«Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», πίστευε ανέκαθεν η Τζούλια Γκίλαρντ λένε όσοι τη ξέρουν γι αυτό και δεν εξεπλάγησαν από την πρόσφατη προδοσία της.
Οι άλλοι, όμως, οι πολλοί, δεν παύουν να απορούν «πού πήγε η πίστη στον αρχηγό, που διαλαλούσε και οργιζόταν ακόμη μέχρι προχτές, όταν γινόταν λόγος – έμμεσα πάντα – να εκθρονιστεί ο Ραντ, όταν η δημοτικότητά του είχε πάρει τον κατήφορο».
«Αν δεν είμαστε σε περίοδο εκλογών…», είπε εκείνη χωρίς να συμπληρώσει τη φράση, αφήνοντας όμως να εννοηθεί ότι δεν θα τολμούσε να μπήξει το μαχαίρι στην πλάτη του Ραντ. Και όπως η αντιπολίτευση κραύγαζε ότι «πρόκειται για πολιτική δολοφονία», η Γκίλαρντ σήκωσε το καλοχτενισμένο κεφάλι της και δήλωσε ότι μόνο η φωνή του καθήκοντος την έσπρωξε να καταλήξει στην απόφαση να πάρει τα ηνία στα χέρια της: «Μου είναι αδύνατο να μείνω αδρανής και να δω την κυβέρνηση να πέφτει στις επόμενες εκλογές. Να δω το Εργατικό Κόμμα να εκτοπίζεται από το Συνασπισμό που θα επαναφέρει τις αλλαγές στον εργασιακό χώρο και θα περικόψει τα κονδύλια υγείας και παιδείας».
Στη συνέχεια, θα μιλήσει για «εκτροχιασμό» της κυβέρνησης, για το ότι η «καλή κυβέρνηση» έπαυσε πλέον να είναι αυτό που ήταν.
Έκανε ό,τι μπορούσε είπε για να είναι πιστή στον αρχηγό, δεν μπόρεσε όμως να αποφύγει να βγάλει το συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση έχει εκτροχιαστεί και ότι η ίδια μπορούσε να κάνει κάτι να την επαναφέρει στη σωστή τροχιά: «Αυτός είναι ο κύριος λόγος που ανέλαβα την αρχηγία. Αισθάνθηκα ότι είχα ευθύνη απέναντι στον Αυστραλιανό λαό να πάρω τον έλεγχο στα χέρια μου, όσο είναι καιρός. Να φέρω την κυβέρνηση πίσω εκεί που ήταν πριν αρχίσει η κατολίσθηση».
Εμμέσως πλην σαφώς παίρνει την ευθύνη για την εκτέλεση του Ραντ. Έναν αρχηγό που μέχρι προχτές που δάκρυσε όταν είδε και τους πιο πιστούς του συνεργάτες να τον εγκαταλείπουν, κανείς δεν πίστευε ότι έχει καρδιά, πολύ περισσότερο δε ότι μπορεί δημόσια να δακρύσει. Ήταν, φυσικά, αργά. Αργά να διαλύσει το μίσος που ένοιωθαν οι συνεργάτες του γιατί δεν τους υπολόγιζε, ιδιαίτερα τους ωριμότερους, προτιμώντας το νέο αίμα, με τις καινούριες ιδέες, που δεν αγγίζουν όμως απαραίτητα τον άνθρωπο.
«Εγώ θα μιλώ με όλους», είπε η Γκίλαρντ, «δεν θα δίνω απλά εντολές», πρόσθεσε, υπονοώντας τον τρόπο που λειτουργούσε ο προκάτοχός της που «έφαγε τελικά το κεφάλι του» ή, μάλλον, του το έκοψε η ίδια.
«Τίποτε δεν πρόκειται ν’ αλλάξει», λέει η αντιπολίτευση, στηρίζοντας την άποψη στο ότι σ’ όλες οι αποφάσεις της κυβέρνησης Ραντ η πρώην αντιπρόεδρος και νυν πρωθυπουργός είχε συμπρωταγωνιστικό ρόλο.
ΣΑΠΟΥΝΟΦΟΥΣΚΕΣ
Ακούγοντάς την θα έλεγε κανείς ότι μόλις τώρα μπαίνει για πρώτη φορά στην πολιτική σκηνή και αυτοσυστήνεται. Αν μη τι άλλο, ο λόγος της ακούγεται κοινότυπος, παλαιομοδίτικος, υποκριτικός και τετριμμένος: «Πιστεύω σε μια κυβέρνηση η οποία αμείβει εκείνους που δουλεύουν σκληρότερα και όχι αυτούς που φωνάζουν δυνατότερα. Αυτούς που παίζουν έντιμα, σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού, βάζουν τα ξυπνητήρια τους να τους ξυπνήσουν νωρίς το πρωί, παίρνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, στηρίζουν τους γείτονές τους και αγαπούν την πατρίδα τους».
Και παρακάτω: «Οι Αυστραλοί δικαιούνται μεγαλύτερο μερίδιο από την κληρονομιά μας, τον ορυκτό πλούτο της χώρας που βρίσκεται μέσα στα σπλάχνα της. Για να φτάσουμε, όμως, σε μια συμφωνία, θα πρέπει να κάνουμε κάτι περισσότερο από το να μιλάμε. Θα πρέπει να μάθουμε να διαπραγματευόμαστε».
Λέγοντας, φυσικά, αυτό, ετοιμάζει τον εαυτό της για τις εξετάσεις που θα καλεστεί να δώσει πάραυτα στο καυτό θέμα της φορολόγησης των υψηλών κερδών των βιομηχανιών που εκμεταλλεύονται τον ορυκτό πλούτο της χώρας.
Οι θεατές βρίσκονται ήδη στις εξέδρες και περιμένουν να δουν την παράσταση που θα δώσει η Γκίλαρντ. Πώς θα καταφέρει να τους ευχαριστήσει όλους. Όλες τις φατρίες του κόμματος και τους καρχαρίες των μεταλλευμάτων που όσα πιο πολλά τους δίνει από τα σωθικά της η αυστραλέζικη γη, τόσο πιο πολύ, τους ανοίγεται η όρεξη και η απληστία πάει να τους πνίξει.
Προς το παρόν, μόνο υποσχέσεις βαρύγδουπες περιορίζεται να δώσει: «Πρέπει να θέσουμε τέρμα σ’ αυτήν την αβεβαιότητα που μόνο κακό μπορεί να κάνει στο έθνος. Γι’ αυτό σήμερα ανοίγω την πόρτα στους βιομήχανους μεταλλευμάτων και τους ζητώ ν’ ανοίξουν κι’ εκείνοι τις πόρτες του μυαλού τους».
Το τελευταίο κι αν δεν ακούγεται εξωπραγματικό. Από ό,τι και οι πλέον αδαείς γνωρίζουν οι μεγαλοκαρχαρίες το μόνο άνοιγμα που γνωρίζουν είναι αυτό που θα τους φέρει τα μεγαλύτερα κέρδη.
Όσο για την ίδια… κοντός ψαλμός αλληλούια.