Ένα άγνωστο κομμάτι της ιστορίας των Ελλήνων της Αυστραλίας είδε το φως της δημοσιότητας την περασμένη εβδομάδα, η ιστορία των 200 περίπου Ελληνοαυστραλών, επιστρατευμένων και εθελοντών, που πολέμησαν στο Βιετνάμ κατά τη δεκαετία 1962-1972.

Την άγνωστη προσφορά των Ελλήνων στον πόλεμο στο Βιετνάμ, που πλήγωσε το γόητρο των αμερικανών και στιγμάτισε την ιστορία της Αυστραλίας, κατέγραψε ένας από τους βετεράνους του πολέμου, ο Αναστάσιος Κυρίτσης, στο βιβλίο του «Greek-Australian in the Vietnam War- Ελληνοαυστραλοί  που Πήραν Μέρος στον Πόλεμο στο Βιετνάμ» που κυκλοφόρησε την περασμένη εβδομάδα.

Για όσους δεν θυμούνται ή για εκείνους που ήλθαν στην Αυστραλία μετά τη λήξη του πολέμου στο Βιετνάμ, η Αυστραλία σύρθηκε στον άσκοπο αυτό πόλεμο από τη μεγάλη σύμμαχο, τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, που επέλεξαν το Βιετνάμ ως πεδίο επίδειξης της δύναμής τους και αποκατάστασης του πληγωμένου γοήτρου τους μετά την ταπείνωσή τους στην Κορέα, άλλες περιοχές της Ασίας και την Ευρώπη.

Κατά μία εκδοχή, οι Αμερικανοί φιλοδόξησαν να αντιγράψουν τους Ολλανδούς, που είχαν ανακαλύψει κοιτάσματα του «μαύρου χρυσού» στην Ινδονησία, παρά τις προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο εμπλοκής τους σε ατέρμονες πολέμους με μεγάλες οικονομικές και ανθρώπινες απώλειες.
Οι Γάλλοι, που επιχείρησαν να διαφεντέψουν το Βιετνάμ, ηττήθηκαν κατά κράτος στην προσπάθειά τους. Η ίδια τύχη περίμενε και τους Αμερικανούς, που φιλοδόξησαν να χρησιμοποιήσουν το Βιετνάμ ως πεδίο επίδειξης της δύναμής τους.

Ο γνωστός Αμερικανός οικονομολόγος, Τζον Γκαλμπρέϊθ, προέτρεπε τον «ειρηνοποιό», Τζον Κένεντι, να αποφύγει την εμπλοκή στο Βιετνάμ για να μην πάθουν οι Αμερικανοί αυτά που είχαν πάθει οι Γάλλοι. Προειδοποιούσε το νεοεκλεγμένο Αμερικανό πρόεδρο για τον κίνδυνο «να αιμορραγήσουν οι Αμερικανοί, όπως αιμορράγησαν οι Γάλλοι…», αν αποφάσιζαν να παίξουν ρόλο αποικιοκρατικής δύναμης στο Βιετνάμ.

Οι προτροπές Γκαλμπρέϊθ έπεσαν στο κενό. Ταπεινωμένοι οι Αμερικανοί από την ήττα τους στην Κορέα και σε άλλες περιοχές της Ασίας, προβληματισμένοι από την ανέγερση του «τείχους της ντροπής» που χώρισε τη Γερμανία σε δύο αντίπαλα – ιδεολογικά – κράτη και «την κρίση των πυραύλων στην Κούβα» που γέννησε η απόφαση της Σοβιετικής Ένωσης «να θωρακίσει» την Κούβα με πυραύλους κατά πιθανής επίθεσης από τις ΗΠΑ, θέλησαν να αποκαταστήσουν το γόητρό τους, ως υπερδύναμη, με εισβολή στο Βιετνάμ.

