Βγαίνοντας από το μετρό στο Μεταξουργείο αντικρίζω έναν νέο άντρα στο καροτσάκι με κομμένα πόδια. Ψιλοπλακώνομαι. Ακόμη περισσότερο, όταν βλέπω το βλέμμα του ανάπηρου άντρα να πέφτει σε μια γυναίκα, που περνάει μπροστά του, με μακριά πόδια. Είναι αφετηρία και τέρμα εδώ υπερεθνικών λεωφορείων από τα Βαλκάνια και περισσεύουν οι γυναίκες με τα μακριά πόδια. Φάτσα, το ξενοδοχείο Classic, όπου μιλούν συνήθως πολιτικοί, εκεί πάω κι εγώ τώρα ένα ζόμπι της εποχής του νομισματικού ταμείου. Μπροστά στο Ξενο-δοχείο ένα εγκαταλελειμμένο Περίπτερο εξ ων συνετέθη και μπροστά από τα υπολείμματα Περιπτέρου ένα σκυλί Φύλακας ψόφιος. Ναρκωμανής παραδίπλα, τατουαζάκι πράσινο τριφύλλι στο μπράτσο, με σύριγγα στο χέρι εν δράσει. Η πλατεία είναι κόμβος και το αυτοκινητομάνι πλημμύρα. Δύσκολο να περάσεις προς τη Μεγάλου Αλεξάνδρου, πρέπει να πας στα φανάρια της Αχιλλέως.
– Πράσινο! φωνάζω δυνατά και πετάγομαι σαν κότα, μη με λειώσουν άφρονες οδηγοί, στα παπάρια τους ο Άλλος. Η πλατεία Καραϊσκάκη είναι η πιο άσχημη της Αθήνας, μ’ αυτό το αποκρουστικό άγαλμα της πτώσης του Ίκαρου τάχα μου.
Δεν ήταν έτσι παλιά. Στο οίκημα που είναι η σημερινή πλατεία μείναμε 14 χρόνια. Οδός Ψαρών 3. Το τρία δεν υπάρχει σήμερα. Όλο το τετράγωνο κατεδαφίστηκε και στρογγυλοποιήθηκε επί Καραμανλή (λίγο πριν ψηφίσουν τα δέντρα), υπουργού δημοσίων έργων τότε. Αλλά κι όλα τα κτίρια που βλέπαμε από την ταράτσα του σπιτιού ξυρίστηκαν (μόνο το «Περοκέ» και το Θέατρο «Βέμπο» επέζησαν). Το 51ο Δημοτικό σχολείο – που παίζαμε ποδόσφαιρο στη μεγάλη χωματένια αυλή, συνήθως με ένα μικρό μπαλάκι που ήταν αδύνατον να το κοντρολάρεις ή με ένα κεραμίδι – έγινε η αστυνομική Ασφάλεια Αθηνών και τώρα μια Τράπεζα Τρέχα Γιάννη Γύρευε. Χάθηκε το τυπογραφείο του Καβαλιεράτου, χάθηκε και το ΚΤΕΛ του νόμου Άρτας και Ιωαννίνων, απ’ το οποίο κατέφθαναν μακρινοί συγγενείς από το χωριό του πατρός, συνήθως με αυγά και μια ολοζώντανη όρνιθα στο χέρι. Χάθηκε και ένα εντυπωσιακό τρίπατο νεοκλασικό, γωνία Αγ. Κωνσταντίνου και Ψαρών, με ένα περίεργο τρούλο απάνω κι από κάτω το παραδοσιακό καφενείο, όπου η μαμά παράγγελλε τις φοβερές γκαζόζες της. Μόνο τα μπουρδέλα διατηρήθηκαν από τη Μ. Αλεξάνδρου ως την Ακομινάτου, διαχρονικά και χάλια, με πολύ κόσμο τώρα, που κατουράει στα στενά κι ένας λιμοκοντόρος αρπάζει το χάρτινο κυπελάκι, με κάτι κέρματα μέσα, μιας φριχτής ζητιάνας. Πικροδάφνη σπασμένη, μαγαζιά ξενοίκιαστα, υπαίθρια ταβέρνα τίγκα, γόπες από τσιγάρα παντού.
