Ύστερα από πολύ έντονη παροικιακή δραστηριότητα που καλύπτει έξι δεκαετίες, τόσο σε ομογενειακούς οργανισμούς όσο και στα παροικιακά μας μέσα ενημέρωσης, φυσιολογικό είναι να έχω συγκεντρώσει μεγάλη ποσότητα αρχειακού υλικού, σημαντικό ποσοστό από το οποίο αφορά πρωτοποριακές κινήσεις που αποτέλεσαν το ξεκίνημα μερικών από όσα εδραιώθηκαν και αναπτύχτηκαν αργότερα και που, εκτός από τη συναισθηματική τους αξία, ίσως έχουν και κάποια βαρύτητα ως πληροφοριακές πηγές.

Το υλικό αυτό με προβληματίζει τώρα, όπως σίγουρα θα απασχολεί και πολλούς άλλους συμπάροικους της τρίτης ηλικίας για το δικό τους υλικό, για το πού θα τα αφήσουμε φεύγοντας κάποτε από τον κόσμο μας.

Αν, όμως, το πρόβλημα μάς απασχολεί για τις ατομικές, τις ιδιωτικές μας αρχειακές συλλογές, το ανάλογο, αλλά πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα της κληρονομιάς του τωρινού πλούτου της οργανωμένης παροικίας, θα έπρεπε να μάς απασχολεί ομαδικά, πολύ πιο σοβαρά και πολύ πιο έντονα.
Όσα υπάρχουν τώρα στους οργανισμούς μας πόσο σίγουρο είναι ότι θα παραμείνουν στους κόλπους της παροικίας, όταν οι οργανισμοί αυτοί φτάσουν στο τέλος της φυσιολογικής τους ύπαρξης;

Όπως οι γονείς φροντίζουν να εξασφαλίζουν, με νομικές κατοχυρώσεις, τη μεταβίβαση στα παιδιά τους των περιουσιακών τους στοιχείων, δεν θα έπρεπε κι εμείς, ως οργανωμένο σύνολο, να είχαμε ενδιαφερθεί σοβαρά κατοχυρώνοντας τις ιδιοκτησίες των οργανισμών μας, το υλικό τους – σε όποια μορφή κι αν είναι αυτό – κι ό,τι, τέλος πάντων, είναι καρποί ανυπολόγιστων κόπων και θυσιών πολλών τωρινών και παλιότερων μελών και υποστηριχτών τους;
Για να εκφραστούν, όμως, σκέψεις με συγκεκριμένες εισηγήσεις για το πώς να ανταποκριθούμε σωστά και πρακτικά στο σημαντικό αυτό ερώτημα, θα πρέπει πρώτα να ρίξουμε μερικές ματιές στο πόσο τακτοποιημένα είναι όσα τώρα αποτελούν περιουσίες των οργανισμών μας, πριν τολμήσουμε να υποδείξουμε τρόπους του πώς να ενεργήσουμε, αν χρειαστεί, για την κληροδότηση των περιουσιών τους σε άλλους.

Για να είναι σε θέση οι γιατροί να συστήσουν θεραπείες στους νοσούντες πελάτες τους, πρέπει πρώτα να εντοπίσουν την πάθηση και να επικεντρώσουν την αιτία της.
Πώς, όμως, εμείς να μελετήσουμε την περίπτωση της μεταβίβασης σε άλλους όσων έχουμε, όταν εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε ξεκάθαρες αντιλήψεις για το τι ακριβώς αποτελεί περιουσία μας;

Οι περισσότεροι από τους συλλόγους μας που διαθέτουν δικά τους κτίρια, δεν κρατούν καν λεπτομερείς καταστάσεις όσων περιλαμβάνονται σ’ αυτά, της αγοραστικής τους αξίας και της τωρινής τους εκτίμησης. Στις διοικήσεις τους σπάνια αναφέρονται μέλη με ευθύνη του υλικού τους, έτσι που όλα βασίζονται, απλά και ανεύθυνα, στις προφορικές βεβαιώσεις τους για το τι υπάρχει.

