Είδα τον Αφγανό πατέρα να μαστιγώνει δημόσια τη νεαρή θυγατέρα του και το στομάχι μου έγινε κόμπος. Ο λόγος της άγριας μαστίγωσης; Απλά, η Αφγανή κοπελίτσα δεν ήθελε να παντρευτεί τον τραγομάσχαλο μεσήλικα που διάλεξε ο πατέρας της. Η σκηνή της μαστίγωσης έφερε στο νου μου λόγια του Μαρξ, με τα οποία συμφωνώ: Σκοπός της φιλοσοφίας δεν είναι να ερμηνεύσουμε τον κόσμο, αλλά να τον αλλάξουμε.

Δεν ξέρω αν ο εν λόγω Αφγανός είναι κατάλοιπο κάποιου επίγονου του Μεγαλέξανδρου ή του πολύγαμου Μωάμεθ. Πάντως, όποιος και να είναι ο μακρινός παππεπίπαππος του Αφγανού μαστιγωτή, οι συμπεριφορές αυτές είναι απαράδεκτες. Η επίκληση σε «πατρώες παραδόσεις» δεν βαστά πολύ νερό. Ο ανθρώπινος πόνος είναι πόνος και σε τέτοιες περιπτώσεις ο ηθικός σχετικισμός χάνει όλο το έδαφός του. Δεν μπορούμε να πούμε: «Αφήστε τον Αφγανό ελεύθερο ν’ ακολουθεί τις συνήθειες των προγόνων του». Όχι, αν είναι να πολεμήσουμε τον ανθρώπινο πόνο, οφείλουμε να πολεμήσουμε την αιτία που τον προξενεί.    

  
Μα, θα μου πείτε: «Γιατί ανακατεύεις τον Μεγαλέξανδρο με τέτοια βάρβαρα γαμικά έθιμα; Ο Μακεδόνας στρατηλάτης, αν αφαιρέσουμε την ακρατοποσία του, ήταν πολιτισμένος άνθρωπος». Ναι, ίσως για τη δική του εποχή, όχι για τη δική μας. Υπενθυμίζω ότι ο Μεγαλέξανδρος ενώ είχε νυμφευτεί τη Ροξάνη, όρμησε και πήρε άλλες δύο νεαρές Περσίδες – την Βαρσίνη και την Παρυσάτιδα – πιθανότατα την ίδια μέρα (Αρριανός, Ανάβασις Αξεξάνδρου, 7.4). Μετά πήρε μια ογδονταριά Περσίδες και τις πάντρεψε με τους δορίτολμους Μακεδόνες στρατηγούς του, τηρώντας τα περσικά έθιμα («νόμω τω Περσικώ»). Όμως κανένας δεν ρώτησε τις κοπέλες αυτές αν ήθελαν να παντρευτούν τους αλλόγλωσσους και αλλότροπους κατακτητές.

Το ως άνω περιστατικό της μαστίγωσης παρέχει αφορμή ν’ ασχοληθούμε λίγο με την Ελληνίδα γυναίκα κατά την αρχαιότητα.    

ΠΑΜΕ ΠΙΣΩ . . .

Η αρχαία Ελληνίδα έπρεπε να στηριχτεί σε κάποιον άντρα για να εξασφαλίσει την ύπαρξή της και την κοινωνική της θέση. Έξω από το σπίτι της, ο κοινωνικός της ρόλος ήταν πολύ περιορισμένος (αν εξαιρέσουμε τα θρησκευτικά πανηγύρια). Οι άνδρες θεωρούσαν το γυναικείο μυαλό κατώτερο από το δικό τους και οι γυναικείες υποσχέσεις δεν άξιζαν δεκάρα. Ο Σοφοκλής δεν διστάζει να γράψει: «όρκους γυναικός εις ύδωρ γράφω» (Απόσπ. 811), ενώ στην τραγωδία Αίας θα γράψει: «γυναιξί κόσμον η σιγή φέρει» (στ. 293), δηλ. «στολίδι στις γυναίκες είναι η σιωπή»!

Οι άντρες πίστευαν ακόμη ότι η γυναίκα απολαμβάνει το σεξ περισσότερο από τον άντρα, πράγμα εξοργιστικό! Ο γύνανδρος προφήτης Τειρεσίας, που είχε την σπάνια ευτυχία να νιώθει άντρας και γυναίκα μαζί, κλήθηκε ν’ απαντήσει στο ερώτημα, αν η γυναίκα ή ο άνδρας απολαμβάνει περισσότερο το σεξ. Η απάντηση του Τειρεσία ήταν ότι, με βάση το δέκα, η γυναίκα πιάνει εννιά και ο άντρας ένα! Η θεά Ήρα, μόλις έμαθε πως ο Τειρεσίας πρόδωσε το μυστικό αυτό των γυναικών, νευρίασε και τον τύφλωσε.