Λίγο μετά συνάντησή του με τον σοβιετικό ηγέτη Νικήτα Χρουστσόφ (1962) στη Βιέννη, ο Τζον Κένεντι δήλωνε στην εφημερίδα «New York Times» για την αποφασιστικότητα των ΗΠΑ να εμποδίσουν τη νίκη των κομμουνιστών στο Βιετνάμ: «Σήμερα έχουμε πρόβλημα επαναβεβαίωσης της ισχύος μας και το Βιετνάμ είναι η καλύτερη περιοχή» για την επιτυχία του στόχου.

Οι Αμερικανοί κινήθηκαν ταχύρυθμα για την επιτυχία του στόχου τους και το 1963 οι μερικές εκατοντάδες αμερικανών «στρατιωτικών συμβούλων» – που εκπαίδευαν στελέχη του στρατού του Νότιου Βιετνάμ – αντικαταστάθηκαν από 20,000 περίπου Αμερικανούς στρατιώτες. Η αμερικανική παρουσία στο Βιετνάμ ενισχύθηκε σημαντικά το 1965 και η εισβολή κορυφώθηκε το 1968.

Τρεις Αμερικανοί πρόεδροι ταπεινώθηκαν στο Βιετνάμ, οι Τζον Κένεντι, Λίντον Τζόνσον και Ρίτσαρντ Νίξον. Ο Κένεντι κήρυξε τον πόλεμο, ο δε Τζόνσον τον συντήρησε με τη διακήρυξή του, μετά τη δολοφονία του Κένεντι, ότι «ο αγώνας κατά του κομμουνισμού πρέπει να συνεχίσει με δυναμισμό και αποφασιστικότητα».
Ο αρχικός ενθουσιασμός των Αμερικανών πολιτών για την επέμβαση της χώρας τους στο Βιετνάμ, άρχισε να μεταλλάσσεται σε δυσαρέσκεια και, ακολούθως, σε οργή, καθώς τα πολεμικά σκάφη ξεφόρτωναν καθημερινά φέρετρα Αμερικανών στρατιωτών που πέθαιναν στον άσκοπο πόλεμο. Οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις δονούσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες και επεκτείνονταν στον υπόλοιπο κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της Αυστραλίας.

Ο Ρίτσαρντ Νίξον υποχρεώθηκε σε άτακτη φυγή από το Βιετνάμ, καλύπτοντας τα ίχνη του με το διαβόητο «Δόγμα Νίξον», περί δήθεν αυτοπροστασίας των Νοτίων Βιετναμέζων και των συμμαχικών δυνάμεων που βρίσκονταν στο Βιετνάμ.

Η προφητεία του Γκαλμπρέϊθ είχε επαληθευτεί. Η Αμερική κινδύνευσε να πεθάνει από την αιμορραγία που είχε αρχίσει από τους πρώτους μήνες του πολέμου.

ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ ΜΕΝΖΙΣ

Ο τότε πρωθυπουργός της Αυστραλίας, Ρόμπερτ Μένζις, οι στενοί συνεργάτες και οι διάδοχοί του γνώριζαν ότι η πραγματική αιτία της παρουσίας των Γάλλων στο Βιετνάμ – αρχικά – και των Αμερικανών, μετά το ‘60, ήταν το ενδιαφέρον τους για πιθανά κοιτάσματα πετρελαίου στην ασιατική χώρα.
Απέκρυπταν, όμως, την πραγματικότητα από τον αυστραλιανό λαό και χρησιμοποιούσαν τη συνθηματολογία των Αμερικανών και άλλων συμμαχικών χωρών, περί δήθεν απειλής της περιοχής μας από τις κομμουνιστικές δυνάμεις του Χο Τσι Μινχ.

Ο Ρόμπερτ Μένζις δήλωνε σε κάθε ευκαιρία, ότι η Αυστραλία όφειλε να ενισχύσει με στρατιωτικές δυνάμεις την προσπάθεια των ΗΠΑ να αναχαιτίσουν την «κομμουνιστική απειλή» του Βορρά (Βιετκόνγκ), στο δε πλαίσιο αυτής της υποχρέωσης ανταποκρίθηκε πρόθυμα στο αίτημα της Ουάσιγκτον για αποστολή ετοιμοπόλεμης στρατιωτικής δύναμης.

