O Ελληνισμός της Αυστραλίας βρίσκεται πάλι μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση για το αν η Ελληνική θα συμπεριληφθεί στις οκτώ επίσημες γλώσσες της Αυστραλίας. Οι επτά έχουν ήδη αποφασιστεί και τώρα θα «παιχτεί» η όγδοη. Για το λόγο αυτό πρέπει να δοθούν μάχες και είναι απολύτως απαραίτητο να κινητοποιηθούν οι πάντες. Την απόφαση θα την πάρουν οι πολιτικοί, μετά από διαδικασίες που θα τους πείσουν ότι πράγματι η Ελληνική θα πρέπει να επιλεχθεί.

Προσωπικά θα το θεωρούσα αυτονόητο ότι η Ελληνική θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στον κατάλογο των επισήμων γλωσσών. Και τούτο για έναν πολύ απλό λόγο που αφορά σε ζωτικότατα θέματα της Αυστραλίας του σήμερα. Εδώ θα πρέπει να επιμείνω αρκετά για να μην χάνουμε το χρόνο και τη ενέργεια ανακαλώντας πάλι στο παρόν το κλέος των Αρχαίων Ελλήνων. Όχι γιατί κάτι τέτοιο είναι άτοπο ή λάθος. Δυστυχώς, πολύ λίγο πείθουν τέτοια επιχειρήματα σήμερα και ευκολότατα ένας «σοφιστής» πολιτικός μπορεί να τα στρέψει εναντίον μας. Εκείνο που ενδιαφέρει κυρίως είναι η αδήριτη κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό θα μπορούσε πια να μας «απελευθερώσει» από το «αρχαίο» άγχος και να αγγίξουμε το κοινωνικό γίγνεσθαι ως έχει σήμερα και για κάμποσα ακόμη χρόνια στο μέλλον.

Οι πολιτικοί θα πρέπει να κατανοήσουν σαφέστατα ότι ένας μεγάλος κοινωνικός ιστός αυτής της χώρας μιλά, σκέφτεται και ονειρεύεται Ελληνικά. Αυτό δεν σηκώνει κανένα παζάρι ούτε διαπραγμάτευση. Θα ήταν τραγικό λάθος για τους πολιτικούς να φιμώσουν γλωσσικά ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας μας.
Το Ελληνικό στοιχείο εντάχτηκε επιτυχέστατα στο κοινωνικό σώμα της Αυστραλίας και τούτο είχε και έχει μεγάλη σημασία για την κοινωνική συνοχή και την ασφάλεια της χώρας, ειδικότερα μάλιστα για πιο νευραλγικές περιοχές όπως εκείνη του Ντάργουιν. Τούτο στάθηκε δυνατό επειδή ακριβώς η Ελληνική εξασφάλισε τις κατάλληλες συνθήκες για κάτι τέτοιο. Γιατί λοιπόν να πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση κάτι που εγγυάται και θεσμοθετεί την ασφάλεια αυτής της χώρας;

Κάποιος πολιτικός θα μπορούσε να κάνει ένσταση εδώ και να πει ότι βάσει τον αριθμό των εγγραφών στα επίσημα γλωσσικά προγράμματα της Αυστραλίας η Ελληνική δεν έχει καταφέρει να συσπειρώσει εντυπωσιακούς αριθμούς εγγραφών και κυρίως στα πιο προχωρημένα στάδια εκμάθησής της. Σε αυτή τη λογική χρειάζεται να εναντιωθούμε: πρώτον θα πρέπει κάποτε να μελετηθεί σοβαρά θέμα της ποιότητας/ποσότητας και να μην μας ξεγελούν οι μεγάλοι αριθμοί∙ δεύτερον, όπως είπα πιο πάνω, η σπουδαιότητα μιας γλώσσας κρίνεται κυρίως από το βαθμό συλλογικής της χρήσης, η οποία ανά πάσα στιγμή δημιουργεί δεδομένα πραγματικά που ξεπερνούν κατά πολύ κάθε αριθμητική εγγραφών στα σχολεία και τριτοβάθμια ιδρύματα.

Αλλά και μια σωστή ανάλυση των αριθμών θα μπορούσε να αποδείξει ότι η εκμάθηση της Ελληνικής είναι πολύ πιο σημαντική όσον αφορά τον «παραγωγικό» κοινωνικό αντίκτυπο της Αυστραλίας, κάτι που θα μπορούσε να ισχύσει και για την Ιταλική. Εδώ να επισημάνουμε επιπλέον ότι για δεκαετίες η Ελληνική Πολιτεία επενδύει στην εκμάθηση και διατήρηση της Ελληνικής στην Αυστραλία: με άλλα λόγια έχει επενδύσει και επενδύει συνεχώς στην ίδια την εκπαίδευση της Αυστραλίας και θα ήταν τουλάχιστον αγενές να αγνοηθεί παντελώς το αποτελεσματικό αυτό «συμβόλαιο».

