Δύο χρόνια μετά την εκκίνηση της λειτουργίας του κι ενώ ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί η εφαρμογή του στο σύνολο της επικράτειας, το Εθνικό Πρόγραμμα Ασφάλισης Ατόμων με Αναπηρία (National Disability Insurance Scheme – NDIS) βρίσκεται στο μικροσκόπιο. Η δημιουργία του προγράμματος ήταν μία από τις βασικές πολιτικές της κυβέρνησης της Julia Gillard και βασίζεται σε μία ρηξικέλευθη ιδέα: την ετήσια χρηματοδότηση των δικαιούχων, όχι βάσει προβλεπόμενων ανά είδος και βαθμό αναπηρίας παροχών, αλλά εξατομικευμένα, με γνώμονα την κάλυψη των αναγκών ενός εκάστου ατόμου, ώστε να είναι σε θέση να ενταχθούν στην κοινωνία ως ισότιμα μέλη. Αλλά η λειτουργία του μέχρι στιγμής έχει συνοδευτεί από πολλά παρατράγουδα: από καταγγελίες ατόμων που παρά τις αποδεδειγμένες ανάγκες τους έχουν χάσει χρηματοδότηση, μέχρι καθυστερήσεις στις εγκρίσεις των απαιτούμενων ποσών, ενώ υπάρχουν και πολλές καταγγελίες για υπέρογκες δαπάνες σε αμοιβές συμβούλων και συνεργαζόμενων φορέων.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η εφημερίδα ‘The Australian’, σε ειδικό δημοσίευμά της στην έκδοση του Σαββατοκύριακου, το ένα τρίτο του προσωπικού του Εθνικού Ασφαλιστικού Οργανισμού Ατόμων με Αναπηρία (National Disability Insurance Agency – NDIA), του φορέα δηλαδή που έχει αναλάβει το έργο της εφαρμογής του NDIS, είναι συμβασιούχοι, κι αυτό παρά το ότι ο οργανισμός έχει ήδη 2203 εξωτερικούς συνεργάτες που έχουν αναλάβει ο έργο του συντονισμού των κατά τόπους υπηρεσιών. Είναι τέτοιο το ποσοστό εξωτερικής εργασίας που απαιτείται, που ο NDIA απευθύνξηκε στην Νομική Υπηρεσία της Κυβέρνησης, η οποία προειδοποίσε ότι ο οργανισμός κινδυνεύει να παραβεί την εργατική νομοθεσία, προσλαμβάνοντας εξωτερικούς συνεργάτες για καθήκοντα τα οποία θα έπρεπε να τελούν υπάλληλοι που καλύπτονται από την νομοθεσία περί δημοσίων υπαλληλων.

Επιπλέον, αυτή η τακτική της ανάθεσης έργου σε εξωτερικούς συμβασιούχους, έχει κοστίσει 300 εκατομμύρια δολάρια τα τελευταία δύο χρόνια, ενώ το κόστος συνεχίζει να ανεβαίνει.

Η εφημερίδα φέρνει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση της αναλογίστριας Sarah Johnson, η οποία το 2016 βραβεύτηκε ως “αναλογίστρια της χρονιάς” στην ετήσια εκδήλωση του κλάδου. Πρώην εργαζόμενη της εταιρίας συμβούλων PriceWaterhouseCoopers, όπως και ο John Walsh, ένας από τους εμπνευστές του NDIS, η Sarah Johnson προσελήφθη το 2013 προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της στο NDIA, υπολογίζοντας τις οικονομικές επιπτώσεις του προγράμματος. Με την λήξη του συμβολαίου της, το 2016, η αναλογίστρια υπέγραψε ένα νέο πενταετές συμβόλαιο ύψους 2,3 εκατομμυρίων, αυτή τη φορά για να προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες μέσω της προσωπικής της εταιρίας. Η συγκεκριμένη ανάθεση έργου είναι ένα μόνο από τα συμβόλαια που έχει συνάψει ο NDIA για εξωτερικές υπηρεσίες αναλογιστών και συμβούλων, με το συνολικό κόστος να ανέρχεται σε 6,64 εκ δολάρια.

Παρά τις προειδοποιήσεις της νομικής υπηρεσίας για την πιθανότητα αυτό να αντίκειται με την εργατική νομοθεσία και δη με ό,τι αφορά το δημόσιο, η πρακτική αυτή δεν φαίνεται να ανακόπτεται.

Ένας από τους παράγοντες που έχουν οδηγήσει σε αυτό το φαινόμενο, ήταν και η απροθυμία του προσωπικού του NDIA να μετακινηθεί, όταν τα γραφεία του οργανισμού μεταφέρθηκαν από την Κάμπερα στο Geelong. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2016 παραιτήθηκαν και οι τέσσερις από τους υποδιοικητές του NDIA και οι θέσεις παραμένουν κενές, ενώ τα καθήκοντα καλύπτονται προσωρινά από αναπληρωτές.