Έβλεπα πρόσφατα σε αθηναϊκή εφημερίδα, αεροφωτογραφία του κέντρου της Αθήνας. Μιλάμε για την Πλατεία Συντάγματος, την οδό Ερμού, Σταδίου, Πανεπιστημίου και τις άλλες περί την πλατεία οδούς. Άδειο και έρημο τοπίο λες και είχε κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος και απαγορεύονταν η κυκλοφορία.
Ίσως να μην θυμάστε πως τον Αύγουστο η Αθήνα αδειάζει μια και όλοι οι Αθηναίοι τέτοιες ημέρες, πάνε στα…. χωριά τους.
Άδεια την προτιμώ, αλλά την αγαπώ πολύ όπως και να είναι. Κρατάω την εικόνα της δικής μου Αθήνας.
Κλείνω τα μάτια και μου φαίνεται πως φεύγω από το γραφείο, που ήταν στην οδό Αριστείδου (ένας μικρός πολυσύχναστος δρόμος, στο κέντρο της Αθήνας, κοντά στο Χρηματιστήριο Αξιών) και κατευθύνομαι προς την Πλατεία Κλαυθμώνος. Θ’ ανηφορίσω την Σταδίου και θα βρεθώ στη Βουκουρεστίου, γωνία με την Πανεπιστημίου, απέναντι από του «Ζόναρς», στον «Ορφανίδη» για να τσιμπήσω κάτι.
Στην Πλατεία Κλαυθμώνος, στη γωνία κοντά στο Υπουργείο Ναυτικών, είναι ο γνωστός τύπος με το μικρό σιδερένιο τραπέζι, και στο πλάι του τραπεζιού ένα μικρό σκαμπό για να ξεκουράζεται μόλις τελειώσει η παράσταση.
Πάνω στο πράσινο σιδερένιο τραπέζι είναι τα σύνεργα και η πραμάτεια. Ένα κουτί από παπούτσια με μερικές τρύπες στο καπάκι του και δίπλα κάτι μικρές πλάκες, κάτι σαν μικρά άσπρα σαπουνάκια.
Πάνω στο κουτί με τις τρύπες, μια μικρή βέργα σαν την μπαγκέτα του διευθυντή ορχήστρας.
Τον είχα ακούσει δεκάδες φορές και τον είχα απολαύσει άλλες τόσες.
Στάθηκα δίπλα στους άλλους και περίμενα ν’ αρχίσει η παράσταση.
Μου χαμογέλασε. Γνωριζόμαστε. Ήξερε πως ήμουν θαμώνας και θαυμαστής του.
«Δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας (λέει και την ίδια στιγμή μισοξεσκεπάζει το κουτί και με την βεργούλα δείχνει μια μικρή σαύρα που έχει αράξει στο κουτί και κοιμάται). Δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας, είναι το φιδάκι ο Διαμαντής. Αλλά από τα φίδια, κυρίες και κύριοι, δεν βγαίνουν μόνο δηλητήρια. Βγαίνουν τα καλύτερα φάρμακα, φόρμουλες καλλυντικών και καθαριστικών. Καθαριστικών όπως η συμπαγής κρέμα Σανσεντάλ, που καθαρίζει γράσο, πετρέλαιο, ορυκτέλαιο, έλαιο, σάλτσα και κάθε βαρύ λεκέ, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Έλα εδώ ναύτη, παιδί μου. Τι λεκές είναι αυτός στο στήθος σου; Χαλάει την όμορφη στολή σου.
Μη φοβάσαι, έχουμε την κρέμα Σανσεντάλ, κρέμα θαυματουργή από έκκριμα φιδιού, το δηλητήριο κοινώς.
Τρίβουμε την κρέμα επάνω στο λεκέ. Το αφήνουμε για λίγο να ενεργήσει δυνατά και μετά το τρίβουμε, προσέξτε, με ένα καθαρό βρεμένο μάλλινο πανί. Ποίο Γαλλικό καθαριστήριο τελευταίας τεχνολογίας θα μπορούσε να κάνει αυτό το θαύμα; Δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας. Πέντε δραχμές τα δύο ή τρεις δραχμές το ένα».
Φίλες και φίλοι, θα ήθελα να σας ξεναγήσω, για λίγο ακόμη, στα περίεργα της έρημης Αθήνας και για τα της εποχής μου την ήσυχη πρωτεύουσα.
Να σας πω γι’ αυτόν που διαλαλεί τα εμπορεύματά του στην Αιόλου και κοιτάζει δεξιά και αριστερά μήπως εμφανιστεί κανένας αστυφύλακας. Το καρότσι γεμάτο από κατσαρόλες και πλαστικά δοχεία και εκείνος με βαριά επιβλητική φωνή, διαλαλεί το αρίστης ποιότητος… φθηνό εμπόρευμα:
«Ευρωπαϊκά των μεγάλων εργοστασίων της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Ό,τι πάρετε πέντε. Διαλέξτε ότι πάρετε μόνο πέντε δραχμές, μόνο πέντε. Άφησέ το κάτω αυτό κυρία μου, κάνει δέκα. Είπαμε και ξανάλεμε, ότι πάρετε πέντε».
Ήθελα να σας πω και για το γιατρό με το άσπρο κουστούμι και το κόκκινο πουκάμισο που σε σταματάει να σου πάρει την πίεση, στη μέση του δρόμου: «Τι με ρωτάς πόσο; Αν ερχόσουν στο ιατρείο που είχα δε σε έφταναν 30 δραχμές. Εδώ στη μέση της πλατείας, μόνον δύο δραχμές η επιστημονική μέτρηση της πίεσης σου. Αν είσαι φτωχός, δωρεάν η μέτρηση της πίεσης για σήμερα».
Εκεί που, νοσταλγώντας, θα προσπαθούσα να σας ξεναγήσω στα γλαφυρά περίεργα της όμορφής Αθήνας, της όμορφης εποχής μου, ήλθε με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, κάτι ξεχωριστό, σταλμένο από τον φίλο μου τον Ντίνο Τουμάζο. Αξιόλογο, ξεχωριστό και γραμμένο από έναν μεγάλο, ένα Νομπελίστα, τον Χιλιανό ποιητή, Πάμπλο Νερούδα.
Θα ήθελα, αντιγράφοντας δύο-τρεις περικοπές, να σας προσφέρω το φιλοσοφικό μεγαλείο του ποιητή και να το… σχολιάσουμε. Να το αναλύσουμε και να το κουβεντιάσουμε. Μπορεί να οργανώσουμε, με τον Ντίνο, μια βραδιά με θέμα τον Πάμπλο Νερούδα και να έχουμε και μουσική από το «Κάντο Χενεράλ» του, που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Για την ώρα, δύο-τρεις περικοπές από το σημείωμα που μου έστειλε ο Ντίνος:
«Αργοπεθαίνει»
Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει, όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει, όποιος δεν διαβάζει, όποιος δεν ακούει μουσική, όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.
Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον έρωτά του, όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν, όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για την τύχη του και την ασταμάτητη βροχή.
Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε ημέρα τις ίδιες διαδρομές, όποιος δεν αλλάζει περπατησιά, όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του, όποιος δεν μιλάει σε όποιον δεν γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι, όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του…
Θα ήταν ωραίο να μαζευόμαστε μια μεγάλη συντροφιά, άνδρες γυναίκες και να κουβεντιάσουμε μήπως και βρούμε τρόπο να σταματήσουμε ν’… αργοπεθαίνουμε.