Όσοι διαβάσατε το ωραιότατο βιβλίο της γνωστής συγγραφέας και συμπαροίκου Αναστασίας (Σούλας) Γκέσσα-Λιβεριάδη, ασφαλώς θα διαπιστώσατε – όπως και εγώ – ότι όλες και οι 416 σελίδες του βιβλίου της έχουν γραφτεί με πολλή αγάπη, με αναμφισβήτητη ειλικρίνεια και απέραντη εκτίμηση στα πρόσωπα που την παρότρυναν να γράψει αυτό το ενδιαφέρον και πολύτιμο βιβλίο, με τον τόσο γάργαρο συναισθηματισμό.

Ασφαλώς, όλοι αυτοί οι λόγοι που επικαλούμαι, αλλά και το αναμφισβήτητο συγγραφικό ταλέντο της κ. Σούλας Γκέσσα-Λιβεριάδη, έπεισαν την Κριτική Επιτροπή του Αγγελιδείου Ιδρύματος να απονείμει το πρώτο βραβείο του φέτος σ’ αυτό το βιβλίο, για το οποίο προσφέρθηκε πέρυσι και το Ε.Κ.Ε.Μ.Ε. να το εντάξει ως πολύ αξιόλογο βιβλίο στις εκδόσεις του.

Να πούμε, επίσης, ότι μεταξύ αυτών που παρότρυναν την κ. Σούλα Γκέσσα-Λιβεριάδη να γράψει και να εκδώσει το βιβλίο της, ο πρώτος ήταν ο αδελφός της, ο οποίος επί 50 χρόνια μάζευε όσα γραπτά κείμενα και ποιήματα είχε γράψει η Σούλα από παιδούλα, που είχε ταλέντο στο γράψιμο, και τις τα έδωσε όταν πέθανε ο πρώτος άντρας της και επέστρεψε στην Πτολεμαΐδα.

Επίσης, με την ταπεινοφροσύνη που την διακρίνει, ομολογεί στο βιβλίο της, ότι πολλοί την παρότρυναν να το δημοσιεύσει, όταν το είχε στα… σκαριά, μεταξύ των οποίων ήταν και η γνωστή καθηγήτρια Ελληνικών Πανεπιστημιακών Σπουδών Δρ Ελένη Νίκα. Και, φυσικά, εκ των πρώτων, ο νυν σύζυγός της, γνωστός εκπαιδευτικός και πρώην σύμβουλος Εκπαίδευσης του Ελληνικού Προξενείου Μελβούρνης κ. Παναγιώτης Λιβεριάδης, για τον οποίο – όπως αναφέρει η ίδια στις Ευχαριστίες του βιβλίου της “Η βοήθειά του, στην έκδοση του βιβλίου μου, ήταν ανεκτίμητη και παντοειδής”.

Ανοίγοντας κανείς το βιβλίο “Τασία – Μιά Προνομιούχα Ζωή”, τα πρώτα που θα διαβάσει είναι τα “Προλεγόμενα” στα οποία αναφέρονται συνοπτικά όλα τα θέματα και προβλήματα που αντιμετωπίσαμε όλοι μας ως μετανάστες στην Αυστραλία, όταν πρωτοήρθαμε την δεκαετία του ’50 και του ’60. Τη μυθιστορηματική δηλαδή ιστορία μιας νεαρής Ελληνίδας, που κάτω από παράξενες συνθήκες βρέθηκε στην Αυστραλία και μέσα από τις δικές της εμπειρίες, δυσκολίες και απογοητεύσεις της ξενιτιάς, παρουσιάζει το αληθινό δράμα ενός ολόκληρου λαού.

Την προσφυγιά, τον πόλεμο του ’40, τη φτώχεια, την πείνα και τη μιζέρια, τον αδελφοκτόνο σπαραγμό και την κατάρα, τελικά, της μετανάστευσης, για απόδραση και καλύτερη ζωή.

