονταν σε ναούς και ιερά («ιερόδουλοι»). Τέλος, οι 300 τοξότες αστυνομικοί στην Αθήνα ήσαν Σκύθες δούλοι.

Κλείνοντας, δεν θα βγάλω άχνα για τον μεγαλύτερο δουλοκτήτη όλων των εποχών. Μόνο σύντομα και απερίστροφα να ευχηθώ σε όλους αυτούς τους «κατά πνεύμα» δούλους, ερρώσθαι εν Κυρίω φρονούντες τα της ψυχής συμφέροντα! Είθε το 2018 να φέρει τα καλύτερα σε όλους εμάς – σανοφάγους και μη!