Σε σχέση με την κοινωνική δυναμική της Ελληνικής στην Αυστραλία: δεν έχουμε ακόμη καμιά σοβαρή μελέτη για το εύρος χρήσης της Ελληνικής σε καθημερινό επίπεδο και κυρίως σε ό,τι αφορά τις δομημένες λειτουργίες της αυστραλιανής κοινωνίας. Εμπειρικά όλοι το γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει υπηρεσία στην Αυστραλία σήμερα – στον κρατικό και ιδιωτικό τομέα – όπου δεν απαιτείται η παρέμβαση κάποιου ή κάποιας για να λυθούν θέματα επικοινωνίας στην Ελληνική. Ένας τομέας μάλιστα όπου το θέμα αυτό γίνεται όλο και πιο απαιτητικό και όπου οι διάφορες υπηρεσίες δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν με επάρκεια στο άμεσο μέλλον είναι εκείνος της ιατρικής περίθαλψης και ειδικότερα τις μεγάλες ανάγκες που θα αντιμετωπίσουν δεκάδες χιλιάδες άτομα ελληνικής καταγωγής που πέρασαν ή θα περάσουν στην τρίτη ηλικία.
Από ερευνητική μελέτη που έχω ξεκινήσει εδώ και δυο χρόνια ως επικεφαλής ομάδας ερευνητών του τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών, Του Τμήματος Ψυχολογίας και εκείνου των Επιστημών της Υγείας στο Πανεπιστήμιο Φλίντερς, διαπιστώνουμε το τι εκρηκτική κοινωνική κατάσταση δημιουργείται μπροστά στα μάτια μας και στην οποία θα πρέπει να ανταποκριθούμε συντομότατα, όσον αφορά στην τρίτη ηλικία ελληνικής καταγωγής: από την έρευνα προκύπτει ότι το αποφασιστικότερο εργαλείο που θα βοηθήσει στο να ξεπεραστεί αυτή η κρίση είναι η γλώσσα η ελληνική και θα το θεωρούσαμε τουλάχιστον απάνθρωπο να μην μας απασχολήσουν οι γλωσσικές ανάγκες μιας μεγάλης μερίδας των πολιτών της Αυστραλίας, οι οποίοι έδωσαν τα παραγωγικότερα χρόνια της ζωής τους για τη χώρα αυτή .

Επειδή οι πολιτικοί αντιλαμβάνονται μόνο κοινωνικές και οικονομικές συνισταμένες, με βάση το παράδειγμα που χρησιμοποίησα πιο πάνω, είναι καιρός να αναλογιστούν α) πώς θα αντεπεξέλθουν κοινωνικά στο πιο επείγον πρόβλημα που αντιμετωπίζει και θα αντιμετωπίσει η κοινωνία μας, αν δεν λάβουν σοβαρά υπόψη επιστημονικές μελέτες για τις ανάγκες της κοινωνίας της οποίας ηγούνται και β) πόσα εκατομμύρια θα κερδίσει ο κρατικός προϋπολογισμός όταν δεν θα ξοδέψει σπάταλα την τελευταία στιγμή, προωθώντας ατελέσφορους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και ιδρυματοποιήσεις, εκεί που μπορεί να βρεθεί μια πολύ πιο ανθρώπινη λύση μέσα από «οικολογικές» πολιτισμικές διαδικασίες, θεμελιωμένες στη γλώσσα: γραπτή, προφορική και συμβολική.

Τούτα είναι μερικά από τα καυτά θέματα που φαίνεται ότι δεν είναι και τόσο κατανοητά στους πολιτικούς μας. Ίσως δεν φταίνε αυτοί και ίσως είναι καιρός να τους τα υπενθυμίσουμε. Εδώ δεν παίζονται ούτε πρωτιές ούτε λόγια χωρίς «αντίκρισμα». Εδώ παίζεται μια κοινωνική καυτή πραγματικότητα, έτσι όπως την ενσαρκώνεται η καθημερινή χρήση της γλώσσας και οι εκατοντάδες χιλιάδες των χρηστών της.

* Ο καθηγητής Μιχάλης Τσιανίκας  είναι υπεύθυνος του Τμήματος Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο Flinders Νότιας Αυστραλίας