Τα “Προλεγόμενα” του βιβλίου αναφέρουν ότι αυτά που θα διαβάσουμε στις επόμενες σελίδες θα είναι ένας ύμνος προς το δαιμόνιο ανθρώπινο πνεύμα που έχει την ικανότητα να ξεπερνά αφάνταστες δυσκολίες, να συνεχίζει τη ζωή με ενθουσιασμό και αγάπη και να μαθαίνει, να αναπτύσσεται και να δημιουργεί.

Και, πραγματικά, κάθε σελίδα αυτού του βιβλίου αυτό είναι η ζωή μιας πονεμένης Ελληνίδας και ηρωίδας μετανάστριας, που μετά από πολλές δυσκολίες, ερωτικές απογοητεύσεις και εμπαιγμούς εκ μέρους ανεύθυνων νεαρών, κατάφερε να σπουδάσει, να αναδείξει τα χαρίσματά της ως ώριμη κοπέλα και όχι ως ένα “άμυαλο κοριτσόπουλο”, όπως λέει η ίδια στο βιβλίο της (σελ. 21), όταν έφυγε από την Πτολεμαΐδα και πήγε στην Αθήνα.

Στην Αυστραλία ήλθε με την φιλενάδα της την Όλγα, που την ξεσήκωσε να έρθει μαζί της εδώ, με σκοπό να συμπληρώσει τις σπουδές της ως νοσοκόμα βασικά και με πιθανότητες να παντρευτεί, χωρίς προίκα ένα καλό ελληνόπουλο, αφού στην Ελλάδα τον καιρό εκείνο η έλλειψη προίκας ήταν ο βραχνάς των φτωχών οικογενειών, ιδιαίτερα στην επαρχία, για να παντρέψουν τα κορίτσια τους!..

Μετά από διάφορες νεανικές απογοητεύσεις, ευτύχισε να γνωρίσει και να παντρευτεί, τελικά, έναν άριστο σύζυγο, γιατρό στη Μελβούρνη – τον Ροβέρτο – με τον οποίον έζησαν μαζί 40 χρόνια και έκαναν τρία καλά παιδιά, τον Νικόλα, την Ζωή και την Ολυμπία, που τους χάρισαν μάλιστα και εγγονάκια.

Ο χώρος της εφημερίδας δεν μου επιτρέπει, βεβαίως, να αναλύσω κάθε σελίδα του έξοχου αυτού βιβλίου, αλλά θα αρκεσθώ στα πιο βασικά του σημεία:

Πρώτα-πρώτα, το βιογραφικό της, όπως αναγράφεται στο βιβλίο.

Η Αναστασία Γκέσσα – νυν Λιβεριάδη – γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πτολεμαΐδα, όπου και τελείωσε το Γυμνάσιο.

Πήγε στην Αθήνα και κατόπιν εξετάσεων γράφτηκε στην Υγειονομική Σχολή Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε με το πτυχίο της Επισκέπτριας Αδελφής και Νοσοκόμου και μετανάστευσε στη Μελβούρνη τα τέλη του 1959 με την φίλη της την Όλγα , η οποία είχε εδώ γνωστούς.

Εδώ στη Μελβούρνη συνέχισε τις επαγγελματικές και ακαδημαϊκές σπουδές της και έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση της Εκπαίδευσης Νοσηλευτών, ειδικά στον τομέα της Ψυχικής Υγιεινής και την εισαγωγή της εκπαίδευσης αυτής στον ανώτατο εκπαιδευτικό κλάδο.

Κατάφερε να αποφοιτήσει από το College of Nursing Australia με το Diploma in Nursing Education και αποφοίτησε και από το La Trobe University με το Bachelor of Education & Master in Education.

Όπως εξιστορεί από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου της, τα 35 από τα πρώτα 40 της χρόνια στην Αυστραλία τα έζησε με τον άνδρα της, τον Dr. Robert Richarson, που ήταν ένας καλός γιατρός, ένας τίμιος άνθρωπος και πιστός σύντροφος και οικογενειάρχης και ήταν πολύ ευτυχισμένη μαζί του, παρ’ ότι ήταν αποκομμένη από την ελληνική παροικία της Μελβούρνης, αν και ζούσαν εδώ, γιατί ο κύκλος τους αποτελείτο από Αυστραλούς.

