Μείωση των προσοντούχων μεταναστών

Πριν μπω στο κυρίως θέμα, σήμερα, θέλω να ξεκινήσω με μια έκκληση: να προσπαθήσουμε, όσο γίνεται, αυτή την κρίσιμη προεκλογική περίοδο, να σοβαρευτούμε. Να παύσουν όλοι αυτοί που ασχολούνται με τα αυτιά, τους λοβούς για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, της Τζούλια Γκίλαρντ, να σχολιάζουν πόσο αφύσικα σαρκώδεις είναι και να ακούσουν τι λέει η γυναίκα για ν’ αποφασίσουν σε κάποια όσο γίνεται πιο σοβαρή βάση πού θα ρίξουν τη ψήφο τους.
Οι συνάδελφοι να μη χάνουν το χρόνο τους και το χαρτί, κάνοντας κούφιες, κατινίστικες ερωτήσεις στους αρχηγούς των κομμάτων και αποσυντονίζουν, όχι μόνο τους εαυτούς τους, αλλά και το κοινό.

Ενδεικτικά, θα αναφερθώ σε ερωτήσεις που έγιναν πρόσφατα από δημοσιογράφους στην πρωθυπουργό. Η Γκίλαρντ ερωτήθηκε γιατί δεν την συνοδεύει ο σύντροφός της, Τιμ Μάθεσον, στην προεκλογική εκστρατεία. Αντί να τους απαντήσει «δεν σας πέφτει λόγος» – που αυτό στην πραγματικότητα θα σκεφτόταν – είπε ότι δεν είναι «υποψήφιος βουλευτής, υπουργός ή επίσημος εκπρόσωπος του κόμματος, επομένως, δεν πρόκειται να με συνοδεύσει. Έχω, όμως, την ηθική του στήριξη».
Προχωράμε σε ακόμη πιο κατινίστικη ερώτηση: «Πιστεύετε ότι η αναφορά του Τόνι Άμποτ στην γυναίκα του και τα παιδιά του στην τηλεοπτική διαμάχη την Κυριακή ήταν για σας ένα χτύπημα κάτω από τη μέση;». «Όχι, καθόλου», ήταν η απάντηση της πρωθυπουργού.

Και πάμε ακόμη πιο κάτω, σε ηλιθιότητα αυτή τη φορά: «Θα πιείτε καμιά μπύρα παραπάνω με τους άντρες κατά τη διάρκεια της προεκλογικής καμπάνιας;» Γέλια από μέρους της και η απάντηση: «Eυχαριστώ για τη συμβουλή, αλλά θα συνεχίσω όπως ξεκίνησα».

Άλλη… «φωτισμένη» ερώτηση: «Κατά την τηλεοπτική διαμάχη πιστεύετε ότι υπήρξατε βαρετή;» Απάντηση: «Αυτό θα το κρίνει ο κόσμος. Εκείνο που μπορώ να πω, από την πλευρά μου, είναι ότι ποτέ δεν θα βαρεθώ να μιλώ για μια ισχυρή οικονομία, την παιδεία και την υγεία».
Η εισαγωγή ή παρέκβαση τελειώνει εδώ.  

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ

Πάει η «Μεγάλη Αυστραλία», ας μη πάει όμως και γενικά η χώρα κατά διαόλου. Αυτό λένε, αλλά με δικά τους λόγια, εκείνοι που γνωρίζουν πού βρίσκεται η χώρα από πλευράς ειδικευμένων ατόμων στους κλάδους της Πληροφορικής.

Η ανακοίνωση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Τόνι Άμποτ, ότι θα μειώσει δραστικά τον αριθμό των μεταναστών (από 300.000 το χρόνο σε 170.000) αποδείχτηκε, μεν, σαπουνόφουσκα που έσκασε και τον εξέθεσε τραγικά, μιας και αυτή είναι η πολιτική του Εργατικού – ήδη σε εφαρμογή – έφερε, όμως, στο προσκήνιο το μεταναστευτικό ως κύριο θέμα, άμεσα συνδεόμενο με την οικονομία και την ανάπτυξη της χώρας γενικά. Και αυτό είναι θετικό. Φτάνει να έχουν την ευκαιρία οι ψηφοφόροι – είμαστε σε περίοδο εκλογών, μην το ξεχνάμε – να δούνε τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση. Γιατί δεν μπορεί να ρωτούν τον κόσμο «θέλετε λιγότερους μετανάστες» και να περιμένουν ένα ‘ναι’ ή ένα ‘όχι’, χωρίς να τους εξηγήσουν τι σημαίνει αυτό και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στο άμεσο μέλλον των ίδιων και των παιδιών τους αύριο.

