Το παράπονό μου το μεγάλο είναι που δεν είχα πει τα κάλαντα. Δεν με άφηναν οι γονείς μου. Δεν αναφέρομαι στον μικρότερο αδελφό μου γιατί, σαν μικρός μαφιόζος που ήταν, είχε καταφέρει ν’ αγοράσει ένα τρυγωνάκι, το είχε κρύψει επιμελώς και οργάνωνε την απόδραση, την εξαφάνιση και πήγαινε με τον Γιωργάκη τον… «υιοθετημένο», να πούνε τα κάλαντα στη γειτονιά.
Η μάνα μας ισχυριζόταν πως το να χτυπάς πρωί-πρωί την πόρτα κάποιων που έχουν ξεκινήσει παραμονή χίλιες δύο δουλειές και τους διακόπτεις για να του τραγουδήσεις φάλτσα τα κάλαντα δεν προκαλεί ευχαρίστηση και μάλλον δυσανασχετεί κι ας μην το δείχνει. Σου ανοίγει την πόρτα μόνο και μόνο γιατί είσαι του γείτονα παιδί.
Στις ενστάσεις μου περί εθίμων και παραδόσεων η απάντηση ήταν στερεότυπη: «Ο πατέρας σου κι εγώ δεν θέλουμε να γυρίζετε στους δρόμους να λέτε τα κάλαντα. Αν εσείς αγνοήσετε την επιθυμία των γονέων σας, θα υπάρξουν οι ανάλογες συνέπειες της ανυπακοής».
Η μάνα μας δέχτηκε, ευχαρίστως, να πω τα κάλαντα, με την χορωδία του σχολείου, στον οίκο τυφλών παίδων. Σκοπός μου σ’ αυτό το σημείωμα δεν είναι να πω το παράπονό μου γιατί δεν είπα ποτέ μου τα κάλαντα στη γειτονιά μου. Δεν ένοιωσα τη χαρά που νοιώθουν τα παιδιά που χτυπούν την πόρτα του γείτονα, τους ανοίγει ένα γελαστό πρόσωπο και στην ερώτηση: «Να τα πούμε;» Απαντάει χαμογελαστός: «Πες τε τα, πες τε τα» και τρέχει να φέρει μελομακάρονα, κουραμπιέδες ή λίγες δραχμές.
Δεν συμφωνούσα με την αστήρικτη θεωρία των γονέων μου, περί ενόχλησης και τα τοιαύτα και για τον λόγο ότι εκείνοι, οι γονείς μου, άνοιγαν την πόρτα σε οποιονδήποτε χτυπούσε για να τα πει, τον καλοδέχονταν και είχαν έτοιμα τις δραχμές και τα καλούδια. Περισσότερο, σήμερα, ήθελα να σας μιλήσω για την κακή τύχη που όταν θέλει να κυνηγήσει κάποιον, τον κυνηγάει άγρια, χωρίς να ξέρει γιατί. Να σας μιλήσω, χρονιάρες μέρες, όπως τότε, για τον Γιωργάκη τον υιοθετημένο, το… ξένο, το παιδί του ορφανοτροφείου, το άτυχο.
Εμφανίστηκε ξαφνικά στη γειτονιά υιοθετημένος από ένα ζευγάρι φτωχών. Εκείνα τα χρόνια μπορούσες να πάρεις κάποιο ορφανό, να ζει στο σπιτικό σου, να τρώει, να κοιμάται και κάπου-κάπου να του παίρνεις ένα φουστανάκι ή κάποιο πουκάμισο και είχες κάποιο μηνιαίο ρεγάλο από το κράτος.
