ΛΕΝΕ, ότι ο καιρός που περνά όταν κάνεις σχέδια και όνειρα (για τα μελλούμενα) είναι η πραγματική ζωή.

ΑΛΛΑ, λοιπόν, είχα κατά νου και άλλα σχεδίαζα να κάνω στην πατρίδα, τον χρονικό διάστημα που θα μεσολαβούσε μέχρι να φύγουμε για Νότια Αμερική και άλλα βρέθηκα να κάνω.

ΤΟ αρχικό σχέδιο (που ήταν και καλά «μελετημένο») προέβλεπε δύο μέρες τη βδομάδα δουλειά για την εφημερίδα και τις υπόλοιπες βόλτες και άραγμα σε ακρογιαλιές και όρη.

ΕΙΧΑ οργανώσει τα πάντα, σας λέω, με κάθε «λεπτομέρεια» και δεν είχα λόγους να πιστεύω ότι κάτι μπορεί να πάει στραβά, αφού το ίδιο κάνω (για πολλά χρόνια τώρα) κάθε φορά που επισκέπτομαι την πατρίδα.

(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Αν σήμερα διαπιστώσετε ότι δεν υπάρχει ομαλή ροή στη στήλη – και προκειμένου να με κρίνεται με επιείκεια – θα πρέπει να σας πω ότι τη γράφω με συχνές διακοπές, αφού παράλληλα εργάζομαι και ως…  γκαρσόνι!).

ΑΣ επιστρέψουμε, όμως, στο αρχικό σενάριο (και αφού, στο μεταξύ, σερβίρισα και δύο τραπέζια!). Για λόγους πέρα των δυνάμεων και των πλάνων μου, για ολόκληρο τον Ιούλιο (εκτός από δυο τρία Σαββατοκύριακα) κόλλησα στην Αθήνα.

ΤΕΛΟΣ Ιουλίου, τελείωνε από την δουλειά της και η κοπελιά μου, η οποία και θα τραβούσε βόρεια, για να περάσει καμιά δεκαριά μέρες με τους δικούς της, ενώ εγώ θα κατευθυνόμουν νότια.

ΜΕ έδρα το χωριό μου, σχεδίαζα να περάσω (επιτέλους) καμιά 15αριά μέρες μόνος, κάνοντας τις κλασικές (χαλαρές μου) βόλτες στα αιματοβαμμένα από επαναστάσεις και εμφυλίους και σημαδεμένα από τις πυρκαγιές βουνά του Μοριά: στο Μαίναλο και τον Πάρνωνα.

ΕΤΣΙ προγραμμάτιζα τις διακοπές μου (πριν το μεγάλο ταξίδι) χωρίς να λάβω υπόψη μου τον νόμο του Μέρφι, σύμφωνα με τον οποίο, ό,τι είναι να πάει στραβά θα πάει (τελικά) στραβά.

ΔΕΝ πρόλαβα καλά-καλά να φτάσω στο χωριό μου και μου τηλεφώνησε ένας φίλος με άσχημα μαντάτα. Σε ένα μικρό σχετικά ατύχημα με τη μοτοσικλέτα του, η κοπέλα του έσπασε το πόδι της.

ΑΥΤΟ σήμαινε την λήψη (εκ μέρους του) εκτάκτων μέτρων και την (αναγκαστική) επιστράτευσή μου να τον βοηθήσω. Να αρνηθώ δεν μπορούσα, μιας και με τον Κώστα μας ενώνει φιλία δεκαετιών και πολλά (αξέχαστα) ταξίδια με τις μηχανές σε Ελλάδα και Αυστραλία.

ΕΤΣΙ, μια εβδομάδα τώρα, αντί να βολτάρω στα αρκαδικά βουνά, εργάζομαι ως γκαρσόνι σε ένα εστιατόριο (που έχει) σε μια μαγευτική παραλία στο Καλό Νερό, στην Κυπαρισσία.

