Ο Πέτρος, ο γελαστός ασυρματιστής, που πήγαινε παντού έφυγε το απόγευμα στις 7 του Μάη, για το μεγάλο Ταξίδι. Εκτινάχθηκε απ’ το κρεβάτι ενός λαϊκού Νοσοκομείου του Σίδνεϊ, μαζί με μία φιάλη οξυγόνου για πολύ ψηλά. Υποσχεθήκαμε άλλωστε, παιδιόθεν, στους εαυτούς μας αυτό το άλμα στον ουρανό. Ήταν 66 χρονώ παλληκάρι, ο αδελφός.

Πανέξυπνος και γίγαντας! Έξω καρδιά. Πάντα αισιόδοξος, παρά το κινητικό του χάντικαπ. Πάντα έτοιμος να ξεσπάσει σε ένα βροντερό γέλιο. Πρώτα έμπαινε το γέλιο του και μετά ο ίδιος. Με μια χειραψία που σου έστυβε το χέρι. Εκρηκτικός, υπερβολικός, με ένα ανέκδοτο στο στόμα, ως εισαγωγή. Αγαθός. Δεν είχε μικρότητες, δεν είχε κακίες, ήταν πληθωρικός σε όλα του. Πάντα έτοιμος να βοηθήσει, πάντα έτοιμος να προσφέρει. Ανοιχτόκαρδος, ανοιχτοχέρης. Καμιά σχέση με την παροικιακή μιζέρια. Από άλλο ανέκδοτο, άλλου κόσμου, που χάθηκε. Καμία σχέση με τη νοοτροπία του ξένου, αγγλομαθής, ευρυμαθής, εγωιστής, πεισματάρης, καμία σχέση με τη μεταναστευτική καχυποψία, την ηττοπάθεια, τους υπολογισμούς, την ιδέα της αποταμίευσης και της αμυντικής συμπεριφοράς. Ελεύθερη ύπαρξη και περιπετειώδης, δεν έμπαινε σε καλούπι, δεν οργανώθηκε πουθενά κι ας τον τραβάγαν όλοι, έτρεχε όμως να βοηθήσει μόλις τον καλούσανε. Η προσωποποίηση της ανιδιοτέλειας.

Μεγαλόψυχος. Έδινε το χρόνο του στον άλλο. Κοινωνικότατος, με φίλους λούμπεν και απροσάρμοστους, με φίλους από όλα τα κοινωνικά στρώματα, “διαστρωματικός”, ακόμη και με λεφτάδες. Και στην πιο…ακατάλληλη ώρα, ήταν πάντα έτοιμος να την κάνει, με ένα γρήγορο αυτοκίνητο για την αυστραλιανή ύπαιθρο, με  την αγάπη του για το κυνήγι, το κολύμπι, τις εκδρομές, με αυτό το “άρρωστο πάθος” τη “λύσσα για ζωή”, κόντρα στο χρόνο, που τρέχει αμείλικτα. Ταξιδεύουμε αναζητώντας τη χαμένη μας αθωότητα.

-Περπατάω στην οδό Χέυδεν, έξω απ’ το πάλαι ποτέ Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων της Αθήνας, ερειπωμένο σήμερα, αλλά κρατάει κάτι απ΄ την παλιά του αίγλη, χάρη ίσως σε μία μαύρη σημαία με νεκροκεφαλή, που κυματίζει στο παράθυρο. Φοιτήσαμε κι ο Πέτρος και εγώ κάποτε εδώ, και δεχτήκαμε τα χαστούκια του θεολόγου Γυμνασιάρχη Πάτρα. Χαίρομαι που αυτό το πρότυπο Ίδρυμα τελεί υπό κατάληψη, είναι μια εκδίκηση της ζωής που περνάει από το συντηρητισμό στην αναρχία, από τα σταυροκοπήματα στο ελευθεριακό κοινόβιο. Οι παλιές ακακίες είναι ξεραμένες και στο πεζοδρόμιο που παίζαμε «χαπαχούπες» και χαρτάκια στους τοίχους (γυμνασιόπαιδες ματσωμένοι τινές, έπαιζαν και φραγκοδίφραγκα!), απλώνονται τώρα σωροί σκουπιδιών, μαζί με το μικροεμπόριο αφγανών, σώβρακα, τζετζερέδια ασήμαντα και στην καλύτερη, κινέζικα παιδικά παιχνίδια.