Σημειώνεται ότι τα μεταπολεμικά χρόνια ο αυστραλιανός λαός αισθανόταν φυσική απέχθεια για τον κομμουνισμό, την οποία είχαν καλλιεργήσει σκόπιμα οι κυβερνήσεις του. Ενδεικτικό το σλόγκαν «κάτω από κάθε κρεβάτι κρύβεται ένας κομμουνιστής» που χρησιμοποιούσαν οι Φιλελεύθερες μεταπολεμικές κυβερνήσεις για να συντηρούν την απέχθεια του λαού κατά των κομμουνιστών, αλλά, κυρίως, για να εξασφαλίζουν ανώδυνα τη συναίνεση του λαού κάθε φορά που η Ουάσιγκτον ζητούσε τη βοήθεια της «φίλης» Αυστραλίας.

Το 1965 ο Μένζις διέπραξε το μοιραίο, πολιτικά, λάθος να επαναφέρει την επιστράτευση και να στείλει δυνάμεις στο Βιετνάμ, παρά τις αντιδράσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπό την ηγεσία του «πασιφιστή» Γκοφ Γουίτλαμ.

Ο αυστραλιανός λαός αντέδρασε θετικά στην πρόθυμη ανταπόκριση της κυβέρνησής του στο αίτημα της μεγάλης συμμάχου για αποστολή δυνάμεων στο Βιετνάμ – το ίδιο θετικά αντέδρασε ο αυστραλιανός λαός και στην αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν από τις κυβερνήσεις Χάουαρντ.
Ο Α. Κυρίτσης αναφέρει, ότι η πρώτη αποστολή της Αυστραλίας στο Βιετνάμ ήταν 30 Αυστραλοί στρατιώτες με την ιδιότητα του «στρατιωτικού συμβούλου», βασικό έργο των οποίων ήταν η εκπαίδευση στρατιωτών του Νοτίου Βιετνάμ.

«Το 1962, 30 Αυστραλοί στρατιώτες έφθασαν στο Βιετνάμ ως στρατιωτικοί σύμβουλοι που θα εκπαίδευαν τον στρατό του Νοτίου Βιετνάμ, στο πλαίσιο της υποστήριξης που ζήτησε η αμερικανική από την αυστραλιανή κυβέρνηση».

Οι αποστολές πλήθαιναν καθώς ο πόλεμος σκλήρυνε και οι Αμερικανοί ζητούσαν βοήθεια από τους συμμάχους τους για να καλύψουν, αφενός, πρακτικές ανάγκες του πολέμου και, αφετέρου, για να ενισχύσουν το επιχείρημά τους ότι ο πόλεμος στο Βιετνάμ είναι κοινός πόλεμος της Δύσης κατά του κομμουνισμού.
Η ένταση του πολέμου το 1965 και η κορύφωσή του το 1968 απαίτησε μεγαλύτερη «συνεισφορά» δυνάμεων και από την Αυστραλία, όπου οι κυβερνήσεις Μένζις και Χολτ – ο Χάρολντ Χολτ διαδέχθηκε τον Μένζις το 1966 – εξασφάλισαν με την επιστράτευση.

Ο Χολτ διακήρυττε, με μεγαλύτερο πάθος από τον Μένζις που ήταν φιλοβρετανός, την ανάγκη συστράτευσης με τους Αμερικανούς εναντίον του κοινού εχθρού, του κομμουνισμού. Η ιστορική δήλωση του Χολτ «all the way with LBJ» («δίπλα στον Λίντον Τζόνσον μέχρι τέλους»), ήταν σαφής δήλωση τυφλής υποταγής στα προστάγματα της Ουάσιγκτον.
Δεν είναι, κατά συνέπεια, συμπτωματικό το γεγονός, ότι «καθ’ όλο το διάστημα του πολέμου (10 χρόνια) 60.000 Αυστραλοί στρατιώτες υπηρέτησαν στο Βιετνάμ… Η Αυστραλία είχε 520 νεκρούς και 2.400 τραυματίες». (Α. Κυρίτσης, σελ. 16).

ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΟ ΒΙΒΛΙΟ

Το πρωτοποριακό βιβλίο του Αναστάσιου Κυρίτση είναι αποτέλεσμα τετράχρονης σκληρής δουλειάς. Όπως δήλωσε ο συγγραφέας, η συγκέντρωση του υλικού απαίτησε εκατοντάδες τηλεφωνήματα και επιστολές.

«Η συγγραφή της ιστορίας των Ελληνοαυστραλών που πολεμήσαμε στο Βιετνάμ ήταν ιδέα που καλλιεργούσα στο μυαλό μου πολλά χρόνια», λέει ο συγγραφέας. «Αισθάνομαι απόλυτα ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα, το οποίον εκτιμήθηκε και από τους συναδέλφους μου βετεράνους.
Στην πρώτη προσπάθειά μου κατέγραψα τις προσωπικές ιστορίες μερικών, μόνο, βετεράνων. Θα υπάρξει και δεύτερος τόμος, στο μέλλον, με τις προσωπικές ιστορίες και άλλων βετεράνων».

Ο κ. Κυρίτσης κατάφερε να ανιχνεύσει 120 βετεράνους ελληνικής καταγωγής, Πιστεύει, όμως, ότι ο συνολικός αριθμός των Ελληνοαυστραλών, εθελοντών και επιστρατευμένων, που πολέμησαν στο Βιετνάμ πλησιάζει τους 200.

Με κολακευτικά λόγια μίλησε για το βιβλίο ο πρωθυπουργός της Πολιτείας, στη συνάντησή του, την περασμένη Πέμπτη με Ελληνοαυστραλούς βετεράνους.
«Πρόκειται για πρωτοποριακό βιβλίο», τόνισε ο κ. Μπράμπι. «Η ιστορία του πολέμου στο Βιετνάμ είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας μας και το βιβλίο του κ. Κυρίτση είναι το πρώτο του είδους. Η συγγραφή του βιβλίου σε δύο γλώσσες, ελληνική και αγγλική, του προσδίδει αξιοσημείωτη ενωτική ιδιότητα», πρόσθεσε.
Ο πρωθυπουργός δήλωσε συγκινημένος, ότι ο πατέρας του είναι βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και διατηρεί ακόμη σχέσεις με τους συμπολεμιστές του. «Το βιβλίο του κ. Κυρίτση θα βοηθήσει να διατηρήσετε τη φιλία και το δεσμό που αποκτήσατε ως συμπολεμιστές», είπε απευθυνόμενος στους βετεράνους».

Τις αδελφικές φιλίες και τους δεσμούς που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου υπογράμμισε και ο κ. Κυρίτσης, λέγοντας:«Αν υπάρχει κάτι θετικό, που προέκυψε από τον πόλεμο στο Βιετνάμ είναι οι προσωπικές φιλίες που αναπτύχθηκαν. Ήμασταν στενοί φίλοι κατά τη διάρκεια του πολέμου και θα παραμείνουμε στενά συνδεδεμένοι μεταξύ μας».

ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΝΗ ΔΥΝΑΜΗ

Οι ομογενείς μας βετεράνοι περιγράφουν την αυστραλιανή δύναμη ως «πολυπολιτισμική» δύναμη, ως μείγμα εθνοτήτων και πολιτισμών.
«Ήμασταν ένα μείγμα στρατιωτών διαφόρων εθνοτήτων, που λειτουργούσε ως ενιαίο σύνολο, ως ενιαία δύναμη. Αυστραλοί, Έλληνες, Ιταλοί, Μαλτέζοι και πολλοί άλλοι, συνέθεταν την αυστραλιανή δύναμη στο Βιετνάμ. Ο κοινός μας στόχος, να επιτελέσουμε το καθήκον μας βοηθούσε να υπερβαίνουμε τις οποιεσδήποτε διαφορές μας», διαβεβαιώνουν.