ΑΥΤΗ είναι η πρώτη φορά που κάνω το γκαρσόνι και σας πληροφορώ ότι δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά. Για να θεωρηθείς «πετυχημένος» στο απαιτητικό αυτό επάγγελμα, επιβάλλεται να είσαι ευγενικός, σβέλτος, πρόσχαρος και να κάνεις πάρα πολλά χιλιόμετρα κάθε μέρα.

Η δουλειά αρχίζει νωρίς το πρωί (καθάρισμα, ψώνια, προετοιμασία, στρώσιμο των τραπεζιών και λοιπά) και τελειώνει γύρω στα μεσάνυχτα. Μιλάμε για εξουθενωτικό ωράριο και αν δεν είσαι σε καλή φυσική κατάσταση «την έβαψες»..

ΤΑ πράγματα είναι ακόμα πιο ζόρικα τον Αύγουστο, που όλοι προσπαθούν να κλέψουν λίγες μέρες ξενοιασιάς από την κρίση, που τους κυνηγά (παντού) σαν εφιάλτης. Άσε που βρίσκεται στο φόρτε της η τουριστική σαιζόν.

ΟΣΑ άκουσα και έμαθα μια βδομάδα τώρα, δεν τα είχα μάθει ολόκληρο τον προηγούμενο μήνα που βρίσκομαι στην Ελλάδα. Πραγματικό «σχολείο», σας λέω, το επάγγελμα.

ΤΑ γκαρσόνια και οι ταξιτζήδες θα πρέπει να συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο καλά πληροφορημένων ανθρώπων. Ακούνε καθημερινά πολλά και διάφορα και έχουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα, για την κρατούσα ψυχολογία και για το «πώς πάνε τα πράγματα».

ΚΑΙ τα πράγματα στην πατρίδα, αν κρίνω απ’ τα όσα άκουσα από τους (Έλληνες) πελάτες του μαγαζιού, δεν πάνε καθόλου (μα καθόλου) καλά. Όλοι σχεδόν το μόνο που είχαν να προσθέσουν στην ήδη γκρίζα (και αβέβαιη) εικόνα, ήταν μια ακόμα μαύρη πινελιά.

ΓΙΑ κλείσιμο καταστημάτων, μιλούσαν πολλοί, για απολύσεις, αναδουλειές, οικονομικά ζόρια, ακρίβεια και για έναν πολύ μαύρο χειμώνα. Όλοι είναι σχεδόν πεισμένοι, ότι ακόμα δεν έχουν δει τίποτα και τα χειρότερα έπονται.

Η αισιοδοξία είναι «ύποπτη», αφού είναι (πολύ) δύσκολο να ξεφύγει αλώβητη από το βομβαρδισμό κακών μαντάτων που δέχεται σε καθημερινή βάση από τα Μέσα Ενημέρωσης και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

ΟΙ αξιωματούχοι της τρόικας, που έχουν αναλάβει εργολαβικά την οικονομική διαχείριση της χώρας και υπαγορεύουν στην κυβέρνηση τις «αποφάσεις» πού παίρνει, έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται κάτι που για χρόνια τώρα γνωρίζει και ο τελευταίος Έλληνας: ότι το οργανωμένο κράτος έχει (σχεδόν) καταρρεύσει και στη θέση του έχει απομείνει ένας υπεράριθμος, δυσκίνητος, διεφθαρμένος και ανίκανος να λειτουργήσει στοιχειωδώς μηχανισμός.

ΟΠΩΣ έγραψα και την περασμένη βδομάδα, στη μια όψη του νομίσματος βρίσκονται οι στατιστικές και τα οικονομικά μεγέθη και από την άλλη, η «πραγματική» ελληνική πραγματικότητα: ο λαός και η παντοδύναμη κουλτούρα και νοοτροπία του.

Η μεγάλη δύναμη της φυλής μας. Η αιχμή του δόρατος της ύπαρξής μας. Η οικονομική κατάσταση μπορεί, με λίγες ακόμα περικοπές και χαμηλότοκα δάνεια να καλυτερέψει.

