Αναμφίβολα η γλώσσα του κάθε λαού είναι σημαντική και βασικό στοιχείο της ταυτότητάς του. Το ίδιο ισχύει και για τους Έλληνες, ιδιαίτερα τους Έλληνες της Διασποράς για ευνόητους λόγους. Η διδασκαλία των Ελληνικών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης επετεύχθη με αρκετούς αγώνες. Η ελληνομάθεια στη δημόσια εκπαίδευση στη Βικτώρια σημείωσε άνοδο και πτώση και αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας είτε προσπάθειας είτε και αδράνειας αντίστοιχα. Τώρα με την ευκαιρία της ανάπτυξης των Γλωσσικών Στρατηγικών για το αυστραλιανό εκπαιδευτικό σύστημα, τόσο σε πολιτειακό όσο και ομοσπονδιακό επίπεδο, καλούμαστε ως Παροικία να δράσουμε ώστε η Ελληνική γλώσσα να αναγνωριστεί ως “γλώσσα προτεραιότητας”/“Key language”, και να συμπεριληφθεί στα σχολικά προγράμματα. Προς τον σκοπό αυτό έχουν ήδη ενεργοποιηθεί αρκετοί φορείς της Παροικία μας. Η προσπάθειά μας πρέπει να στραφεί προς δύο κατευθύνσεις. Αφενός μεν θα πρέπει να προβάλουμε την εκπαιδευτική σημασία της διδασκαλίας της Ελληνικής γλώσσας, αφετέρου δε να ασκήσουμε πολιτική πίεση.

Είναι αποδεδειγμένο ότι η εκμάθηση άλλων γλωσσών είναι σημαντική για εκπαιδευτικούς λόγους, γιατί βοηθάει γενικότερα στη μάθηση και απόδοση των μαθητών. Ειδικότερα, μέσω της γλώσσας προάγεται η πολιτιστική κατανόηση, ανοχή και συνεργασία, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για μια πολυεθνική κοινωνία όπως η Αυστραλία. Σήμερα που όλος ο κόσμος κινείται με άξονα την παγκοσμιοποίηση και που τα άτομα ταξιδεύουν για διάφορους λόγους (οικονομικούς, εμπορικούς, εκπαιδευτικούς, λόγους αναψυχής κ.ο.κ.) η εκμάθηση μιας δεύτερης και τρίτης γλώσσας είναι επιτακτική. Δεν νοείται μορφωμένος άνθρωπος ο οποίος να μη γνωρίζει άλλες γλώσσες.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, έχει ως στόχο να πετύχει μέσω των εκπαιδευτικών προγραμμάτων οι πολίτες της να κατέχουν τρεις τουλάχιστο ευρωπαϊκές γλώσσες.
Το ερώτημα είναι γιατί να συμπεριληφθεί η Ελληνική και όχι οποιαδήποτε άλλη από τις προτεινόμενες γλώσσες, Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά επιχειρήματα τα οποία μπορούν να προβληθούν. Αναμφίβολα, ιστορικά η Ελληνική είναι η παλαιότερη γλώσσα της Ευρώπης με μεγάλη επίδραση σε άλλες γλώσσες, συμπεριλαμβανομένης και της Αγγλικής. Η εκμάθηση της Ελληνικής επομένως μπορεί να βοηθήσει όχι μόνο τους ελληνικής καταγωγής μαθητές αλλά και όλους τους μαθητές να κατανοήσουν πιο εύκολα τους κλάδους των σπουδών που θα επιλέξουν. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα, την ορολογία της Βιολογίας, της Ιατρικής, των Μαθηματικών, των θετικών αλλά και ανθρωπιστικών επιστημών. Με βάση τα στατιστικά στοιχεία, η Ελληνική είναι η τρίτη ομιλούμενη γλώσσα στην Αυστραλίας. Επομένως είναι μια γλώσσα ζωντανή και σε χρήση στην πολυεθνική κοινωνία της Αυστραλίας. Πόλεις της Αυστραλίας, όπως η Μελβούρνη και το Σύδνεϋ, είναι από τις μεγαλύτερες ελληνόφωνες πόλεις εκτός Ελλάδας και Κύπρου. Μπορούν επομένως να αποτελέσουν ένα χώρο επικοινωνίας μεταξύ φυσικών ομιλητών της γλώσσας και σπουδαστών και κατά συνέπεια με καλύτερα αποτελέσματα γι’ αυτούς και καλύτερες προοπτικές για ανάτυξη συνεργασίας σε πολλούς τομείς στο μέλλον. Η Ελληνική είναι μια γλώσσα που έχει ζήτηση από μια σημαντική ομάδα που απαρτίζει την αυστραλιανή κοινωνία. Και αφού σήμερα όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα κινούνται -όπως και τα οικονομικά- με βάση την ζήτηση για προσφορά, αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη.

Η Ελληνική πρέπει να συμπεριληφθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα γιατί η ελληνική παροικία πρόσφερε σημαντικά στην εξέλιξη και διαμόρφωση της πολυπολιτιστικής κοινωνίας της Αυστραλίας. Αυτό έχει ως συνέπεια τη διαπολιτισμική κατανόηση και κατά συνέπεια την αρμονική συμβίωση. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η υπάρχουσα υποδομή για τη διδασκαλία της γλώσσας σε όλα τα επίπεδα και συστήματα.

Τα Τμήματα Εκαπαίδευσης των Πολιτειών μπορούν πολύ εύκολα να “εκμεταλλευτούν” την υπάρχουσα υποδομή για βιώσιμα γλωσσικά προγράμματα και καλύτερα αποτελέσματα, κάτι που αποτελεί βασικό σκοπό της ανάπτυξης γλωσσικών στρατηγικών για τα σχολεία. Η ύπαρξη επίσης προγραμμάτων Ελληνικών Σπουδών σε πανεπιστήμια της Αυστραλίας ενισχύει τη βιώσιμότητα των σχολικών προγραμμάτων.

Τόσο η ομοσπονδιακή, όσο και οι πολιτειακές κυβερνήσεις θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι για να πετύχει η διδασκαλία των γλωσσών στο κρατικό σύστημα χειάζεται οικονομική ενίσχυση, παροχή κινήτρων στους εκπαιδευτικούς και μαθητές, αύξηση των ωρών διδασκαλίας, βελτίωση των μέσων διδασκαλίας, κ.ο.κ. Αν οι μαθητές δεν επιλέγουν την εκμάθηση μιας γλώσσας μέχρι και το επίπεδο του VCE και αν τα αποτελέσματα δεν είναι τα επιθυμητά, αυτό οφείλεται και στις αδυναμίες του ίδιου του εκπαιδευτικού συστήματος, οι οποίες πρέπει να εντοπιστούν και να αντιμετωπιστούν με τις νέες στρατηγικές για τη διδασκαλία των γλωσσών που βρίσκονται υπό ανάπτυξη. Σε ένα νέο, πιο θετικό πλαίσιο, πιστεύουμε ότι και η διδασκαλία της Ελληνικής στο κρατικό σύστημα μπορεί να πετύχει, με θετικά αποτελέσματα για τους ελληνικής και μη ελληνικής καταγωγής μαθητές.


*Η Μαρία Ηροδότου είναι συντονίστρια Προγράμματος Ελληνικών Σπουδών τουΠανεπιστημίου La Trobe.