ΤΙ να πεις, από που να αρχίσεις και τι να πρωτο-ιστορίσεις για μια πόλη δέκα εκατομμυρίων κατοίκων, που χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα;
ΠΡΙΝ, όμως, αναφερθώ, στο τι είδαν τα μάτια μου και τι γράφουν τα βιβλία (απ’ όπου και συνέλεξα τις πληροφορίες) θα σας πω ότι τούτο το κομμάτι γράφεται κάτω από πολύ αντίξοες (και μη… παραγωγικές) συνθήκες.
ΠΡΙΝ λίγες ώρες, φτάσαμε στο Σαλέντο, μια μικρή πολιτεία που βρίσκεται περίπου 700 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Μπογκοτά και καταλήξαμε (χωρίς να το ξέρουμε, αφού κλείσαμε το δωμάτιο από το ίντερνετ) σε ένα Hostel, που βρίσκεται καταμεσής στην περιοχή που έχει τις μεγαλύτερες φυτείες καφέ στην Κολομβία.
ΤΟ ότιδιαφορετική εικόνα σχηματίζεις για ένα μέρος από τις φωτογραφίες (και το ίντερνετ) και εντελώς άλλη όταν το βλέπεις από κοντά, το διαπιστώσαμε (για άλλη μια φορά) όταν βρεθήκαμε στο Hostel. Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα.
ΜΕ τρεις μόνο κουβέντες, το Hostel έχει το μαύρο του το χάλι. Μιλάμε για τέτοιο χάλι, που η Τζουλιάνα αρνείται να παραμείνει στο ψυχοπλακωτικό δωμάτιο, πάνω από πέντε λεπτά και δεν θέλει να ξαπλώσει στο κρεβάτι.
ΠΡΟΒΛΕΠΩ ότι μάλλον όρθια θα την βγάλει όλο το βράδυ. Μέχρι και εγώ σοκαρίστηκα που έχουν δει πολλά τα μάτια μου. Τι να κάνουμε, όμως, αυτά έχουν τα ταξίδια σε τέτοιες χώρες, που σε αποζημιώνουν όμως διαφορετικά.
ΠΕΡΑ, όμως, από τις πιο πάνω δυσκολίες, υπήρχε και μία ακόμα. Για να έχετε εσείς να διαβάζετε, εγώ έπρεπε να γράψω και περιθώρια να αναβάλω το γράψιμο για άλλη μέρα δεν έχω.
ΠΩΣ όμως μπορείς να γράψεις σε ένα μέρος που τριγύρω σου γίνεται (κυριολεκτικά) “το έλα να δεις”; Όταν δεν έχεις άλλη επιλογή “μπορείς” και το… αποτέλεσμα το διαπιστώνετε και εσείς, διαβάζοντας τούτες τις αράδες που γράφονται, ενώ δίπλα μου άλλοι συζητούν (σε διάφορες γλώσσες), άλλοι παίζουν χαρτιά και άλλοι πίνουν μπύρες.
ΟΙ πελάτες του χόστελ (που ταξιδεύουν με σάκους στην πλάτη) είναι νεαροί και γεμάτοι ενέργεια, οπότε και καταλαβαίνετε τι γίνεται. Τέρμα, όμως, η περιγραφή των “συνθηκών εργασίας’” και επανέρχομαι στο θέμα, ελπίζοντας στην κατανόησή σας.
ΑΣ επιστρέψουμε, όμως, στην πρωτεύουσα της Κολομβίας και στο αεροδρόμιο της Μπογκοτά, απ’ όπου και αρχίζει η περιπέτεια τούτου του ταξιδιού, που όλα μέχρι στιγμής δείχνουν ότι μας επιφυλάσσει εκπλήξεις και θα είναι εντελώς διαφορετικό από τα προηγούμενα.