Μάλιστα, το ότι ήταν εντελώς αποκομμένη από την ελληνική παροικία, το ομολόγησε και σ’ εμένα όταν αγόρασε την αγγλική έκδοση του βιβλίου μου “Ο Μετανάστης” και μετά μία εβδομάδα δημοσίευσε στις 5 Απριλίου 2000 στο “Νέο Κόσμο” την κριτική της για το βιβλίο μου υπό μορφή επιστολής, που ήτο αρκετά καλή και τελείωνε ως εξής: “Είμαι απόλυτα σίγουρη, πως η αποδοχή αυτού του ευπαρουσίαστου, καλογραμμένου βιβλίου απ’ τους αγγλόφωνους φίλους μου, θα με γεμίσει με αντανακλαστική περηφάνια”.

Η Αναστασία Γκέσσα-Ρίτσαρτσον υπηρέτησε ως Senior Nursing Education Officer και διευθύνουσα της Νοσοκομειακής Σχολής Ψυχιατρικής και, αργότερα, ως Senior Lecturer και Head of the Department of Community and Medal Health, στο Phillip School of Nursing, το σημερινό RMIT.

Όταν πέθανε ο άνδρας της, ο αδελφός της την έπεισε να επιστρέψει στην Πτολεμαΐδα, όπως ήδη ανέφερα, και να ζήσει – όπως η ίδια γράφει – “άλλα 10 ευτυχισμένα χρόνια της προσωπικής της ζωής”.

Μετά επέστρεψε στην Αυστραλία, έπαψε να εργάζεται, συνταξιοδοτήθηκε, ξαναπαντρεύτηκε και ξαναγύρισε στη νεανική της αγάπη και το έμφυτο μεράκι της και ταλέντο για την ποίηση και την λογοτεχνία, που το βλέπει κανείς διάχυτο, διαβάζοντας το βιβλίο “Τασία – Μια Προνομιούχα Ζωή” και ιδιαίτερα τις σελίδες του όπου εξιστορεί ως κοπελούδα, τα προβλήματα, τα ψέματα και τις απογοητεύσεις που έζησε και μάς ανοίγει την καρδιά της με ειλικρίνεια, παραθέτοντας λεπτομέρειες και προσωπικά γεγονότα που την πλήγωσαν βαθιά ψυχικά.

Γι’ αυτό και το βιβλίο της είναι πολύ ενδιαφέρον, είναι ανθρώπινο, είναι κοινωνικό και κρατά τον κάθε αναγνώστη και αναγνώστρια σε συνεχή αγωνία για το αποτέλεσμα.

Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η ανάλυση διαφόρων χαρακτήρων και ατόμων που γνώρισε στη ζωή της και της άφησαν πικρές αναμνήσεις.

Γενικά, το βιβλίο αυτό είναι πολύ διδακτικό, ιδιαίτερα για νεαρές και άπειρες κοπέλες (δες σελίδες 393-398), αν και όλες οι σελίδες έχουν πάμπολλα βαθιά κοινωνικά μηνύματα, αλλά και ιστορικά γεγονότα, όπως π.χ. για τη Κατοχή, το Αντάρτικο, το κατ’ ανάγκη πλιάτσικο, τη νάρκη που έβαλαν οι αντάρτες και τ’ αντίποινα των Γερμανών, τον εμφύλιο σπαραγμό και πολλά άλλα που αναφέρονται στις σελίδες 40-50 και 70-75, αλλά και τις μετέπειτα σελίδες που αναφέρονται στους Ποντίους, οι οποίοι μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, βρήκαν άσυλο αρκετές χιλιάδες στην Πτολεμαΐδα.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, συνιστώ σε όποιους δεν έχουν διαβάσει αυτό το βιβλίο, να φροντίσουν να το βρουν και να το διαβάσουν.