Λοιπόν, οι έχοντες γνώσεις επί του θέματος των προσοντούχων μεταναστών που δέχεται η Αυστραλία, μιας και η δουλειά τους είναι να βρίσκουν προσωπικό σε εταιρίες Πληροφορικής, μας πληροφορούν ότι η Αυστραλία πλησιάζει στο σημείο να είναι μια από τις χώρες με τη μικρότερη αγορά ειδικευμένων ατόμων στο σύγχρονο κόσμο. «Περιορίζοντας ακόμη περισσότερο τον αριθμό των μεταναστών, θα είναι πολύ δύσκολο να προσελκύσει προσοντούχους μετανάστες, ιδιαίτερα στους τομείς της υψηλής τεχνολογίας και της μηχανολογίας», θα πει η διευθύντρια της εταιρίας Professional Recruitment, Jane Bianchini.
Ο διευθυντής της εταιρίας Peoplebank, Πίτερ Άκισον, δήλωσε ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήδη υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις ειδικευμένου προσωπικού στο Σίδνεϊ και τη Μελβούρνη, μέχρι το τέλος, δε, του χρόνου θα είναι ακόμη πιο εμφανείς, τονίζοντας ότι «αν μιλήσει κανείς με τους διευθυντές εταιριών θα διαπιστώσει ότι εκείνο που τους απασχολεί, περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο, είναι η έλλειψη ειδικευμένου στην υψηλή τεχνολογία, προσωπικού, όλοι δε προβλέπουν ότι θα είναι απαραίτητο να έλθουν από το εξωτερικό.

Αν η μεταναστευτική πολιτική αποβλέπει στο να μειώσει τον αριθμό των προσοντούχων μεταναστών, τότε όλος ο επιχειρηματικός και κυβερνητικός χώρος θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Τελικά, αυτό όχι μόνο θα εμποδίσει την ανάπτυξη της Αυστραλίας, αλλά θα απειλήσει και αυτή ακόμη τη συντήρησή της».

ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ

Ήδη, πολλοί εργοδότες έχουν αρχίσει να ανησυχούν με την αλλαγή πλεύσης της κυβέρνησης αναφορικά με την μεταναστευτική πολιτική.
«Η απασχόληση ειδικευμένου προσωπικού από το εξωτερικό είναι μια στρατηγική που εφαρμόζεται σήμερα ευρέως σ’ όλον τον κόσμο, προκειμένου να καλυφτούν οι τοπικές ελλείψεις και να συνεχιστεί η κανονική λειτουργία των επιχειρήσεων. Ο λόγος περί περικοπών προσοντούχων μεταναστών, είναι ευνόητο να προβληματίζει πολλούς σήμερα», θα πει και ο διευθυντής της εταιρίας εύρεσης προσωπικού υψηλής τεχνολογίας, Hay IT, Πίτερ Νόμπλετ.
Κάτι πολύ σημαντικό είναι ότι βγαίνοντας από την οικονομική κρίση η Αυστραλία, έχει σήμερα περισσότερη ανάγκη από προσοντούχους μετανάστες, στους τομείς που το τοπικό δυναμικό δεν αρκεί.

Σε έρευνα που διεξήχθη και στην οποία πήραν μέρος πάνω από 800 διευθυντές μεγάλων εταιριών από όλη την Αυστραλία, 39% δήλωσαν ότι η έλλειψη προσοντούχων, ειδικευμένων στην υψηλή τεχνολογία, θα είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα σε διάστημα ενός έτους.
Εν τω μεταξύ, αξίζει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία από το υπουργείο Μετανάστευσης, ο αριθμός των ειδικευμένων σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, μεταναστών που βρίσκονται στη χώρα με τη βίζα 457 (προσωρινής διαμονής), μέσα σε δύο χρόνια έχει σχεδόν μειωθεί κατά 50%.
Πιο συγκεκριμένα, από τον περασμένο Ιούλιο μέχρι τον Μάϊο του 2010, ήλθαν στη χώρα 2.190 με την παραπάνω ειδικότητα, ενώ από τον Ιούλιο του 2007 μέχρι τον Μάϊο του 2008, είχαν έλθει 4.350.

Το περίφημο «populate or perish» του Άρθουρ Κόλγουελ έρχεται πάλι μετά 60 τόσα χρόνια στο προσκήνιο.
Η μόνη διαφορά, ότι τότε η Αυστραλία είχε ανάγκη από ανειδίκευτους εργάτες, ενώ τώρα χρειάζεται ειδικευμένους και μάλιστα στην υψηλή τεχνολογία.