Η κύρια είδηση του “Νέου Κόσμου” (Δευτέρα 12/01/09) με τίτλο “Οι συνταξιούχοι θύματα” της οικονομικής κρίσης που μαστίζει και την Αυστραλία ήταν καταγγελτική της μιζέριας, του πόνου, της αγωνίας για το αύριο που το αυστραλιανό κράτος προκαλεί συνειδητά τους πολίτες τους τρίτης ηλικίας.
Στο λυκόφως του βίου τους και τσακισμένοι, οι περισσότεροι, σωματικά και ψυχικά από τον πολύχρονο αγώνα τους να επιβιώσουν, να δημιουργήσουν οικογένεια και να παραδώσουν στην κοινωνία άξιους πολίτες, τα παιδιά τους, οι Αυστραλοί πολίτες τρίτης ηλικίας υποβάλλονται σε συνειδητά βασανιστήρια από τους εκάστοτε κυβερνώντες.
Το αυστραλιανό κράτος είναι κράτος-ληστής. Είναι κράτος που έχει ξεπεράσει το λεχθέν από τον Ηράκλειτο, ότι το “κράτος έχει δύο χέρια, ένα μακρύ για να αρπάζει από την τσέπη του πολίτη και ένα κοντό για να του δίνει”. Το αυστραλιανό κράτος έχει ένα μακρύ χέρι, μόνο, για ν’ αρπάζει όσα μπορεί, από την τσέπη του πολίτη.
Το αυστραλιανό κράτος είναι κράτος που ληστεύει τους εργατικούς, νομοταγείς, φιλότιμους, έντιμους, νοικοκύρηδες πολίτες του και με τα κλοπιμαία αμείβει τους απείθαρχους, τεμπέληδες, αφιλότιμους, ανέντιμους, ανοικοκύρευτους πολίτες.
Το αυστραλιανό κράτος είναι κράτος που τιμωρεί τον πολίτη συντάξιμης ηλικίας, ο οποίος πληρώνει εξαντλητικούς φόρους από τα 16 μέχρι τα 65 χρόνια του. Ο νοικοκύρης εργαζόμενος, που κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου του αποταμίευσε μέρος του μόχθου του ή το επένδυσε σε ακίνητα για “τα γεράματά του”, αντί να ενισχύεται από το αυστραλιανό κράτος τιμωρείται με μείωση της σύνταξης πείνας που προσφέρεται στους Αυστραλούς πολίτες ή με άρνηση του κράτους να του δώσει την πενιχρή σύνταξη, διότι το εισόδημά του ή αξία των ακινήτων του υπερβαίνουν τα όρια που προκαθορίζει το ανάλγητο κράτος.
Η κατάσταση του μέσου Αυστραλού συνταξιούχου έχει χειροτερέψει από τη δεκαετία του ’80 που το αυστραλιανό κράτος, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει χρηματικά αποθέματα – για τις ανάγκες του – υποχρέωσε όλους τους εργαζομένους να “κλειδώνουν” μέρος του καθημερινού μόχθου του σε ταμείο εφάπαξ της επιλογής τους για “καλύτερα γεράματα”. Το επινοητικό κράτος υποχρεώνει και τους εργοδότες να καταθέτουν στα ταμεία εφάπαξ των υπαλλήλων και εργατών τους ποσοστό της εβδομαδιαίας ή μηνιαίας αμοιβής τους, έναντι μισθολογικών αυξήσεων που θα μπορούσε να διεκδικήσουν οι εργαζόμενοι.
Η πρακτική αυτή ζημιώνει τον εργαζόμενο. Πώς; Μειώνει συνεχώς την αγοραστική αξία του μισθού του – διότι ο μισθός του δεν προσαρμόζεται απόλυτα στο κόστος ζωής – και υποβαθμίζει το βιοτικό του επίπεδο. Η ζημία γίνεται περισσότερη αισθητή από τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους, από τους οποίους το κράτος στερεί χρήματα που χρειάζονται απεγνωσμένα για να καλύπτουν καθημερινές ανάγκες τους.
Δυστυχώς, όταν ο εργαζόμενος φθάσει στη συντάξιμη ηλικία, το συσσωρευμένο εφάπαξ του γίνεται, συχνά, αιτία μείωσης της σύνταξής του. Το αδηφάγο αυστραλιανό κράτος αρχίζει και μετρά τα εισοδήματα και τα περιουσιακά στοιχεία του συνταξιούχου και ψαλλιδίζει τη σύνταξη του – οσάκις υπερβαίνουν τα προκαθορισμένα όρια.
