Παρότι είχα παρακαλέσει τον αγαπητό Λουκά Γαβριηλίδη να πάψει να γαβγίζει στο δικό μου δέντρο, αυτός εξακολουθεί να με προκαλεί. Στην πρόσφατη επιστολή του (Ν. Κ. 21/6/10) κατέβασε καινούργια φληναφήματα, ένα εκ των οποίων είναι ετούτο εδώ:
«Ο Κύων, αγαπητέ μας κ. Βίκτο, είναι το Πυρ, είναι η ακμή του πυρός, είναι ο Ήφαιστος, είναι ο σπινθήρας της φωτιάς, ο οποίος, σύμφωνα με το λεξικό του Ησυχίου, είναι ο διαφεύγων σπινθήρας από τη σφυρηλάτηση του σιδήρου, είναι ο θεός Ήλιος Απόλλων». Και πετά το ερώτημα: «Από πού και έως πού εσύ τα χαρακτηρίζεις όλα αυτά αστεία;».
Απάντηση: Τα χαρακτηρίζω αστεία από την αρχή ώς το τέλος. Ο κύων δεν είναι πυρ ούτε «ακμή του πυρός» (πράγμα ακαταλαβίστικο) ούτε Ήφαιστος ούτε «διαφεύγων σπινθήρας» από τη σφυρηλάτηση του σιδήρου ούτε Ήλιος Απόλλων.
Άκουσε, αγαπητέ μου: Αν είναι να στήσουμε σοβαρό διάλογο, απαιτώ τα ακόλουθα: α) Να μου δείξεις από ποια αρχαία φιλολογική ή επιγραφική πηγή αντλείς τη φράση «Κύων Απόλλων». β) Να μου δείξεις το αρχαίο ελληνικό κείμενο που εμπεριέχει τη λέξη «Ώπα» και ότι η λέξη αυτή αναφέρεται στον Ήφαιστο. γ) Να μου δείξεις σε ποιο κείμενο του Πλούταρχου οι Αιγύπτιοι ονομάζουν τον Ερμή «Κύνα». Οι ορθόδοξοι πατριάρχες και οι βυζαντινοί λεξικογράφοι δεν μ’ ενδιαφέρουν ούτε οι σύγχρονοι τσαρλατάνοι που θέλουν να μετατρέψουν τον Σωκράτη σε χριστιανό και τον Ιησού σε Έλληνα. Αν δεν κατεβάσεις πρωτογενείς πηγές, ξέχασε τον διάλογο!
ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λέξη «κύων» σχετίζεται με τον Ήφαιστο. Αλλά πώς σχετίζεται; Ο κωμικός ποιητής Εύβουλος (4ος αι. π.Χ.) γράφει: «ριπίς δ’ εγείρει σκύλακας Ηφαίστου κύνας, θερμήι παροξύνουσα τηγάνου πνοήι» (Απόσπ. 75). Δηλαδή: «Το φυσερό ξυπνά του Ήφαιστου τα σκυλάκια και εξάπτει την θερμή πνοή του τηγανιού». (Για τη φράση «σκύλαξ κύων», βλ. Ηρόδοτο, 3.32)
Ποια είναι αυτά τα «σκυλάκια» που κοιμούνται και που ξυπνούν με το φυσερό του Ήφαιστου; Είναι οι μικρές σπίθες που ανάβουν τα κάρβουνα στο χαλκείο του χωλού θεού. Και γιατί ο Εύβουλος μιλά για «σκυλάκια» και όχι για σπινθήρες; Διότι ο Εύβουλος γράφει κωμική ποίηση και μπορεί να χρησιμοποιεί λέξεις με μεταφορική (όχι κυριολεκτική) σημασία. Οι σπινθήρες είναι τα «σκυλάκια» που φυλάγουν τη φωτιά του Ήφαιστου, δηλ. οι σκύλακες είναι φύλακες. Αυτό ακριβώς θα γράψει πολλούς αιώνες αργότερα ο Αθήναιος: «ριπίς δ’ εγείρει φύλακας Ηφαίστου κύνας» (Δειπνοσοφιστές, 3.71).
Είναι αστείο λοιπόν να βάζουμε τον Σωκράτη να ορκίζεται στα «σκυλάκια» του Ήφαιστου. Αν όντως συνέβαινε αυτό, πιθανότατα θα έλεγε «νη τους Ηφαίστου σκύλακας», και όχι «νη τον κύνα» (Απολογία 22a). Αλλά δεν είναι μόνο ο Σωκράτης που ορκίζεται στον σκύλο: Στις Σφήκες του Αριστοφάνη βρίσκουμε και κάποιον άλλο να λέει: «Μα τον κύνα, ω Νικόστρατε» (στ. 83). Ο Κρατίνος λέει ότι στους πρωτόγονους ανθρώπους «ην μέγιστος όρκος . . . κύων, έπειτα χην, θεούς δ’ εσίγων» (231). Εδώ βλέπουμε ότι οι παλιοί άνθρωποι (όχι απαραίτητα παλιάνθρωποι) ορκίζονταν πρώτα στον σκύλο και μετά στη χήνα. Τους θεούς δεν τους έβαζαν στο στόμα τους.