ΠΗΡΑΜΕ ταξί από το αεροδρόμιο για να πας πάει στο ξενοδοχείο, που είχαμε κάνει κράτηση από την Αθήνα, και με το που βγήκαμε απέξω διαπιστώσαμε ότι η λεωφόρος που συνδέει την πόλη με το αεροδρόμιο είχε μεταβληθεί από τα “έργα” που γίνονται σε πραγματικό χωράφι!
ΕΝΑΣ υπαίθριος λαβύρινθος, σας λέω. Τα ταξί (όπως και τα άλλα αυτοκίνητα) κάθε τόσο άλλαζε κατεύθυνση και πότε περνούσε ανάμεσα από σωρούς χωμάτων και άμμου και άλλοτε κάτω από τις υπερυψωμένους εκσκαφείς των μπουλντόζων που συνέχιζαν να δουλεύουν καταμεσής του δρόμου!
ΑΝ γινόταν κάτι παρόμοιο στην Αυστραλία (ή σε οποιαδήποτε άλλη αναπτυγμένη χώρα της Δύσης) θα προκαλούσε εγκεφαλικά επεισόδια στους ειδικούς σε θέματα ασφάλειας.
Η Κολομβία, όμως, είναι μια τριτοκοσμική χώρα και όλα αυτά θεωρούνται “φυσιολογικά”! Συνεπώς, επιτρέπονται. Παρόμοια “έργα” γίνονταν σε περισσότερα από 115 σημεία της απέραντης πόλης, χωρίς να διακόπτεται η συγκοινωνία!
ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ, εργάτες των εργοταξίων, μπουλντόζες και πεζοί συνυπάρχουν και η ζωή στην Μπογκοτά, συνεχίζεται σαν να μην τρέχει τίποτα, αφού οι άνθρωποι εδώ έχουν να αντιμετωπίσουν ακόμα πιο δύσκολα και περίπλοκα προβλήματα.
ΤΑ “έργα”, που έχουν μετατρέψει την πόλη σε χωράφι, είναι μια ασήμαντη λεπτομέρεια μπρος στη βία, τη μεγάλη φτώχεια και την εγκληματικότητα, που έχουν μετατρέψει τα καταστήματα και σπίτια των φτωχογειτονιών σε φυλακές.
ΟΠΩΣ και στις κολασμένες πόλεις της Κεντρικής Αμερικής, στις οποίες και είχα αναφερθεί το 2004 όταν τις είχα επισκεφτεί, έτσι και στην Μπογκοτά σπίτια και καταστήματα των δυτικών, κυρίως, συνοικιών είναι περιστοιχισμένα από κάγκελα για λόγους ασφαλείας.
ΚΑΓΚΕΛΑ παντού σας λέω. Η πόλη (και ολόκληρη η χώρα, κατ’ επέκταση) δεν μπορεί να απαλλαγεί από τη φτώχεια και το βίαιο παρελθόν της που τη κυνηγά, εδώ και δύο αιώνες σαν εφιάλτης.
ΟΣΟ για τη ροή της κυκλοφορίας, φτάνει να σας πω ότι μια διαδρομή 40 λεπτών (κάτω από κανονικές συνθήκες) μας πήρε πάνω από τρεις ολόκληρες ώρες! Πρώτη φορά είδα να ορμούν τρία μικρά λεωφορεία να μπουν μαζί σε ένα μονόδρομο που με τα βίας χωρούσε ένα!
ΣΤΗΝ Μπογκοτά, όμως, όλα γίνονται. Ακόμα και στο συνυπάρχουν τρεις διαφορετικές πόλεις σε μία. Γιατί άλλη ήταν η εικόνα στις φτωχογειτονιές, που περιέγραψα, διαφορετική στην Καντελαρία (στην παλιά γειτονιά που μείναμε) και εντελώς άλλη στις πλούσιες συνοικίες.
ΣΑΒΒΑΤΟ πρωί κάναμε μια βόλτα στις παρυφές του ιστορικού κέντρου που είχε μεταβληθεί σε ένα απέραντο παζάρι. Τι ήθελες και δεν πουλούσαν στα πεζοδρόμια και όπου αλλού υπήρχε χώρος. Τα πάντα.