ΕΚΕΙΝΟ, όμως, που δεν μπορεί να αλλάξει εύκολα, είναι η κουλτούρα του λαού και οι νοοτροπίες που την ορίζουν και την οριοθετούν. Αυτά ξεπερνούν και την κυβέρνηση και την τρόικα και τις δυνατότητες του ίδιου του λαού, που σέρνεται πίσω από τη μοίρα του ανήμπορος να την αλλάξει.

ΟΠΩΣ έχουμε ξαναπεί, η κρίση ξεπερνά κατά πολύ την οικονομία. Σε κρίση βρίσκεται και αυτή η ύπαρξη του ελληνικού Κράτους. Ένα Κράτος που δεν ξέρει πόσους υπαλλήλους έχει και πόσα τους πληρώνει, είναι ένα Κράτος (πέρα για πέρα) χρεοκοπημένο. Τελεία και παύλα επ’ αυτού.

Η κυβέρνηση Παπανδρέου, μέχρι στιγμής, ό,τι ήταν εύκολο να κάνει το έκανε και, μάλιστα, με επιτυχία! Όταν μάλιστα (διαπιστωμένα) δεν έχεις και λεφτά, το ευκολότερο είναι να κάνεις περικοπές.

ΕΛΑ, όμως, που οι περικοπές δεν επαρκούν και, σύμφωνα με τους «σοφούς» της τρόικας, θα πρέπει να εισπράττονται και οι φόροι για να καταφέρει το Κράτος να επιβιώσει.

ΚΑΙ εδώ είναι που αρχίζουν τα δύσκολα. Όπου χρειάζεται μαζική κινητοποίηση, δουλειά και οργάνωση, το Κράτος σηκώνει τα χέρια ψηλά. Ο κρατικός μηχανισμός υπολειτουργεί δραματικά και καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει τίποτα. 

ΑΚΥΡΩΜΕΝΟΣ από τον εαυτό του, αποσυρμένος, ηττημένος και ανίκανος να αντιδράσει είναι και ο ίδιος ο λαός. Είναι τέτοιας ποιότητας η νοοτροπία του που δεν του επιτρέπει να δει πιο εκεί από τη μύτη του και το αυστηρά προσωπικό του συμφέρον.

ΝΑ όμως και δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα (από τις μέρες μου ως γκαρσόνι) που δείχνουν την κυρίαρχη ελληνική νοοτροπία και το… οργανωτικό μας δαιμόνιο.

ΚΑΘΕ πρωί πηγαίνουμε με τον Κώστα στην Κυπαρισσία για να ψωνίσουμε διάφορα πράγματα για το μαγαζί. Στην επιστροφή (γύρω στις 8 με 8.30) σταματούμε σε ένα σουπερμάρκετ Lidl για τα τελευταία ψώνια.

ΤΟ συγκεκριμένο σουπερμάρκετ βρίσκεται έξω από την Κυπαρισσία καταμεσής στο πουθενά. Γύρω-γύρω υπάρχουν χωράφια και το κτίριο του σουπερμάρκετ περιστοιχίζεται από ένα τεράστιο πάρκινγκ (με γραμμές) για περισσότερα από 200 αυτοκίνητα.

ΠΑΡ’ ΟΛΑ αυτά, κάθε πρωί γίνονταν καυγάδες μεταξύ των πελατών για το ποιος θα προλάβει να παρκάρει μπρος στην είσοδο του σουπερμάρκετ, που υπήρχαν και σχετικές πινακίδες ότι απαγορεύεται η στάθμευση.

ΑΝ ήταν δυνατόν να μπουν μέσα στο σουπερμάρκετ με τα… αυτοκίνητά τους θα το έκαναν. Έδειχναν αποφασισμένοι (και ικανοί) να κάνουν τα πάντα για να μην περπατήσουν δέκα μέτρα!

ΔΕΝ πίστευα στα μάτια μου, σας λέω. Μέχρι και μανούβρες (μπρος πίσω) έκαναν για να στριμώξουν το αυτοκίνητό τους μπρος στην είσοδο, τη στιγμή που δέκα μέτρα πιο δίπλα υπήρχε αρκετό πάρκινγκ ακόμα και για νταλίκες!