Η κατάσταση είναι πολύ πιο τραγική στις εκκλησίες μας, που είναι γεμάτες με απερίγραπτο πλούτο, για τον οποίο δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου λεπτομερειακός έλεγχος, σε βαθμό που ολόκληρα τέμπλα χαρίζονται από τη μία εκκλησία στην άλλη, χωρίς να έχουν κρατηθεί συγκεκριμένα στοιχεία για τέτοιες μεταβιβάσεις.
Παραγγελίες πολυελαίων, εικόνων και άλλων βαρύτιμων σκευών, γίνονται από ιερείς με απόλυτη και ανεξέλεγκτη ελευθερία στις ενέργειες τους, ενώ ο συναγωνισμός μεταξύ τους για το ποιος θα πλουτίσει τη δική του εκκλησία περισσότερο και πιο εντυπωσιακά, έγινε πια αυταπόδεκτη ρουτίνα.

Όταν ρώτησα πρόσφατα κάποιον κοινοτικό μας παράγοντα γιατί να θέλουν να αλλάξουν τα κεραμίδια της σκεπής του ναού τους, αφού αυτά που υπάρχουν και καλά είναι αλλά και δεν δημιουργούν προβλήματα, μού απάντησε, με τη μεγαλύτερη αφέλεια, ότι «έτσι θέλει ο παπάς μας!»

Για τη γενική ανοικοδόμηση μιας εκκλησίας μας πριν λίγα χρόνια, σχολιάστηκε εκτεταμένα στην περιοχή της, ότι το κτίσιμο είχε ανατεθεί από τον ιερέα της σε στενό συγγενή του, χωρίς να ζητηθούν προσφορές από άλλους και με συζητήσεις ότι το έργο στοίχισε κατά πολύ περισσότερο από ό,τι περίμεναν.
Η έλλειψη λεπτομερειακής και διαφανούς αντίληψης των περιουσιακών μας στοιχείων, της προσδίδει πιθανότητες για επικίνδυνες συνέπειες. Ήδη, η φθορά άρχισε να διαφαίνεται όχι μόνο στη λειτουργία αλλά και σ’ αυτή την ίδια την ύπαρξη των οργανισμών μας.

Κάμποσα από τα υποτιθέμενα εντευκτήρια συλλόγων μας, παρ’ ότι αγοράστηκαν ή κτίστηκαν ύστερα από ανείπωτες προσπάθειες πολλών, τώρα ανοίγουν ελάχιστες φορές κάθε τόσο, μόνο για να χρησιμοποιούνται από μερικούς ηλικιωμένους για λίγο «χαρτί» ή για μια παρτίδα ταβλιού.

Το καταπληκτικό τριώροφο κτίριο των Ιθακησίων στην  καρδιά του Ελίζαμπεθ Στρητ, στο Σίτι, στέγασε μόλις 4-5 εκδηλώσεις με περίπου εκατό άτομα σε κάθε μία όλο τον περυσινό χρόνο. Το κτίριο ανακαινίστηκε πρόσφατα έναντι δύο εκατ. δολαρίων και η τωρινή του αξία είναι ανυπολόγιστη.