ΕΒΡΙΣΚΕΣ τρόφιμα, φρούτα, παπούτσια, ρούχα, βιβλία, μέχρι και ρολόγια χρυσαφικά ηλεκτρονικά είδη, πολύτιμους λίθους και… κοκαΐνη!
ΕΙΧΑΜΕ βγει με τη Τζουλιάνα από το Μουσείο του Χρυσού που πήγαμε να δούμε τα εκθέματα από την εποχή των Ίνκας και καθίσαμε στα σκαλοπάτια ενός κτιρίου να πιούμε έναν καφέ που είχαμε πάρει φεύγοντας απ’ την καντίνα του Μουσείου.
ΣΕ κάποια στιγμή μας πλησιάζει ένας τύπος και προσπαθούσε να μας πουλήσει… σμαράγδια που είχε διπλωμένα σε ένα χαρτί. Όταν του είπα δυο-τρεις φορές ότι δεν θέλω με ρώτησε αν ενδιαφέρομαι να αγοράσω… κόκα!
ΚΑΙ όλα αυτά κάτω από τα μάτια δεκάδων αστυνομικών που βρίσκονταν σκορπισμένοι με τα αυτόματα όπλα τους ανά χείρας στο γύρω χώρο.
ΠΡΩΤΗ φορά βλέπω σε δρόμους πόλεις τόσους πολλούς πάνοπλους αστυνομικούς. Μιλάμε για δεκάδες σε κάθε τετράγωνο που έκαναν συνεχώς ελέγχους,
ΚΑΙ δεν ήταν μόνο οι αστυνομικοί, (πιτσιρικάδες στην πλειοψηφία τους) αλλά και πάρα πολλοί στρατιώτες που περιπολούσαν τους δρόμους καθώς και ιδιωτικοί αστυνομικοί με όπλα, μεγάλα κλομπ και σκυλιά που έκαναν βόλτες μπρος στα μαγαζιά και σπίτια.
ΕΝΑΣ τέτοιος ήταν μόνιμα και έξω από την πόρτα του ξενοδοχείου όπου μέναμε, παρά το γεγονός ότι η γειτονιά ήταν σχετικά ήρεμη, αν αφαιρέσεις τη φασαρία και τις φωνές των νεαρών που δεν μας άφηναν τα βράδια να κοιμηθούμε.
ΣΕ όλους, επίσης, τους δρόμους οι πλανόδιοι πωλητές περιοδικών βιβλίων και εφημερίδων πωλούσαν και ένα βιβλίο για τον διαβόητο λαθρέμπορο ναρκωτικών, Πάμπλο Εσκομπάρ, που στις δόξες του είχε δικό του πολιτικό κόμμα, δύο εφημερίδες και είχε καταφέρει να εκλεγεί και στο Κογκρέσο.
Ο τίτλος του βιβλίου ήταν “Ο άλλος Πάμπλο” και απ’ ό,τι φαίνεται είχε γίνει “μπεστ σέλερ”. Τον Εσκομπάρ, που είχε κάνει με το λαθρεμπόριο κοκαΐνης αμύθητη περιούσια, τον σκότωσαν το 1993.
ΑΠΟ τότε και παρά τον πόλεμο που κήρυξε η κυβέρνηση της Κολομβίας κατά των βαρόνων της κοκαΐνης, με την αρωγή των Αμερικανών, οι οποίοι και της έδωσαν σαν… βοήθεια 3,5 δισεκατομμύρια δολάρια, το λαθρεμπόριο της κόκας, που ο ετήσιος τζίρος του ξεπερνά τα 6 δισεκατομμύρια, δεν έχει σταματήσει.
ΑΥΤΑ για σήμερα, γιατί οι συζητήσεις και οι φωνές γύρω μου πυκνώνουν και έχει πιαστεί και η μέση μου, γράφοντας καθισμένος σε ένα κρεβάτι με γραφείο μια… καρέκλα. Γεια χαρά από το Hostel του Σαλέντο.