Τον ζηλεύω και, είμαι σίγουρη, ότι θα τον ζηλέψετε και εσείς όταν μάθετε την ιστορία του. O Χρήστος Χρήστου, είναι ομογενής κυπριακής καταγωγής, που άφησε τους γονείς του στην Μεγάλη Βρετανία, πήρε την κιθάρα του και αποφάσισε να γυρίσει τον κόσμο, τραγουδώντας σε εξωτικά μπαράκια, σοκάκια και πλατείες του.
Πάντα με μάγευε η ζωή των πλανόδιων μουσικών ή ζογκλέρ, και εκείνων των «ζωντανών αγαλμάτων» που βλέπουμε στα πεζοδρόμια της πόλης. Η περιέργειά μου για το ποιοι είναι, από πού έρχονται, γιατί επέλεξαν να κάνουν αυτό που κάνουν, ερεθίζει πάντα τη φαντασία μου. Κάθε φορά που τους βλέπω να παρουσιάζουν το ταλέντο τους σε μία γωνιά του δρόμου, με το κρύο και το αγιάζι να τους κάνει παγάκια ή την ζέστη να τους σιγοψήνει, χίλια δύο σενάρια για τη ζωή τους γεννιούνται στο μυαλό μου. Έτσι γνώρισα τον Χρήστο. Τραγουδούσε με την… «κουτσή» κιθάρα του μία μελωδία του Λέοναρντ Κοέν κάπου στο Flinders Street της Μελβούρνης και μέσα στο κρύο ζέσταινε τους περαστικούς με την φωνή του.
Μετά το τέλος του τραγουδιού, ακούγοντας ότι μιλώ ελληνικά, με πλησίασε και μου έπιασε κουβέντα με καθαρά κυπριακή διάλεκτο.
Η μία κουβέντα έφερε την άλλη και ο Χρήστος κατέληξε στα γραφεία μας παρέα με την αγαπημένη του κιθάρα, να μου εξιστορεί την μποέμικη ζωή του, αλλά και τη ζωή ενός πλανόδιου μουσικού.
ΔΥΟ ΔΡΑΧΜΕΣ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΚΑΙ ΜΙΑ… ΚΙΘΑΡΑ
Πριν από ένα χρόνο με… «δύο δραχμές» στην τσέπη και την κιθάρα του απαραίτητη αποσκευή, ο Χρήστος άφησε τη Μ. Βρετανία και, συγκεκριμένα, το Τορκί, όπου και γεννήθηκε και, παρά τις ανησυχίες των γονιών του, έστω και αν κοντεύει να τριανταρήσει, για να γνωρίσει τον κόσμο. Ο πρώτος του σταθμός συναισθηματικής υφής. Πήγε στην Κύπρο, την πατρίδα των γονέων του, αλλά και δική του, γιατί, όπως λέει, εκεί έζησε το 1/3 της ζωής του.
Μετά από ένα μήνα στο νησί της Αφροδίτης, αποφάσισε ότι έφτασε ο καιρός για αναχώρηση. Επόμενη στάση Ταϋλάνδη. Κιθάρα στον ώμο, αεροπλάνο και ξημέρωμα στην Μπανκόγκ.
«Τα χρήματα που είχα στη διάθεσή μου ήταν λίγα, η αγάπη μου για τη μουσική και τα ταξίδια μεγάλη και πήρα την τύχη στα χέρια μου. Άρχισα να ταξιδεύω στα νότια της χώρας τραγουδώντας. Πρώτα ως πλανόδιος μουσικός και, στη συνέχεια, σε μπαράκια της περιοχής». Πέρασαν πέντε μήνες και ο Χρήστος κατάφερε με την κιθάρα του να βγάλει τα έξοδά του και να γνωρίσει την εξωτική Ταϋλάνδη.
Επόμενη στάση… «παράδεισος». Έτσι αποκαλεί αυτός την Αυστραλία.
«Με έχει εντυπωσιάσει αυτή η χώρα. Κάθε γωνιά της, οι άνθρωποί της, η απλότητά τους και η καλοσύνη τους», λέει.
Με την κιθάρα του τραγούδησε σε κάθε πόλη της ανατολικής Αυστραλίας. Πέντε μήνες τώρα αυτό έκανε ώσπου κατέληξε στη χειμωνιάτικη Μελβούρνη. Όπως ο ίδιος λέει, τον εντυπωσιάζει η πόλη και, πάνω απ’ όλα, η αγάπη των κατοίκων της για την πόλη τους και δεν παραπονιέται, αφού η φιλοδωρία τους τον κρατά ακόμα στο «επάγγελμα», αν θα μπορούσε κάποιος να το αποκαλέσει επάγγελμα αυτό που κάνει.
Στην μέχρι τώρα πορεία του, έκανε φίλους, τραγούδησε με αγνώστους και γνώρισε μυριάδες άλλους πλανόδιους μουσικούς και καλλιτέχνες. «Δεν ξέρω αν κάποιος μπορεί να πει αυτές τις σχέσεις φιλίες, αλλά είναι τρυφερή και αστεία την ίδια στιγμή η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ μας. Όλοι έχουν τη δική τους ιστορία και, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι πλανόδιοι δεν είναι ζητιάνοι, όπως νομίζει ο πολύς κόσμος. Η τέχνη τους είναι αυτό που θέλουν να δείξουν στον κόσμο. Προσωπικά, δεν μπορώ να πω ότι δεν θέλω τα χρήματα που αφήνουν οι περαστικοί, αλλά, ειλικρινά, πιο πολύ με ευχαριστεί όταν ακούω κάποιον να μου λέει ένα ευχαριστώ και μία καλή κουβέντα, να μου χαρίζει ένα χαμόγελο, από τον υπόλοιπο κόσμο που απλώς περνά από μπροστά μου και αφήνει ένα δολάριο χωρίς καν να με ακούσει. Για μένα, εκείνη η γωνία στο Flinders είναι η σκηνή που παρουσιάζω αυτό που αγαπάω, την μουσική μου».
ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ
Ο Χρήστος σπούδασε Διιοίκηση Τουριστικών Επιχειρήσεων, αλλά η μεγάλη του αγάπη ήταν πάντα η μουσική. Έφηβος ακόμα με τα φιλαράκια του δημιούργησαν το συγκρότημα «Afterparty» και στη συνέχεια στο Λονδίνο όπου έμεινε για λίγα χρόνια, ένα άλλο συγκρότημα τους «Cognition». Γράφει μουσική και στίχους και η φωνή του θυμίζει έναν άλλο μεγάλο καλλιτέχνη, επίσης κυπριακής καταγωγής, τον Cat Stevens.
«Μπορεί να κάνω το κέφι μου, τραγουδώντας στο δρόμο, εξασφαλίζω και τα καθημερινά μου έξοδα, αλλά, πάνω απ’ όλα, ελπίζω να με ακούσουν τα σωστά αυτιά», μου λέει και τον ρωτάω τι εννοεί. «Θέλω να ηχογραφήσω τα τραγούδια που έχω γράψει, θέλω να δουλέψω κάπου ως μουσικός. Τραγουδώντας στον δρόμο με ακούει πολύς κόσμος και πιστεύω ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να διαφημίσει κάποιος τον εαυτό του. Για παράδειγμα, θα ήμουν εδώ αυτή τη στιγμή αν δεν με άκουγες εσύ εκείνη την ημέρα;».
Έχει δίκιο και, σίγουρα, υπομονή ο Χρήστος, πέρα, βέβαια, από τα υπέροχα χαμογελαστά του μάτια και το πλατύ χαμόγελο που αναμφισβήτητα προδίδουν έναν καλοσυνάτο άνθρωπο.
ΤΑ ΤΥΧΕΡΑ ΤΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ
Ως πλανόδιος μουσικός, που περνά τουλάχιστον τέσσερεις ώρες την ημέρα σε μία γωνιά του δρόμου, σίγουρα θα έχει δει πολλά. Γελάει όταν τον ρωτάω για το αν υπάρχουν τυχερά στο επάγγελμα. «Το επάγγελμα είναι από τα καλύτερα που έχω κάνει», λέει γελώντας. «Ελεύθερο από κάθε άποψη και μου εξασφαλίζει τα απαραίτητα για να εξασφαλίσω και εγώ με τη σειρά μου τις καθημερινές μου ανάγκες και να ταξιδεύω. Θεωρώ, επίσης, τον εαυτό μου τυχερό, γιατί μέσα από αυτό που κάνω έρχομαι καθημερινά σε επαφή με την ανθρώπινη καλοσύνη. Δεν θα ξεχάσω, για παράδειγμα, έναν άστεγο που μία μέρα στα καλά του καθουμένου πήγε και μου αγόρασε μία μερίδα πατάτες τηγανιτές γιατί με λυπήθηκε. Ή μία άλλη φορά, που κάποιος άγνωστος άφησε ενόσω εγώ τραγουδούσα μέσα στην τσάντα μου μία χάρτινη σακούλα με $150 σε κέρματα. Ούτε και εγώ δεν μπορούσα να το πιστέψω. Νόμιζα ότι άφησε σκουπίδια στην τσάντα μου. Και τα δύο αυτά περιστατικά μου συνέβησαν στη Μελβούρνη. Γι’ αυτό λέω ότι μ’ αρέσει αυτή η πόλη, μ’ αρέσουν οι άνθρωποί της».
Με την κιθάρα του ο Χρήστος δεν έχει γλιτώσει μόνο από την μονοτονία της καθημερινότητας αλλά και από την… Εφορία. Τον θαυμάζω και τον ζηλεύω και για τα δύο και όταν ακούω για το μεροκάματο που βγάζει τότε αρχίζω να νοιώθω και… μεγάλο κορόιδο. «Εξαρτάται από τη μέρα. Ο μέσος όρος, όμως, είναι 50 περίπου δολάρια την ώρα» και αφορολόγητα, επαναλαμβάνω εγώ. «Ναι, έτσι είναι. Πρέπει, όμως, να έχεις ειδική άδεια, την οποία, βέβαια, πληρώνεις για να πάρεις».
«Α! ρε Χρήστο», σκέφτομαι, «ζωή και κότα την περνάς». Διακόπτει τη σκέψη μου για να μου πει ότι σκέφτεται να μείνει στη Μελβούρνη για λίγο καιρό ακόμα, «το πολύ πέντε μήνες» και μετά θα σκεφτεί για το πού θα βάλει πλώρη. Θέλει να γνωρίσει την πόλη και την ιστορία της πριν φύγει.
Τον ευχαριστώ που έκανε τον κόπο να έρθει στα γραφεία μας και μου απαντά «Είναι εντάξει, έχω αρκετό ελεύθερο χρόνο». Καταλαβαίνετε τώρα γιατί σας ξεκαθάρισα εξ αρχής ότι τον ζηλεύω τον Χρήστο; Γιατί… έπιασε το νόημα της ζωής νωρίς.