Με τις μεγάλες συζητήσεις που προέκυψαν με αφορμή της διεκδίκησης της 8ης θέσης της Ελληνικής στον επίσημο πίνακα των γλωσσών στην Αυστραλία κρίνω σκόπιμο σήμερα να μιλήσω για το παράδειγμα του Ντάργουιν. Βρέθηκα πάλι εκεί για την αρχή των μαθημάτων Ελληνικής στο πανεπιστήμιο που εγκαινιάσαμε επιτυχώς πριν από επτά χρόνια. Η επιτυχία αυτή στάθηκε δυνατή επειδή υπήρξε και υπάρχει ισχυρή στήριξη από τον εκεί Ελληνισμό και χωρίς την οποία δεν θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί τίποτε.

Μέσα στα επτά αυτά χρόνια α) δεκάδες ήδη φοιτητές έχουν κάνει ελληνικά, β) ένα σημαντικό πρόγραμμα μετεκπαίδευσης εκπαιδευτικών προετοίμασε το έδαφος για να στελεχωθούν πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση με ικανούς εκπαιδευτικούς και γ) κάθε Ιούλιο οργανώνονται προγράμματα για φοιτητές του Φλίντερς και του Ντάργουιν που επισκέπτονται Κάλυμνο και Μακεδονία, για τρεις εβδομάδες, στο πλαίσιο ενός μοναδικού εκπαιδευτικού προγράμματος (για το οποίο θα γράψουμε σύντομα).

Πριν προχωρήσω θα πρέπει να πω ότι εκτός από την καταλυτικής σημασίας υποστήριξη της Ομογένειας του Ντάργουιν, όλα τα παραπάνω φέρουν τη σίγουρη και ευδιάκριτη υπογραφή του συναδέλφου μου, Γεωργίου Μ. Φραζή, ο οποίος έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος από τον προσωπικό του χρόνο για να γίνουν όλα τα παραπάνω.

Φυσικά όλα αυτά δεν είναι και τόσο γνωστά. Πάγια στάση μας είναι να δουλεύουμε, αποφεύγοντας την χρυσοπλούμιστη επικαιρότητα, πράγμα που εξάλλου χαρακτηρίζει όλους τους συναδέλφους μας που εργάζονται στα διάφορα Τμήματα Νεοελληνικών Σπουδών αυτής της χώρας. Σπούμε όμως σήμερα αυτή την παράδοση και βγαίνουμε να «διαφημιστούμε», όχι για κανένα άλλο λόγο, παρά μόνο γιατί θέλουμε να δηλώσουμε ότι το παιχνίδι δεν είναι χαμένο και ότι με σύνεση, μέτρο και αυτοπροσδιορισμό μπορούμε να επιτύχουμε τα μέγιστα. Και αυτά θα είναι καρπός μιας «συνταγματικής» θέσης, η οποία θα προκύπτει από την κοινωνική συναντίληψη και, το κυριότερο, συλλογικές, φρόνιμες, διαδικασίες. Έτσι, για να το ξεκαθαρίσω τώρα εδώ, δεν έχει καμιά σημασία αν σήμερα σε αποκαλούν προφέσορα, αύριο μπορεί να είσαι τίποτα. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να το νιώσουμε, ότι οι καθηγητές των Νεοελληνικών Τμημάτων του εξωτερικού δεν έχουν ουσιαστική εξουσία, την εξουσία την παίρνουν από τη συνετή σχέση που αναπτύσσουν με τα πανεπιστήμιά τους και φυσικά όταν τιμούν σωστά το κοινωνικό τους «συμβόλαιο».

Ξαναγυρίζω στο Ντάργουιν. Το μέλημα της επιτροπής που πλαισίωσε το πρόγραμμα Νεοελληνικών Σπουδών ήταν, πώς θα σταθεί δυνατό να υπάρξει μια «συμπαγής» προσέγγιση που να εξασφαλίζει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα σε βάθος χρόνου. Και αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο, αν υπήρχε μια λογική και συγκεκριμένη συνέχεια «οδών» που θα έβγαζε τα παιδιά από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο. Αυτή είναι η αχίλλειος πτέρνα των Ελληνικών στην Αυστραλία γιατί δεν βρέθηκε τρόπος να αντιμετωπιστεί η αιμορραγία που παρατηρείται όσο περνούμε στα ανώτερα στάδια εκπαίδευσης.