Δεν έλειπαν, βέβαια, τα πειράγματα και τα χωρατά. Οι ομογενείς μας θυμούνται «τα παρατσούκλια» που τους είχαν «κολλήσει» οι Αυστραλοί συνάδελφοί τους χάριν ευθυμίας, όχι «για να τους μειώσουν».
Θυμούνται και διασκεδάζουν, 40 χρόνια αργότερα, τις αστείες προσφωνήσεις «Ζορμπά», «Μαύρε», «fish and chips mate» από τους Αυστραλούς συμπολεμιστές τους και το πείραγμα των Ελλήνων με μεγάλα επώνυμα: «έλα εδώ και φέρε και το καρότσι σου» ήταν το σύνηθες πείραγμα των Ελλήνων στρατιωτών από τους Αυστραλούς συναδέλφους τους. «Ήταν φιλικά πειράγματα χωρίς ίχνος ρατσιστικής διάθεσης», τονίζουν όλοι.
Οι κληρωτοίαυτοί που επιστρατεύονταν δια κλήρου για να υπηρετήσουν στο Βιετνάμ – δηλώνουν απερίφραστα τη διαφωνία τους με την εμπλοκή της Αυστραλίας στον πόλεμο.

«Σαφώς διαφωνούσαμε με τη συμμετοχή της Αυστραλίας στον πόλεμο, διότι πέραν του κινδύνου που θα διατρέχαμε αφήναμε στη μέση τις σπουδές μας, τις δουλειές μας, τις οικογενειακές μας επιχειρήσεις», λένε.

Ο κ. Δημήτρης (James) Φράγκος θυμάται ότι φοιτούσε στο πανεπιστήμιο όταν κλήθηκε να υπηρετήσει στο Βιετνάμ. «Η επιστράτευση με βρήκε φοιτητή στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης. Προέρχομαι από οικογένεια με πολύχρονη πολεμική ιστορία. Ο πατέρας μου υπηρέτησε στους Βαλκανικούς Πολέμους και ο παππούς μου στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821. Όταν ήλθαν τα χαρτιά μου ο πατέρας μου με κάλεσε και μού είπε “η Αυστραλία είναι η χώρα σου και θα πρέπει να πειθαρχήσεις στους νόμους της”. Παρ’ ότι διαφωνούσα με την επιστράτευση, σεβάστηκα τα λόγια του πατέρα μου και πήγα στον πόλεμο».
Αντίθετα, οι γονείς του Γιώργου Ζαφείρη του πρότειναν να φύγει από την Αυστραλία για να αποφύγει την επιστράτευση.
«Όταν ήλθαν τα χαρτιά μου, οι γονείς μου με παρακαλούσαν να φύγω για την Ελλάδα για να μην υπηρετήσω στο Βιετνάμ. Δεν δέχθηκα. Θεώρησα ότι είχα υποχρέωση, ως Αυστραλός πολίτης, να πειθαρχήσω στην εντολή της πατρίδας μου, διότι η Αυστραλία ήταν η μόνη πατρίδα που είχα γνωρίσει», λέει.
Ο κ. Παναγιώτης Δαμιανάκης (Peter Diamond) ΟΑΜ, από την Τασμανία, τακτικό μέλος των ενόπλων δυνάμεων, υπηρέτησε στο Βιετνάμ δύο φορές, το 1965 και το 1970.