Το κτίριο του Παναιγιαλείου είναι νοικιασμένο ολοκληρωτικά σε ξένους, όπως είναι νοικιασμένο και το κτίριο του ουσιαστικά ανύπαρκτου Ινστιτούτου Μακεδονικών Σπουδών στο Μπράνσγουικ, παρ’ ότι η αγορά του έγινε με επιχορήγηση $42.843, που παρέσχε η ελληνική κυβέρνηση τ στις 23/11/1987. Όταν, μάλιστα, οι μετρημένοι σε μονάδες (ούτε καν δεκάδες) που είναι προσκολλημένοι σ’ αυτό αρνήθηκαν να το πουλήσουν προς $700.000, που είχε φτάσει ο πλειστηριασμός του στις 13/9/2008, ζητώντας ακόμη και $850.000, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει τι θα γίνονταν τόσα χρήματα αν το κτίριο είχε τότε πουληθεί ή όταν πουληθεί κάποτε, παρ’ ότι η ύπαρξη του… Ινστιτούτου βεβαιώνεται και η κατεύθυνσή του γίνεται μόνο από τους γνωστούς πια πρώην υπεύθυνους του ΕΚΕΜΕ.

Με τις φημολογούμενες, μάλιστα, δικαστικές αγωγές κατά του Πανεπιστημίου La Trobe από διοικητικά στελέχη του ταλαιπωρημένου εκείνου ΕΚΕΜΕ, σε περίπτωση μη επιτυχημένης έκβασης των δικαστικών αυτών αγώνων, κινδυνεύουμε και πάλι ως παροικία να εμπλακούμε σε νέες ταλαιπωρίες.
Η Κυπριακή Κοινότητα φαίνεται να βουλιάζει όλο και πιο βαθιά με τα επαυξανόμενα χρέη της, ενώ στην περιβόητη για τα χάλια της ΕΕΑΜΑ, η τωρινή της διοίκηση έχει πια αναίσχυντα στόχο της την κατασπατάληση όσων υπάρχουν σε επιδοτημένα από το σύλλογο φαγοπότια και εκδρομές όσων ενεργών μελών τους απέμειναν. Ας αφήσουμε και το ότι οι άνθρωποι αυτοί αγόρασαν ένα κτίριο προς 5,5 εκατ., χωρίς καν να εξετάσουν τι περιλαμβάνονταν στην αγορά του!!

Η ομογένεια έλπιζε ότι οι κινήσεις του ΕΚΕΜΕ και του Ελληνικού Κέντρου του RMIT θα απέβαιναν πυρήνες για συγκέντρωση αρχικά του παροικιακού αρχειακού μας υλικού και, πιο μελλοντικά, ίσως στην οργάνωση άλλων παμπαροικιακών μας προσπαθειών, δυστυχώς όμως και τα δύο έσβυσαν με τον πιο άδοξο και, το πρώτο, με τον πιο σκανδαλώδη τρόπο.

Όταν το 2001 άρχισε μια σοβαρή κίνηση για εντοπισμό και καταγραφή (μόνον καταγραφή) όσων με παροικιακό ενδιαφέρον βρίσκονταν σε ιδιωτικά σπίτια, συλλόγους, πανεπιστημιακά Κέντρα και αλλού, πολεμήθηκε με φανατισμό από τους τότε υπεύθυνους του ΕΚΕΜΕ, που, προφανέστατα, την είδαν σαν αποκάλυψη του τρόπου που αυτοί κατεύθυναν το Κέντρο τους και που, τελικά, κατέληξε σε διάλυσή του. Αν η κίνηση εκείνη, από έμπειρους, γνωστούς και ευυπόληπτους συμπάροικους, είχε τότε αφεθεί να επιζήσει, δεν θα ήμασταν τώρα στην τραγική κατάσταση να μη γνωρίζουμε πώς κατέληξαν όσα ήσαν στο Κέντρο του RMIT και πόσα ίσως χάθηκαν από αυτά που είχαν παραχωρηθεί στο ΕΚΕΜΕ.

Οι θεωρίες των πιο αισιόδοξων ανάμεσα μας ότι σαν ομογένεια είμαστε αρκετά ισχυροί για να αντέξουμε σε εξωτερικούς ή άλλους κινδύνους, δεν ευσταθούν, επειδή όλα τώρα δείχνουν ότι από δεκαετία σε δεκαετία πέφτουμε όλο και πιο κάτω αντί να παρουσιάζουμε βελτιώσεις στις πρηγούμενες καταστάσεις μας ή να δημιουργούμε καινούριες.