Στο Ντάργουιν η κατάσταση στη Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ήταν αρκετά απελπιστική και αυτό θα επηρέαζε αυτομάτως και το μέλλον της Ελληνικής στο πανεπιστήμιο. Με μια συστηματική και νηφάλια προσέγγιση στάθηκε δυνατό τα τελευταία τρία χρόνια να μπουν τα ελληνικά σε επτά (7!) δημοτικά (κυρίως) κρατικά σχολεία με τρόπο, που μόλις κλείνει η μια πόρτα μιας εκπαιδευτικής βαθμίδας μπροστά στα μάτια των παιδιών έχει, ήδη, ανοίξει η άλλη. Έτσι, ο αριθμός των παιδιών που παρακολουθούν σήμερα Ελληνικά στην πρωτοβάθμια κρατική εκπαίδευση, ανέρχεται σε αρκετές εκατοντάδες. Σε αυτό βοήθησε πολύ και η προετοιμασία των εκπαιδευτικών, για τους οποίους μίλησα πιο πάνω -μόνιμο εξάλλου αίτημα των σοβαρών σχολείων. Την υπογραφή της επιτυχίας αυτού του ανεπανάληπτου εγχειρήματος φέρει το όνομα μιας ακούραστης και ανιδιοτελούς παρουσίας, της Αντζέλικας Πούλου. Το περασμένο Σαββατοκύριακο με «ξενάγησε» μέσα από το αρχειακό -αλλά ολοζώντανο κόσμο, του επιχειρησιακού της επιτελείου και έμεινα άναυδος με τα αποτελέσματα.

Δυστυχώς, σε ένα μεγαλεπήβολο κείμενο, που κυκλοφόρησε τελευταία και απευθύνεται στην πολιτική ηγεσία της Αυστραλίας, βιαστικά και απρόσεκτα δηλώνεται, ότι στο Ντάργουϊν δεν «υπάρχει ούτε ένα πρόγραμμα ελληνικών στα Δημοτικά κρατικά σχολεία» («Greek is not offered in government primary schools in Queensland, Tasmania and Northern territory”). Αντιλαμβάνεται κανείς, ότι χάνουμε ένα δυνατό επιχείρημα να υπερασπιστούμε πραγματικά τη γλώσσα μας –γιατί μόνο οι αριθμοί μετρούν – και μάλιστα στα κρατικά προγράμματα – και όχι εάν οι Αυστραλοί μπορούν και ψελλίζουν τη λέξη «taramas», «bouzouki», «saganaki» – που στο κάτω-κάτω δεν είναι ελληνικές, είναι τουρκικές!

Παράλληλα, στο σχετικό κείμενο διαβάζει κανείς διάφορα σενάρια αριθμών, π.χ., «Το 2008, περίπου 41.000 μαθητές διδάσκονταν Ελληνικά (“In 2008, approximately 41.000 students attended classes in Greek […]”), για να γίνουν πιο κάτω 38.468 («Grand total»), και λίγο πιο κάτω: «Το 2008, όπως ήδη σημειώθηκε, υπήρχαν περίπου 38.000 μαθητές» («In 2008, as this was already noticed, there were approximately 38.000 students of the Greek language»).
Θα με ρωτούσε κάποιος, γιατί γίνομαι μίζερος με τους αριθμούς. Το ζήτημα αφορά στην επιστημονική ακρίβεια, για μια εργασία που φιλοδοξεί να εμφανίζεται ως τέτοια. Η σχετική προχειρότητα, όμως, εγείρει ερωτηματικά για όσους διαβάζουν προσεκτικά, αλλά και ερωτήματα γενικά για τα υπόλοιπα στοιχεία που δημοσιοποιεί το σχετικό κείμενο.