«Η ιδιότητά σου στον πόλεμο δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Είτε ήσουν εθελοντής είτε τακτικό μέλος των ενόπλων δυνάμεων Αυστραλίας, αυτό που σε ενδιέφερε άμεσα ήταν να εκτελέσεις το καθήκον σου, όσο πιο καλύτερα μπορούσες», εξηγεί.
Ο Χαράλαμπος (Charles) Εξηντάρης κατετάγη ως εθελοντής και συμφωνεί με τον κ. Δαμιανάκη, ότι «όλοι οι Αυστραλοί στρατιώτες πολέμησαν στο Βιετνάμ με απόλυτη συναίσθηση του καθήκοντος». Ο κ. Εξηντάρης θυμάται – και γελά – ότι κάποιοι συνάδελφοί του τον φώναζαν πειραχτικά «Ζορμπά» και «fish and Chips», ενώ ο ελληνοκυπριακής καταγωγής κυπριακής, Ρομπερτής Αντώνης, θυμάται ότι ήταν «ο μπλάκι» της ομάδας του, επειδή είναι μελαψός.

ΕΙΧΑΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΑΡΝΗΘΟΥΝ

Είχαν δικαίωμα να αρνηθούν, να πάνε στον πόλεμο ως αντιρρησίες συνείδησης; «Στην ουσία, όχι», εξηγούν.

«Υπήρχε μία τυπική διαδικασία ακρόασης των αντιρρήσεων των επιστρατευμένων, που δήλωναν αντιρρησίες συνείδησης. Απλώς, σου ζητούσαν τους λόγους για τους οποίους δεν ήθελες να υπηρετήσεις και όταν τελείωνες έπαιρνες τη στερεότυπη απάντηση “φεύγεις για το Βιετνάμ”».

Ήξεραν πού πήγαιναν; Σίγουρα, όχι. Κάποιοι ενημερώνονταν για τα γεγονότα στο Βιετνάμ, αλλά δεν γνώριζαν τη γεωγραφία της χώρας, τη φύση και τις απαιτήσεις του πολέμου. «Αντιλαμβανόμασταν που πηγαίναμε, όταν μάς συμβούλευαν να αγοράσουμε ασφάλεια ζωής, πριν φύγουμε», απαντούν.

ΘΑΥΜΑΣΜΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΒΙΕΤΝΑΜΕΖΟΥΣ 

Οι περισσότεροι μιλούν με κολακευτικά λόγια για τους Βιετναμέζους. Ο Δημήτρης Φράγκος τους χαρακτηρίζει «γενναίους ανθρώπους» που θυσιάζονταν για την πατρίδα τους.

«Οι Βιετναμέζοι ήταν γενναίοι άνθρωποι, έτοιμοι να πεθάνουν για την πατρίδα τους. Πίσω από το χαμόγελό τους κρυβόταν η γενναιότητα των ανθρώπων που πάλευαν να απωθήσουν τις απρόσκλητες ξένες δυνάμεις. Διότι δεν μας ήθελαν στη χώρα τους, παρ’ ότι βρισκόμασταν εκεί για να τους στηρίξουμε. Προσωπικά, τους αγαπώ ακόμη», εξομολογείται.

ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

«Η αντιμετώπισή μας από τον αυστραλιανό λαό ήταν άδικη. Εισπράξαμε εμείς το στίγμα για τη συμμετοχή της Αυστραλίας στον πόλεμο, που έπρεπε να εισπράξουν οι Αυστραλοί πολιτικοί που ενέπλεξαν την Αυστραλία στον πόλεμο του Βιετνάμ», σχολιάζουν.

Εμείς κάναμε το καθήκον μας. Εκτελέσαμε την εντολή που μάς έδωσε η πατρίδα να υπηρετήσουμε στο Βιετνάμ, όπως συμβαίνει σήμερα με τους συμπατριώτες μας που υπηρετούν στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και σε άλλες χώρες.

Η υπηρεσία τους στην πατρίδα πρέπει να αναγνωριστεί. Οφείλουμε να τους καλωσορίσουμε, όταν θα γυρίσουν από τα μέτωπα, αντί να τους αποδοκιμάζουμε, όπως συνέβη με τους βετεράνους του Βιετνάμ».