Από το 1971, τέσσερα χρόνια μετά την αποχώρηση των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων, οι Αμυντικές Συμφωνίες των Πέντε Δυνάμεων (Five Power Defence Arrangements, FPDA), τις οποίες υπέγραψαν η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σιγκαπούρη και η Μαλαισία, δεσμεύουν τις τρεις πρώτες να συνδράμουν τις δύο τελευταίες σε περίπτωση στρατιωτικής επίθεσης. Από το 1997, το ναυτικό και η αεροπορία των πέντε χωρών κάνουν συστηματικά κοινές ασκήσεις.
Ωστόσο, οι ADF, με πενήντα μία χιλιάδες άνδρες και γυναίκες και άλλους δεκαεννιά χιλιάδες τετρακόσιους εφέδρους, είναι μια μικρή στρατιωτική δύναμη, που εξαρτάται από τις αμερικανικές αμυντικές ικανότητες. Ο πρώην υπουργός Άμυνας της Αυστραλίας, Τζόελ Φιτζγκίμπον, το υπενθύμισε κατά την έκδοση της Λευκής Βίβλου, τον Μάιο του 2009: «Χωρίς την πρόσβαση στις ικανότητες, τις τεχνολογίες, τις δομές και την εκπαίδευση των Αμερικανών, οι αυστραλιανές ένοπλες δυνάμεις δεν θα είχαν μπορέσει να είναι το σύγχρονο εργαλείο που είναι σήμερα και πρέπει να συνεχίσουν να είναι στο μέλλον» (1). Η άψογη αυτή βοήθεια απεδείχθη πάντα καλή επένδυση για τις ΗΠΑ: μία από τις αποστολές των ADF είναι η υποστήριξη τυχόν στρατιωτικών επιχειρήσεων της Ουάσιγκτον ανά τον κόσμο.

Για την εκπλήρωση της αποστολής τους αυτής οι ADF διαθέτουν ετοιμοπόλεμες μονάδες εγνωσμένης αξιοπιστίας και δίνουν έμφαση σε ειδικότητες που έχουν ζήτηση (ειδικές δυνάμεις, μαχητικά τελευταίας τεχνολογίας), προκειμένου να επιτύχουν τη μέγιστη δυνατή επιρροή στις «συμμαχίες καλής θέλησης» (coalitions of good willing) στις οποίες συμμετέχουν. Οι αυστραλοί στρατιωτικοί σύμβουλοι είναι πάντα καλοδεχούμενοι στα κέντρα προβληματισμού και εκπαίδευσης του «μεγάλου αδελφού», όπως ο Ντέιβιντ Κιλκούλεν, γκουρού, σήμερα, των θεωριών καταστολής εξεγέρσεων του αμερικανικού στρατού.

Από το Βιετνάμ έως το Αφγανιστάν και το Ιράκ, η Αυστραλία ποτέ δεν έλλειψε από τους στρατηγικούς σχεδιασμούς του Πενταγώνου. Οι δύο αυτές αποστολές -η συνδρομή στις αμερικανικές εκστρατείες και η συντονισμένη επιτήρηση του Ειρηνικού- εκπληρώνονται ευχαρίστως από την Καμπέρα, δεδομένου ότι, σε τελική ανάλυση, είναι το οφειλόμενο αντίτιμο για τη μακροημέρευση των αμερικανικών εγγυήσεων σχετικά με τις δύο «εθνικές ζώνες ασφάλειας» της Αυστραλίας.

Η πρώτη ζώνη, που αποκαλείται «περιοχή άμεσου στρατιωτικού ενδιαφέροντος», περιλαμβάνει τους άμεσους γείτονες του νησιού, η σταθερότητα και η αντοχή των οποίων συνιστούν πολύτιμη προστασία, ένα είδος γεωστρατηγικού κοραλλιογενούς τείχους: περιλαμβάνει την Ινδονησία, την Παπουασία-Νέα Γουινέα, το Ανατολικό Τιμόρ, τα Νησιά Σολωμόντα και τα Νησιά Φίτζι και γενικότερα όλα τα νησιωτικά κράτη του νότιου Ειρηνικού.

Η δεύτερη ζώνη περιλαμβάνει την προστασία του αυστραλιανού εδάφους, δηλαδή το ίδιο το νησί, αλλά και τα μικρά κατοικημένα νησιά (Κόκος, Νήσος των Χριστουγέννων, Νόρφολκ) και τα ακατοίκητα (Άσμορ, Κάρτιερ, Χερντ και ΜακΝτόναλντ, τα νησιά της Θάλασσας των Κοραλλιών και η αυστραλιανή περιοχή της Ανταρκτικής).

Ένας από τους άξονες του επιχειρησιακού σχεδιασμού της ηγεσίας των αυστραλιανών ενόπλων δυνάμεων είναι ακριβώς να μπορούν οι ADF να επιχειρούν αυτόνομα στο «τείχος των κοραλλιών». Μεταξύ της πρώτης επιχείρησης εκτός συνόρων (η επιχείρηση «Morris Dance» του 1987, σε απάντηση ενός πραξικοπήματος στα Νησιά Φίτζι) και της σημερινής τους συμμετοχής στην «Enduring Freedom», η επιχειρησιακή τους ικανότητα έχει βελτιωθεί σημαντικά: οι αμφίβιες και ναυτικές μονάδες (περισσότερα από πενήντα σύγχρονα πλοία, μεταξύ των οποίων έξι υποβρύχια κλάσης Collins), καθώς και οι αερομεταφερόμενες μονάδες, που διαθέτουν αμερικανικά αεροσκάφη μεταφοράς (C-130 Hercules, C-17 Globemaster), παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Τέλος, σε ό,τι αφορά την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, που είναι η κύρια αποστολή των ADF, οι μονάδες είναι στρατωνισμένες κυρίως στα βόρεια του νησιού, περιοχή πολύ πιο σημαντική από γεωστρατηγική άποψη από τις ακτές που βρίσκονται προς την Ανταρκτική και τη Νέα Ζηλανδία.
 (1) Κυβέρνηση της Αυστραλίας, υπουργείο Αμυνας, «Α Defence Force for the 21st Century», Καμπέρα, 2 Μαΐου 2009.