-Περπατάω στην οδό Πευκών του Ν. Ηρακλείου και κατευθυνόμενος προς το ΙΚΑ, περνάω μπροστά από το παλιό μεικτό Γυμνάσιο Ηρακλείου. Αυτό τελείωσε ο Πέτρος, με διαγωγή «κακή», γιατί εδώ γνώρισε κι ανακήρυξε ως επίσημη αγαπημένη, πράγμα αξιόποινον, την Κατερίνα την Πρώτη, κι εγώ εδώ την αδελφή του, τη μετέπειτα σύντροφό μου.

-Στην αναζήτηση του χαμένου χρόνου, βλέπω τσιμέντα παντού και μια γελοία πολυκατοικία στη θέση της αλάνας (δίπλα στο μπαζωμένο ρέμα με τις συκιές και τις καλαμιές), που παίξαμε τερματοφύλακες σε αντίπαλες ομάδες. Στα κάγκελα του παλιού μεικτού Γυμνασίου καπνίσαμε τα πρώτα τσιγάρα, τώρα ταλαντεύεται μία εξαρτημένη ύπαρξη, με μάτια απλανή.

-Mετά το στρατό και τη Σχολή ασυρματιστών, ο Πέτρος χάθηκε σε ταξίδια, στις θάλασσες του κόσμου. Στην Ιαπωνία, στο Περού, στον Αρχάγγελο με τα παγοθραυστικά της Σοβιετικής Ένωσης. Θαλασσοπνίγηκε για τα καλά, γλύτωσε τα χειρότερα, σώθηκε και βγήκε για να παντρευτεί στην Αγγλία. Όταν γεννήθηκε η κόρη του η Μαρία αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αυστραλία, που αγάπησε πολύ. Ακολουθήσαμε κι εμείς το δρόμο του, μετά τη γαλλική μας εμπειρία και τα πρώτα αδιέξοδα της μεταχουντικής Ελλάδας. Ο Πέτρος ανοιχτός στο καινούριο, αμετανόητα αισιόδοξος, α-πολίτικος, πολίτης του κόσμου. Εμείς κουμπωμένοι, επιφυλακτικοί, ακόμη απροσάρμοστοι.

Παρά τα πολλά προβλήματα με την υγεία του, που τα επιβάρυνε με το τσιγάρο, διατηρούσε  μία απίστευτη κινητικότητα και παρά τις δυσκολίες του καθημερινού αγώνα για την επιβίωση, έβρισκε χρόνο να παίζουμε ατέλειωτες παρτίδες σκάκι.

-Με ποιον θα παίζω σκάκι, αδελφέ; με ρώτησε την τελευταία φορά στο Σίδνεϊ.

-Δεν σε φοβάμαι θα βρεις λύση εσύ, αγγλοκέλτη σκακιστή.

-Ξέρω, θα ταΐζω τα παπαγαλάκια με το κόκκινο λειρί στο Μπάνκσταουν.

Ήταν η μόνη κουβέντα με παράπονο που άκουσα από τα χείλη του. Αλλά δεν …με πτόησε, γιατί γνώριζα πόσο τον αγαπούσαν οι δικοί του άνθρωποι. Στις τελευταίες μαρτυρικές του στιγμές, συμπαραστάθηκαν και απάλυναν τον πόνο του, οι γυναίκες του, η αδελφή του Φρειδερίκη, η πολυαγαπημένη κόρη του Μαρία, η Κατερίνα η Πρώτη, η νέα του Οικογένεια, η Κατερίνα η Δεύτερη, τα παιδιά και τ’ ανίψια και τα εγγόνια.  
Δεν ήταν ποτέ μόνος κι ας έδειχνε φυγάς και αλλού. Και με περιμένει. Για ατέλειωτα ρουά ματ.