Γείτονες ο κύριος Γιάννης που δούλευε καθαριστής σε κάποιο Δήμο της Αθήνας και η κ. Αφροδίτη που ήταν φθηνή μοδίστρα και έκανε και επιδιορθώσεις γυναικείων ρούχων στο σπίτι. Δεν είχαν παιδιά. Ξαφνικά εμφανίστηκε στο σπιτικό τους ο Γιωργάκης. Η κ. Αφροδίτη τον πήρε από το χέρι και άρχισε να γυρίζει στη γειτονιά. Σε όλες τις γειτόνισσες έλεγε χαμηλόφωνα τη μικρή πονεμένη ιστορία της και έφευγε με ένα πρόσωπο που έλαμπε: «Έχουμε και εμείς έναν γιο να μας κοιτάξει στα γεράματά μας».
Το ίδιο έκανε ο κ. Γιάννης στο καφενείο με τους άνδρες της γειτονιάς και όσους δεν έβρισκε στο καφενείο, πήγαινε στο σπίτι τους, έλεγε την ιστορία του και κατέληγε: «Θα το μεγαλώσω όπως μεγαλώνετε και εσείς τα παιδιά σας, θα του δώσω ανατροφή, είναι καλή πάστα, με λέει μπαμπά. Την Αφροδίτη την είπε μαμά από την πρώτη μέρα. Σας παρακαλώ πέστε στα παιδιά σας να τον δεχτούν και να τον κάνουν φίλο».
Τα παιδιά όμως είναι σκληρά στην… παιδική, κυρίως, ηλικία. Δυσκολεύτηκε ο Γιωργάκης, «ο μούλος», ο «υιοθετημένος», το παιδί του «Βρεφοκομείου της Πειραιώς», να ενταχθεί στην παρέα των … «νόμιμων» παιδιών της γειτονιάς. Μόνο με τον αδελφό μου που ζητούσε πάντα να έχει κάποιον υποτακτικό να του κάνει «θελήματα» και να τον… υπακούει, έκανε συντροφιά. Ο φτωχός άνθρωπος και… πατέρας, ο κ. Γιάννης, πήγαινε συχνά-πυκνά για ψάρεμα. Είχε κάποιος φίλος του μια βαρκούλα στο Φάληρο. Συναντιόνταν, ξεμάκραινα, πότε γυρίζοντας ευχαριστημένοι και πότε ξενυχτώντας, περιμένοντας κι ελπίζοντας. Όσες φορές πήγαιναν καλά τα πράγματα και η ψαριά ήταν καλή, έτρωγε φρέσκο ψαράκι και η γειτονιά. Χτύπαγε τις πόρτες της γειτονιάς και το σλόγκαν το ίδιο και σύντομο: «Έχουν μείνει λίγα και είναι λαχταριστά. Μη με ρωτήσετε τιμή δεν ξέρω όσο πληρώνετε τα μπαγιάτικα πληρώστε κι αυτά που σπαρταράνε ακόμη».
Μάζευε περισσότερα απ’ ό,τι αν καθόριζε την τιμή. Ο Γιωργάκης άρχισε να γίνεται, βήμα-βήμα, αποδεκτός από τη σνομπ παιδική ομήγυρη της γειτονιάς. Έμοιαζε ευτυχισμένος. Καλός μαθητής, πιστός φίλος και έδειχνε ότι τιμούσε, σεβόταν και αγαπούσε τους θετούς, ας πούμε, γονείς.
Ο κ. Γιάννης έλαμπε: «Πήραμε τον έλεγχο του γιου μας από το σχολείο, πάει πολύ καλά. Είμαστε υπερήφανοι γι’ αυτόν».
Ένα από τα συνηθισμένα, ψυχρά βράδια του Δεκέμβρη, ένα Σάββατο, ο κ. Γιάννης, έφυγε για το Φάληρο. Τι έγινε, πώς έγινε, κανείς δεν είπε, κανείς δεν είδε, ούτε άκουσε. Ο κ. Γιάννης δεν γύρισε κι ένα αυτοκίνητο του κράτους ήλθε και πήρε τον Γιωργάκη και απ’ ό,τι είπαν η κ. Αφροδίτη τρελάθηκε. Ποια μοίρα τους μοίρανε που λέει και το τραγούδι.