Φαίνεται πως απ’ όλους τους Αθηναίους πρώτος ο Σωκράτης άρχισε να ορκίζεται στον κύνα, ίσως επειδή θεωρούσε τον σκύλο ως τον πλέον «φιλοσοφικό» σύντροφο του ανθρώπου – και είναι. Ο Πλάτωνας το ξεκαθαρίζει, όταν λέει ότι στους σκύλους («εν τοις κυσίν») υπάρχει μια αξιοθαύμαστη ιδιότητα («άξιον θαυμάσαι του θηρίου»). Η ιδιότητα αυτή έχει να κάνει με την ικανότητα του σκύλου να κυνηγά τον άγνωστο άνθρωπο και να καλοδέχεται τον γνωστό («αγνώτα χαλεπαίνει, γνώριμον ασπάζεσθαι»). Και καταλήγει: «κομψόν γε φαίνεται το πάθος αυτού της φύσεως και ως αληθώς φιλόσοφον» (Πολιτεία, 376a-b), δηλ. «μια τέτοια φυσική ιδιότητα είναι ωραία και πραγματικά φιλοσοφική». Να λοιπόν γιατί ο Σωκράτης προτιμά να ορκίζεται στον κύνα, και όχι στη χήνα.
Υπάρχει και η άποψη ότι ο Σωκράτης, με τον όρκο του στον σκύλο, περνούσε το μήνυμα ότι ο άνθρωπος δεν ορίζεται ως πολιτικό ζώο (όπως θα τον ορίσει αργότερα ο Αριστοτέλης), αλλά ως συντροφικό ζώο του θείου. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τον Πλούταρχο, ο οποίος λέει ότι οι Αιγύπτιοι δεν ονόμαζαν τον σκύλο «Ερμή» («ου γαρ τον κύνα κυρίως Ερμήν λέγουσιν»), αλλά συσχέτιζαν τις ιδιότητες του ζώου αυτού προς το λογιότατο μέρος των θεών («τω λογιωτάτω των θεών»), που είναι «το φυλακτικόν και το άγρυπνον και το φιλόσοφον» (Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 355b).
ΑΞΙΟ ΠΡΟΣΟΧΗΣ
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο όρκος του Σωκράτη, που λέει: «μα τον κύνα τον Αιγυπτίων θεόν» (Γοργίας 482b). Όμως ποιος είναι αυτός ο σκυλόμορφος θεός των Αιγυπτίων; Ο Πλούταρχος κάνει λόγο για κάποιον «κυνοκέφαλο» θεό (ό.π. 380e), αλλά δεν το ξεκαθαρίζει. Ενδεχομένως πρόκειται για τον θεό Άνουβι – αν και αυτός έχει κεφάλι τσακαλιού, όχι κεφάλι σκύλου. Ωστόσο, ίσως εδώ συμφωνήσω με τον Αθανάσιο τον Θεολόγο, ο οποίος, σε μια επίθεσή του εναντίον των Ελλήνων, χαρακτηρίζει τον θεό Άνουβι «κυνοκέφαλο»: «. . . ο παρ’ Αιγυπτίοις κυνοκέφαλος Άνουβις» (Κατά Ελλήνων, 22.9).
Βέβαια, κυνοκέφαλοι άνθρωποι εμφανίζονται και στην αιγυπτιακή ιερογλυφική γραφή. Λέει ο Λουκιανός: «Αιγύπτιοι γράφουσιν αντί γραμμάτων – κυνοκεφάλους τινάς και λεοντοκεφάλους ανθρώπους» (Ερμότιμος, 44), δηλ. «οι Αιγύπτιοι γράφουν με κυνοκέφαλες και λεοντοκέφαλες ανθρώπινες φιγούρες, αντί με γράμματα».
Όμως γιατί ο Σωκράτης ορκίζεται στον σκύλο-θεό των Αιγυπτίων; Προφανώς επειδή ο κυνοκέφαλος αυτός θεός διακρίνει λεπτομέρειες και δικάζει ορθά. Ο όρκος στον «σκύλο των Αιγυπτίων» είναι ένας τρόπος επιβεβαίωσης της αλήθειας μιας φιλοσοφικής πρότασης. Με άλλα λόγια, ο «σκύλος των Αιγυπτίων» συμβολίζει την ακριβή, λογική κρίση – κάτι που ο Σωκράτης κυνηγά σε όλη του τη ζωή.
Αυτά, αγαπητέ μου. Τα περί «ελληνικότατης ορθοδοξίας» δεν τα σχολιάζω. Μου προκαλούν εμετό. Έρρωσο!