Ετοιμασθείτε, ο κόσμος τελειώνει (Ή αναπλάθεται;) Οι Δαιμονάνθρωποι του Νομισματικού εγκαταστάθηκαν στο Σύνταγμα και τρώνε οικονομικά, σουβλάκια, σαλιγκάρια και ακρίδες. Το κυρίως μενού παραμένει όμως κρυφό, τους περιμένουν χήρες, παϊδάκια και μυαλά μικρών παιδιών. Οι Δαιμονάνθρωποι είναι αυστηροί, με βλέμμα φονικό, υπερήφανοι, γεμάτοι έπαρση, έδωσαν απ’ το σεντούκι τους και περιμένουν δισεκατομμύρια τόκους απ’ τους ανθρώπους της ταβέρνας, που δεν λυγίζουν (ακόμη).
Προς το παρόν το ΔΝΤ άρχισε τα μαγικά, μετακινεί όρη στα μάτια των ανθρώπων κατά φαντασία. Οι πεινασμένοι τους κοιτούν τρομαγμένοι, καθώς πληθαίνουν τα ψευδοθαύματα με τις στατιστικές τους. Κάποιοι τους χειροκροτούν, πρόκειται για συντρόφους χρηματιστές, από τις αγορές, διαχειριστές της παλιάς καλής ελληνικής μεταπολιτευτικής μίζας. Τα μαγικά συνεχίζονται. Το ΔΝΤ και νεκρούς ανασταίνει με την ενέργεια των δαιμόνων του. Ανεβάζει την ημέρα νύκτα και χρησιμοποιεί πάσα απατηλή και απίστευτα πονηρή τέχνη ώστε να θεωρηθεί Σωτήρ. Μέχρι και το πνεύμα του στρατηγού Πάγκαλου και του ακατανόμαστου συνταγματάρχη, σε πολιτικούς -γλάστρες και φυτά (εμφυσά και) εμφυτεύει. Εις μάτην. Η γη αρνείται να δώσει καρπούς, το κόμμα-κράτος δώρα και μισθούς, η Ούλεν νερό.
Ακούω τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο να μιλάει την ξύλινη γλώσσα του στο ειδικό ρουμ του ξε-νοoυ-δοχείου που μπήκα μαζί με άλλους ταβερνανθρώπους. Τι δουλειά έχω εγώ σε τέτοιους χώρους αλλοτρίωσης; Νομοτελειακά οι φορολογούμενοι θα πεθάνουν, σκέφτομαι. Το Ταμείο, που εμείς το φέραμε, άλλοι ως ικανότατοι λήσταρχοι, άλλοι ως χεσμένοι πολιτικοί, άλλοι ως συνειδητοί ευγονιστές, όλοι πάντως ως ανησυχούντες καταναλωτές, θα μείνει (να πεθάνει κι άλλους).Ο θάνατος θα κλείσει για πάντα τα στεγνωμένα από δίψα και πείνα στόματα, θα δώσει τέλος στους ασταμάτητους στεναγμούς.
Πλην όμως υπάρχουν και κάποιοι που πιστεύουν πως το ξένο Ταμείο είναι μία καλή ευκαιρία εξέγερσης, κοινωνικών ρωγμών και ανατροπής. Υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν ότι μπορείς να ξαναβρείς τη χαμένη σου αξιοπρέπεια στη μετά-ανθρωπιστική κοινωνία. Κάποιοι που θεωρούν ότι εκείνο που χρεοκόπησε είναι το σύστημα εκμετάλλευσης, νεοδωσιλογισμού και ατομισμού. Ωραία ας τηλεφωνήσουν τότε για συνάντηση εξω-ξενο-δοχειακή, εξωκοινοβουλευτική, οι νεοχριστιανοί αριστεριστές . «Εκδίκηση και ξερό ψωμί» το σύνθημα και η ατζέντα.
– Θέλεις μία γυναίκα; με ρωτάει ένα νεαρό εκπορνευόμενο κορίτσι καθώς γλιστράω από το ξινόου-δοχείο.
– Ναι, παιδί μου, θέλω μία γυναίκα, όχι ένα παιδί.