Η αντίληψη ότι το σύμπαν είναι άναρχο (χωρίς αρχή, αλλά και χωρίς τέλος) πάει πίσω στους αρχαίους Έλληνες σοφούς, οι οποίοι είχαν απορρίψει κάθε ιδέα περί δημιουργίας του κόσμου ex nihilo (από το μηδέν).  Γι’ αυτούς, ο αισθητός κόσμος δεν φτιάχτηκε από κανέναν θεό ή άνθρωπο, «αλλ’ ήν αιεί και έστιν και έσται».  Όμως η ιουδαιο-χριστιανική παράδοση θέλει τη ζωή ν’ αρχίζει από κάπου και από κάποιον. 

Όταν λοιπόν έρχεται ο Καζαντζάκης και λέει ότι η ζωή δεν φτιάχτηκε ποτέ και από κανέναν, καταλαβαίνουμε πόση αφόρητη δυσκοιλιότητα προξενούν τα ωμά αυτά «ανορθόδοξα» λόγια στην Εκκλησία.

ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΒΗΜΑ

Το επόμενο βήμα που ρίχνει ο μεγάλος Κρητικός στην Ασκητική του, είναι να μας φορτώσει με τρία «χρέη».  Για το πρώτο χρέος, λέει στον αναγνώστη:  «Χωρίς μάταιες ανταρσίες να δεις και να δεχτείς τα σύνορα του ανθρώπινου νου, και μέσα στ’ αυστηρά τούτα σύνορα αδιαμαρτύρητα, ακατάπαυτα να δουλεύεις – να ποιο είναι το πρώτο σου χρέος» (σ. 13). 

Νομίζω, συμφωνούμε εδώ: έξω από τα σύνορα του νου δεν μπορούμε να δουλέψουμε (εγώ τουλάχιστο δεν μπορώ).  Για το δεύτερο χρέος μιλάει σε πρώτο πρόσωπο πληθυντικού, και λέει:  «Ας ενωθούμε, ας πιαστούμε, σφιχτά, ας σμίξουμε τις καρδιές μας, ας δημιουργήσουμε εμείς, όσο βαστάει ακόμα η θερμοκρασία τούτη της Γης, όσο δεν έρχονται σεισμοί, κατακλυσμοί, πάγοι, κομήτες να μας εξαφανίσουν, ας δημιουργήσουμε έναν εγκέφαλο και μιαν καρδιά στη Γης, ας δώσουμε ένα νόημα ανθρώπινο στον υπερ-ανθρώπινο αγώνα!  Τούτη η αγωνία είναι το δεύτερο χρέος» (σ. 20).  Για το τρίτο χρέος προστάζει πάλι τον αναγνώστη, λέγοντας:  «Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα.  Τούτο είναι το τρίτο χρέος» (σ. 21).

Εδώ θα σταθούμε λίγο γιατί θίγει σπουδαία πράγματα.  Ακούστε τον:  «Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρα κατά την άβυσσο.  Και να λες:  Τίποτα δεν υπάρχει!  Τίποτα δεν υπάρχει!  Μήτε ζωή, μήτε θάνατος.  Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν’ αφανίζονται, και λέω:  ‘Αυτό θέλω!’  Ξέρω τώρα: δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος.  Αυτό θέλω.  Δε θέλω τίποτα άλλο.  Ζητούσα ελευτερία» (σ. 26). 

ΣΧΟΛΙΟ

Δυσκολεύομαι να κατανοήσω τη φράση: «λυτρώθηκα από το νου και από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω».  Ανέβηκε πού;  Ποια είναι αυτή η ψηλότερη πνευματική κορυφή, που εκείνος κατάφερε να σκαρφαλώσει, κι εμείς δεν μπορούμε;  Και πώς μπόρεσε να λυτρωθεί από τον νου και την καρδιά;  Δυσκολονόητο – για μένα τουλάχιστο – το πρόσταγμά του, που λέει: «παράτα πίσω σου το νου και την καδιά, τράβα μπροστά, κάμε το τρίτο βήμα.  Γλίτωσε από την απλοϊκή άνεση του νου που βάνει τάξη κι ελπίζει να υποτάξει τα φαινόμενα.  Γλίτωσε από τον τρόμο της καρδιάς που ζητάει κι ελπίζει να βρει την ουσία» (σ. 21). 
Αν με ρωτήσετε πώς βλέπω την καρδιά, την βλέπω σαν μια αντλία αίματος.  Τίποτε άλλο.  Εξάλλου η δική μου καρδιά, που σήμερα κρατά τον νου μου ζωντανό, ήταν πρώτα πλαστική και τώρα γουρουνίσια! 