Η  γλώσσα μας υφίσταται μια επικίνδυνη ύφεση σε βαθμό που υποχρεωνόμαστε να οργανώνουμε εκστρατείες με αγώνες όχι να τη ξαπλώσουμε ευρύτερα αλλά απλά να τη σώσουμε, ζητιανεύοντας περίληψη της στα κρατικά προγράμματα διδασκαλίας ξένων γλωσσών. Οι αριθμοί των παιδιών μας που παρακολουθούν τα ελληνικά στα κρατικά και στα άλλα σχολεία και στα πανεπιστήμια όλο και συρρικνώνονται ενώ μεταξύ των εκκλησιαζόμενων στους ναούς μας σπάνια οι νεώτεροι ξεπερνούν ένα μικρό, πολύ μικρό ποσοστό.

Το ίδιο σπανίζουν οι νέοι μας και στις διοικήσεις των οργανισμών μας, ενώ οι συμμετοχές τους στα παροικιακά δρώμενα όλο και μειώνονται παρ’ ότι συμπατριώτες μας δεύτερης και τρίτης γενιάς όχι μόνο διαπρέπουν σε όλους τους τομείς τής ευρύτερης κοινωνίας αλλά συχνά κερδίζουν και πρωτιές σε πολύ ανταγωνιστικά παναυστραλιανά επίπεδα.

 Το «Γλέντι», για το οποίο ξοδεύονται κάθε χρόνο τεράστια χρηματικά ποσά, φέτος παρουσίασε μια πενιχρότατη σειρά εκδηλώσεων, οι περισσότερες από τις οποίες θα γίνονταν έτσι κι αλλιώς, αδιάφορα αν περιλαμβάνονταν ή όχι στο φεστιβάλ. Το γεγονός μάλιστα και μόνον που το περιγράφουμε ως τη μεγαλύτερη και την πιο αξιόλογη «πολιτιστική» εκδήλωση σε όλο τον Ελληνισμό των Αντιπόδων, καταλαβαίνει κανείς τι γίνεται αλλού.

Στις συγκρίσεις που είχα παλιότερα προβεί μεταξύ της δικής μας παροικίας και άλλων μεταναστευτικών μειονοτήτων, φαινόταν ότι η φθορά στις εθνοτικές δραστηριότητες έχει ήδη αφανίσει μερικές από τις μικρότερες παροικίε, ενώ έχει επιδράσει σημαντικότατα ακόμη  και στις προηγούμενα πιο δυναμικές.
Εξάλλου, όπως διαμορφώνεται το ευρύτερο περιβάλλον μας, δεν μπορούμε πια να περιμένουμε στήριξη από κυβερνητικές επιχορηγήσεις ενώ την Ελλάδα αντί να την απομυζούμε, σίγουρα στο μέλλον θα περιμένει εκείνη να τη συνδράμουμε εμείς από εδώ.

Είτε, λοιπόν, το παραδεχτούμε ή όχι, η στυγνή πραγματικότητα είναι κατακάθαρη ότι η παροικία μας νοσεί, διερχόμενη μια δυνατή κρίση που, όπως κι αν τη δούμε, πρέπει να μας ανησυχεί.

Φτάσαμε, λοιπόν, στο χείλος του γκρεμού;  Όχι ακόμα!  Είμαστε ακόμα σε κάποια απόσταση από αυτό, για να αποφύγουμε όμως το τελικό μας κατρακύλισμα θα πρέπει να πάρουμε τώρα κάποια αποφασιστικά μέτρα. Ποια; Την επόμενη Πέμπτη θα εκφράσουμε μερικές σκέψεις που, όποιες κι αν είναι αυτές, ελπίζουμε να προκαλέσουν μια ευρύτερη συζήτηση που ίσως καταλήξει σε κάτι θετικό.