Το άλλο θέμα που εγείρει το εν λόγω κείμενο – που το χαρακτηρίζει μια προβληματική βιασύνη -, πιο σημαντικό αυτό, είναι το περίεργο γεγονός ότι γίνεται συστηματική αναφορά ως το 2008, ενώ είμαστε στο 2010 (και αυτό μετρά τελικά). Από την άλλη πάλι, ο συγγραφέας του κειμένου, μιλά για το 2008, αλλά στο νου του έχει το 2010. Σημειώνει χαρακτηριστικά κάπου: «Τα τελευταία πέντε χρόνια (2003-2008), ο αριθμός στα δημοτικά σχολεία που προσφέρουν Ελληνικά […]» («In the last five years (2003-2008), the number of primary schools offering regular Greek language» […]).

Το κείμενο φαίνεται ότι είναι δάνειο από άλλο, προηγούμενο, χωρίς ο συγγραφέας να κάνει τον κόπο να το «αναρτήσει» στο 2010. Χωρίς να αναλογιστεί, ότι γράφει εκ μέρους ενός φορέα και ότι θα τον διαβάσουν τα πιο διεισδυτικά μάτια της Καμπέρας!
Γιατί αυτή η φοβερή βιασύνη σε βάρος μίας κοινής προσπάθειας του Ελληνισμού να στηρίξει τη διδασκαλία της γλώσσας και του πολιτισμού μας σε ολόκληρη την Αυστραλία; Η βιασύνη εγκυμονεί πάντοτε τον κίνδυνο κατάρρευσης κάθε κοινής προσπάθειας μας δίδαξε η κατάρρευση του ΕΚΕΜΕ, που μας λείπει στην παρούσα, κρίσιμη φάση που περνούμε.

 Κάποιος καλόπιστος αναγνώστης θα αναρωτηθεί πάλι αν γίνομαι εμπαθής. Δεν έχω λοιπόν παρά να αναφέρω ακόμη ένα παράδειγμα που αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο «συγγράφει» ο συγγραφέας του κειμένου. Συγκεκριμένα, κάποια στιγμή, μας λέει ότι «[…] το New England University θα κλείσει τις Ελληνικές Σπουδές το Δεκέμβριο του 2005» («[…] the New England University terminates its Greek Studies program in December 2005”).

Το κείμενό μου σήμερα δεν θα ήθελα να εκληφθεί ως πρόκληση, αλλά ως ένας τρόπος για να εκφράσω την αγωνία μου για τον τρόπο που μεθοδεύονται κάποια σοβαρά θέματα από συλλογικούς οργανισμούς. Ούτε θα ήθελα κάποιος αβασάνιστα να μου ρίξει την εύκολη ρετσινιά ότι στην παρούσα φάση ζημιώνω την κοινή προσπάθεια για το καλό των Ελληνικών. Αντίθετα, όπως πολύ πικρά μας δίδαξε η νωπή ιστορία, η ανοχή για λόγους «δεοντολογικούς» μας βγάζει στο «παζάρι».

Εάν ο συντάκτης του κειμένου έγραφε μόνο ως άτομο, δεν θα υπήρχε λόγος να παρέμβω σήμερα. Εκφράζω όμως την έκπληξή μου για μια τόσο σοβαρή κίνηση, από αντιπροσωπευτικά όργανα, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι στοιχειωδέστερες διαδικασίες: συλλογικότητα, τελευταία στατιστικά στοιχεία, ποιος, πώς και γιατί υπογράφει κείμενα, σωφροσύνη, συνδιαλλαγή και συμμετοχή ενός ευρύτερου κόσμου από ακαδημαϊκούς, λογοτέχνες, διανοούμενους, φοιτητές, πολιτικούς κτλ., πριν «παμψηφεί» εγκρίνουμε κάτι. Γιατί, τον ίλαρχο που αφήνουμε να πάει μονάχος μπροστά, χωρίς να κοιτάζει πίσω, πολύ σύντομα θα διαπιστώσουμε ότι μας έχασε, και όλο το ιππικό μας.

* Ο καθηγητής Μιχάλης Τσιανίκας είναι διευθυντής του Τμήματος Ελληνικών του Πανεπιστημίου Flinders Νότιας Αυστραλίας.