Λίγη ώρα μετά, αφότου αποπλεύσαμε από τον Πειραιά, η θάλασσα αγρίεψε.

Ήταν πρώτη φορά που βρέθηκα στο νησί της Τήνου Δεκαπενταύγουστο. Ήμουν παιδί κάπου δώδεκα χρονών, τότε.
Ένα μήνα νωρίτερα από τα μουρμουρητά και τις χαμηλόφωνες κουβέντες, ο μικρότερος αδελφός μου κι εγώ, είχαμε καταλάβει πως θα πηγαίναμε στη Χάρη της, γιατί η μάνα, που ήταν σοβαρά άρρωστη, ήθελε να πάει στην Παναγία να γονατίσει, να προσκυνήσει την θαυματουργή εικόνα της και να την παρακαλέσει να της χαρίσει την υγειά της, να μεγαλώσει τα παιδιά της.

Δεν ήταν εύκολο, εκείνα τα χρόνια, ένα τέτοιο ταξίδι.

Ο συνειρμός των αναμνήσεων, για πολλά χρόνια μετά, στη γιορτή της Παναγίας, κουβαλούσε εικόνες από το πρώτο μας ταξίδι στην Τήνο.

Καθισμένοι σε μιαν άκρη του μεγάλου σαλονιού, του γερασμένου καραβιού, παρακολουθούσαμε από το βρόμικο τζάμι τον θυμωμένο καιρό, τη γκρίζα φουρτουνιασμένη θάλασσα που ήταν το πλαίσιο της εικόνας του πόνου που κουβαλούσε το κουρασμένο καράβι στην Παναγία της ελπίδας.

Θυμάμαι τις μαυροφορεμένες γυναίκες, μάνες με τα ανάπηρα παιδιά τους, στριμωγμένες στο μεγάλο αφιλόξενο σαλόνι του πλοίου, να κοιτάζουν τη θυμωμένη θάλασσα και οι εκφράσεις των πονεμένων προσώπων τους, ν’ αλλάζουν με τέτοιο ρυθμό, που δεν προλάβαινες να τις μετρήσεις και να τις χαρακτηρίσεις.
Φόβος, πόνος, θλίψη, αγωνία, πίκρα και ελπίδα ήταν οι λίγες εικόνες που, αν έκανες μεγάλη προσπάθεια, θα μπορούσες να διακρίνεις και να μετρήσεις.
 Η μάνα δεν έζησε να μεγαλώσει τα παιδιά της, Πέθανε δύο χρόνια μετά, στα τριάντα έξη της.

Όταν έφερνα στο μυαλό τις εικόνες των προσώπων, των παράλυτων και των τυφλών παιδιών, καθώς και των γονιών που ανέβαιναν τον Γολγοθά τους, τότε καταλάβαινα γιατί η Παναγία έδινε προτεραιότητα στις δύσκολες, τις τραγικές αυτές περιπτώσεις και άφηνε άλλες.
Βγάλαμε και φωτογραφία έξω από τον επιβλητικό Ναό της Παναγίας.

Είχαμε καθίσει αρκετή ώρα στη σειρά μέχρι να φτάσουμε στην Ιερή εικόνα για να προσκυνήσουμε.
Τάματα εκατοντάδες χρυσά και ασημένια, μικρά και μεγάλα. Πολλά κουβαλούσαν μια ολόκληρη ιστορία. Θυμίζω πως η εποχή ήταν λίγο μετά τον πόλεμο και είναι γνωστό πόσες ελπίδες είχαν στηρίξει οι Έλληνες στην… Παναγία των Ελλήνων.

Είχαν περάσει χρόνια και χρόνια κι’ εγώ θυμόμουν ακόμη την ιστορία του τάματος που ήταν κρεμασμένο, σε περίοπτο θέση, στην εικόνα Της.
Έδειχνε ένα καράβι και στο πλάι του, στα ύφαλα, μια τρύπα από εχθρική οβίδα και στην τρύπα καρφωμένο ένα… δελφίνι.
Λέγεται, πως ο καπετάνιος όταν κατάλαβε πως χτυπήθηκε από εχθρικό σκάφος, παρακάλεσε την Παναγία να τους βοηθήσει. Η προσευχή του εισακούστηκε και μετά από μερικά μίλια βρέθηκε σ’ ένα λιμάνι μακριά από κάθε κίνδυνο.

Με τον έλεγχο που έγινε διαπιστώθηκε πως την τρύπα που είχε ανοίξει το εχθρικό βλήμα, την είχε κλείσει ένα δελφίνι που είχε καρφωθεί, είχε σφηνωθεί, στο άνοιγμα και είχε μείνει εκεί.

Το κάθε τάμα και μια πονεμένη ιστορία, μια παράκληση, ένα ευχαριστώ.
Ξαναπήγα στο νησί μετά από πολλά χρόνια. Ο καιρός καλύτερος και το πλοίο σε σχέση με την πρώτη μου εμπειρία, πλοίο πολυτελείας.
Η υπόλοιπη εικόνα η ίδια η παλιά, η πονεμένη. Μαυροφορεμένες μάνες με μαυροφορεμένα μικρά, λες και πήγαιναν σε κηδεία προσφιλούς.  Παιδιά και μεγάλοι ανάπηροι, πληγωμένοι και άρρωστοι.

Ένα καράβι πολυτελείας φορτωμένο από πόνο. Κάθε λογής πόνο. Πόνο ψυχής, μάνας, πόνο καρδιάς και μυαλού. Και σε μια «γωνιά» ένα φορτίο ελπίδα, αγωνία και ευχαριστώ.

Η Κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου, έλεγε το ημερολόγιο. Δεκαπέντε Αυγούστου το πλοίο αράζει στο λιμάνι. Όλοι κατεβαίνουν βιαστικά. Θέλουν να φτάσουν στην πόρτα Της. Να γονατίσουν μπροστά Της, να κλάψουν, να παρακαλέσουν, να ζητήσουν, να εκλιπαρήσουν, να ευχαριστήσουν.

Εκείνη η μάνα κρατάει το μικρό στην αγκαλιά και κλαιει. Η άλλη δεν έχει δάκρια στα μάτια της αλλά.. κλαιει γοερά η ψυχή της, φαίνεται, το βλέπεις.
Η εκκλησιά, αν προσέξεις, μοιάζει με κολυμπήθρα,  Μπαίνει ο τυφλός, σηκώνει τα «παγωμένα» μάτια του στην Παναγία, την «κοιτάζει», κλαιει, την παρακαλεί, της χαμογελάει, την ευχαριστεί και έχεις την αίσθηση πως βγαίνει έξω από την εκκλησιά και βλέπει για πρώτη φορά τη μάνα του και τον ήλιο.
Η μάνα κρατά το μαυροφορεμένο ανάπηρο κοριτσάκι της και την ώρα που γονατίζει μπρος στην εικόνα της, γελάει.

Είναι ευτυχισμένη που έφτασε και γονατίζει μπρος στην εικόνα Της. Πιστεύει πως θα γίνει το θαύμα.

Γιατί, όπως λεει ο ποιητής μας, ο Γιώργος ο Δροσίνης … Πίστη έχεις όταν… προσμένεις ήλιο τα μεσάνυχτα/ κι’ αστροφεγγιά το μεσημέρι.