Σχετικά με την παντρειά της Ελληνίδας γυναίκας, ο αρραβώνας είναι η λεγόμενη «εγγύη» (εγγύηση). Αλλά «εγγύη» σήμαινε και «υπόσχεση γάμου». Η «εγγύη» είχε να κάνει κυρίως με την προίκα – συνήθως χρηματικό ποσό – και τη μεταβίβασή της από τη νύφη στον γαμπρό. Ο πατέρας (ή ο κηδεμόνας) της κοπέλας έλεγε στον αρραβωνιαστικό της: «Σου δίνω αυτή εδώ την κοπέλα να την οργώσεις και να βγάλεις νόμιμα παιδιά». Η τελετή των αρραβώνων τελούνταν ενώπιον πολλών μαρτύρων – όσο πιο πολλών γινόταν – για να πιστοποιηθούν δύο πράγματα: η παρθενία της κοπέλας και το ποσό της προίκας.

Να σημειώσουμε εδώ ότι ο πατέρας αρραβώνιαζε τη θυγατέρα του από την ηλικία των πέντε ετών, και συνεπώς όταν αυτή παντρευόταν σε ηλικία δεκατεσσάρων περίπου ετών, δεν είχε λόγο πάνω στο θέμα του γάμου της. Με άλλα λόγια, η νεαρή Ελληνίδα (όχι μόνο η Αφγανή) δεν είχε την πολυτέλεια του ρομαντικού έρωτα. Να σημειώσουμε επίσης ότι τέτοιου είδους πρώιμα αρραβωνιάσματα συνηθίζονταν μέχρι πρότινος και στη σημερινή Ελλάδα.

Ο γάμος ήταν υπόθεση καθαρά ιδιωτική, δεν αφορούσε την πολιτεία. Έτσι, στην αρχαία Αθήνα δεν έχουμε ειδική υπηρεσία που να καταγράφει τους γάμους. Το λεγόμενο «συνοικείν» ανδρός και γυναικός ήταν αρκετό για την επικύρωση ενός γάμου. Δηλαδή, με το που η νύφη δρασκέλιζε το κατώφλι του σπιτιού του γαμπρού, θεωρούνταν παντρεμένη.

ΔΥΟ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΔΥΟ ΣΤΑΘΜΑ

Ο έγγαμος άντρας μπορούσε να κουβαλά φιλενάδες στο σπίτι του και να συναναστρέφεται με πόρνες χωρίς να θεωρείται μοιχός. Από την άλλη η παντρεμένη γυναίκα, αν τα έφτιαχνε με κάποιον άλλον άντρα, θεωρούνταν μοιχαλίδα και γελοιοποιούνταν δημόσια. (Τούτο μου θυμίζει τη νοοτροπία πολλών Νεοελλήνων που πριν νυμφευτούν τους αρέσει να αναποδογυρίζουν όσο πιο πολλές κοπέλες γίνεται, αλλά η κοπέλα που τελικά θα γίνει επίσημη γυναίκα τους πρέπει να είναι παρθένα!)

Και κλείνουμε με την απολογία ενός γεωργού Αθηναίου που φόνευσε τον εραστή της γυναίκας του – φόνος νόμιμος:
 «Εγώ, κύριοι δικαστές, όταν αποφάσισα να νυμφευτώ και πήρα στο σπίτι μου γυναίκα, συμπεριφερόμουν έτσι ώστε ούτε να τη στενοχωρώ ούτε να τη δίνω υπερβολική ελευθερία να κάνει ό,τι θέλει και την προφύλαγα όσο μπορούσα και την πρόσεχα όπως ήταν φυσικό. Αλλ’ αφότου αποκτήσαμε παιδί, είχα εμπιστοσύνη και παρέδωσα σ’ αυτή όλες μου τις υποθέσεις, γιατί νόμιζα ότι τώρα είχαμε συνδεθεί με τον πιο ισχυρό δεσμό. Στην αρχή λοιπόν, κύριοι δικαστές, ήταν πρότυπο γυναικών, γιατί ήταν καλή νοικοκυρά και οικονόμα και τακτοποιούσε καλά τα ζητήματα του σπιτιού. Αλλά ο θάνατος της μητέρας μου έγινε αιτία του κακού. Εκεί που ενταφίαζα τη μητέρα μου, ο Ερατοσθένης είδε τη γυναίκα μου και με τον καιρό την ξελόγιασε . . .» (Λυσίας, Υπέρ του Ερατοσθένους φόνου, 6-8).
Ο παιχνιδομάτης Ερατοσθένης πιάστηκε ξεβράκωτος στο στρώμα της ξένης γυναίκας και πλήρωσε ακριβά τον σθεναρό έρωτά του!