ΚΑΙ αυτό γινόταν κάθε πρωί, παρά τις φωνές των σεκιουριτάδων του σουπερμάρκετ να τους απομακρύνουν και τους ομηρικούς καυγάδες με τους πελάτες του μαγαζιού που έβγαιναν με τα καροτσάκια τους γεμάτα ψώνια και δεν μπορούσαν να διασπάσουν τον κλοιό των παρκαρισμένων αυτοκινήτων γύρω από την είσοδο.

ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ, μάλιστα, ήταν τόσο αγενείς που δεν δίσταζαν να βρίσουν χυδαία όσους τους προέτρεπαν να φύγουν από εκεί για να περάσουν με τα καροτσάκια. Και στα χέρια παρ’ ολίγο να έλθουν και σήμερα το πρωί για το ίδιο θέμα.

ΓΙΑΤΙ το έκαναν δεν γνωρίζω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι το μόνο που τους ενδιέφερε είναι η προσωπική τους εξυπηρέτηση (όπως την καταλαβαίνουν οι ίδιοι, βέβαια). Θεωρούν «κοροϊδία» να περπατήσουν δέκα επιπλέον μέτρα (αν μπορούν να το αποφύγουν!), ενώ δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή αν η συμπεριφορά τους γίνει αιτία να ταλαιπωρηθούν άλλοι.

ΑΥΤΟΣ είναι, δυστυχώς, ο κλασικός τύπος του Νεοέλληνα και γι’ αυτό έχει το Κράτος που έχει. Βεβαίως, υπάρχουν και εξαιρέσεις: οι λίγοι που είχαν παρκάρει κανονικά και προσπαθούσαν (απεγνωσμένα) να διασπάσουν τον κλοιό γύρω από την είσοδο.

ΤΟ δεύτερο περιστατικό έχει να κάνει με το Γενικό Νοσοκομείο Κυπαρισσίας όπου πήγα με τον Κώστα, για να βάλουν στο γύψο το σπασμένο πόδι της κοπέλας του.

ΕΚΕΙ να δείτε σκηνές πραγματικής φρίκης. Στην αίθουσα υποδοχής και στο διάδρομο που ακολουθούσε δεν υπήρχε χώρος ούτε καρφίτσα να πέσει. Συνωστισμός έξω από καντίνα του MCG κατά την διάρκεια ημιχρόνου στον τελικό του φούτι θύμιζε, παρά νοσοκομείο.

ΑΣΘΕΝΕΙΣ υπό ανάρρωση πάνω σε φορεία και αναπηρικά καροτσάκια, που κρατούσαν με το χέρι τους ψηλά τους ορούς τους, νοσοκόμες που φόρτωναν και ξεφόρτωναν στις ντουλάπες του διαδρόμου (!) σεντόνια, κουβέρτες και διάφορα άλλα πράγματα, γιατροί και νοσοκόμες που προσπαθούσαν να περάσουν, ουρές μπρος από διάφορες πόρτες και βεβαίως φωνές, εκνευρισμός και ιδρώτας.

ΟΙ ώρες της αναμονής πολλές και τα νεύρα όλων, (ασθενών, γιατρών, νοσοκόμων και συγγενών) κουρέλι. Οι πραγματικοί ήρωες ήταν το προσωπικό του νοσοκομείου, το οποίο και ζει αυτή την απερίγραπτη τραγωδία (και ταλαιπωρία) σε καθημερινή βάση.

ΟΤΙ λειτουργούν ακόμα νοσοκομεία, κάτω από τέτοιες άθλιες συνθήκες και προσφέρουν μάλιστα και πολύτιμες υπηρεσίες σε ασθενείς, πρόκειται για θαύμα.

ΠΟΣΑ, όμως, χρόνια ακόμα θα σώζουν τούτο τον τόπο τέτοια θαύματα; Περιττό να προσθέσω ότι σε παρόμοια άθλια κατάσταση ήταν και το κτίριο που στεγάζεται το νοσοκομείο.

ΑΥΤΑ για την ώρα γιατί με φώναξαν (πάλι) να σερβίρω. Να είστε όλοι καλά και θα τα πούμε από βδομάδα. Γεια χαρά από το Καλό Νερό.