 (Παρέκβαση: Για το πώς κατέληξα να έχω καρδιά γουρουνιού, βλ. σχετικό άρθρο «Άνθρωπος με καρδιά γουρουνιού», Διάφορα, τόμος Α΄, σσ. 387-9.  Στο εν λόγω άρθρο, μεταξύ άλλων, αναφέρομαι και στους χριστιανούς, οι οποίοι δεν πρέπει να βλέπουν το γουρούνι με μάτι συμπαθητικό, διότι ο Ευαγγελιστής Μάρκος (5:13) το ξεκαθαρίζει:  «και εξελθόντα τα πνεύματα τα ακάθαρτα εισήλθον εις τους χοίρους».  Τέλος παρέκβασης)    
Στο σημείο αυτό θα μου πείτε:  Μα εδώ ο Καζαντζάκης μιλά μεταφορικά και με άδεια ποιητική.  Κι εμείς συχνά μιλάμε για «εγκάρδιες ευχές», για ευχαριστίες από «τα βάθη της καρδιάς», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η καρδιά είναι μια δεξαμενή χωρίς πάτο, μιλάμε για «ερωτικά καρδιοχτύπια» και γι’ άλλες κρυφές και φανερές υποθέσεις της καρδιάς. 

Ναι, αυτό το καταλαβαίνω.  Κι εγώ στέλνω εγκάρδιες ευχές στους εχθρούς μου και χαιρετίσματα στους γονείς του γουρουνιού, που μου δώρισε την καρδία του!  Αλλά όταν φιλοσοφείς, οφείλεις να είσαι λιγότερο σχιζοφρενικός.  Δεν μπορείς να λες ότι τάχα  παράτησες πίσω σου το νου και την καρδιά και προχώρησες.  Δημιουργείς την εσφαλμένη εντύπωση ότι ο άνθρωπος έχει νου και καρδιά, ενώ στην πραγματικότητα ο άνθρωπος δεν έχει νου και καρδιά – είναι νους και καρδιά.  Ομολογώ ότι εδώ ο Καζαντζάκης μ’ έχει χάσει.  Ίσως επειδή δεν είμαι ικανός να δραπετέψω από τη φυλακή του μυαλού μου.  Έχω την ατυχία (ή ευτυχία) να είμαι λογοκρατούμενος, δηλ. δέσμιος του λογικού, όχι της άλογης μεταφυσικής θολούρας.   

Στο κεφάλαιο «Η πορεία», ο Καζαντζάκης λέει: «Μάζωξε τη δύναμή σου κι αφουκράσου·  όλη η καρδιά του ανθρώπου είναι μια κραυγή.  Ακούμπησε απάνω στο στήθος σου να την ακούσεις·  κάποιος μέσα σου αγωνίζεται και φωνάζει.  Χρέος σου, σε πάσα στιγμή, μέρα και νύχτα, σε χαρά και σε θλίψη, μέσα από την καθημερινήν ανάγκη, να ξεχωρίσεις την Κραυγή τούτη . . .» (σ. 27).  Υποθέτω ότι έχετε μαντέψει ποιανού κραυγή είναι αυτή – είναι του Θεού.  Ο Θεός, για να μη χαθεί, χρειάζεται τη βοήθεια του ανθρώπου.  Συμφωνώ απόλυτα.  Αν χαθεί ο άνθρωπος, χάνεται και ο Θεός που έφτιαξε.  

Αλλά τι ακριβώς λέει η Κραυγή αυτή;  Ας αφήσουμε τον ίδιο τον Καζαντζάκη να μας πει:  «Ακούω την άγρια κραυγή κι ανατινάζουμαι.  Μέσα μου, η αγωνία που ανηφορίζει συντάζεται, για πρώτη φορά, σε ακέραιη ανθρώπινη φωνή, στρέφεται κατά πρόσωπο και με φωνάζει – καθαρά, με τ’ όνομά μου, με τ’ όνομα του γονιού μου και της ράτσας μου!  Είναι η μεγάλη στιγμή.  Είναι το σύνθημα της Πορείας.  Αν δεν ακούσεις την Κραυγή τούτη να σκίζει τα σωθικά σου, μην ξεκινήσεις!» (σ. 28).
 (Συνεχίζεται . . .)