Η κατάσταση του μέσου συνταξιούχου έχει επιδεινωθεί απελπιστικά μετά την εγγραφή των ταμείων εφάπαξ στο χρηματιστήριο. Την τελευταία δεκαετία, περίπου, τα ταμεία έγιναν δημόσιες εταιρείες, δηλαδή μπήκαν στο χρηματιστήριο και πούλησαν, μετοχές ομόλογα και άλλα περιουσιακά τους στοιχεία στο κοινό.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει, ότι η απόδοση των ταμείων αυτών – δηλαδή το κέρδος ή το παθητικό τους – εξαρτάται απόλυτα από τις διακυμάνσεις της τιμής της μετοχής τους στο χρηματιστήριο. Ανεβαίνει η τιμή της μετοχής ενός ταμείου ανεβαίνει και το μέρισμα που το ταμείο δίνει στους πελάτες του. Πέφτει η τιμή της μετοχής, πέφτει μαζί της και το εφάπαξ κάθε εργαζομένου. Ουσιαστικά, λοιπόν, το ύψος του εφάπαξ κάθε εργαζομένου εξαρτάται, πλέον, από τις διακυμάνσεις της τιμής των μετοχών του ταμείου στο οποίον καταθέτει τις συνδρομές του ο εργαζόμενος και ο εργοδότης του.
Το τζογάρισμα του εφάπαξ των εργαζομένων στο χρηματιστήριο έχει μεταβιβάσει τον έλεγχο των ταμείων από τους απλούς, ανώνυμους πελάτες τους στους λεγόμενους “θεσμικούς επενδυτές”, δηλαδή στους μεγαλοκαρχαρίες που αγοράζουν, συνήθως, το μεγαλύτερο ποσοστό των μετοχών κάθε ταμείου και τις εμπορεύονται με στόχο το μέγιστο, δυνατό κέρδος από το εμπόριο του ισόβιου ιδρώτα κάθε πολίτη.
Η κατάρρευση των τιμών των μετοχών στο χρηματιστήριο της Αυστραλίας και τα χρηματιστήρια του υπόλοιπου κόσμου – εξ αιτίας της παγκόσμιας κρίσης – ρήμαξε οικονομικά εκατοντάδες χιλιάδες Αυστραλών συνταξιούχων. Εκατοντάδες χιλιάδες Αυστραλοί συνταξιούχοι βλέπουν την αξία του εφάπαξ τους να μειώνεται σημαντικά και υποχρεώνονται να διεκδικήσουν τη σύνταξη γήρατος για να επιβιώσουν.
Σύμφωνα με την προαναφερόμενη κύρια είδηση του “Νέου Κόσμου”, “το τελευταίο τρίμηνο του 2008 ο αριθμός των ηλικιωμένων που υπέβαλαν αιτήσεις για σύνταξη γήρατος, αυξήθηκε κατά 50%. Τα αριθμητικά δεδομένα δείχνουν, ότι τον Δεκέμβριο του 2008 ο αριθμός των υπερήλικων πολιτών που υπέβαλαν αιτήσεις για σύνταξη ανήλθε σε 3.000 άτομα την εβδομάδα, από 2.000 άτομα που διεκδίκησαν σύνταξη το προηγούμενο τρίμηνο του έτους”.
Το κόστος της συντήρησης των συνταξιούχων αυτών – ο αριθμός των οποίων θα αυξάνεται καθημερινά, μέχρι να ανακάμψουν τα χρηματιστήρια – επωμίζονται και θα συνεχίσουν να επωμίζονται οι ενεργοί, οικονομικά, Αυστραλοί πολίτες της χώρας. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των αρμόδιων κρατικών φορέων, “η κρατική δαπάνη για τις συντάξεις γήρατος αναμένεται να διπλασιαστεί μέχρι το 2047, σε 5% Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος”.
Συμπέρασμα: Η εγγραφή των ταμείων εφάπαξ στα χρηματιστήριο δεν έγινε για “το καλό” του μέσου Αυστραλού πολίτη. Έγινε για τη μεγιστοποίηση των κερδών των “θεσμικών επενδυτών” και των διοικητικών στελεχών των ταμείων, τα οποία αμείβονται με αστρονομικές αμοιβές.
Ο μέσος Αυστραλός πολίτης παρασύρθηκε, δυστυχώς, από τις παχιές υποσχέσεις του κράτους και των διευθυντών των ταμείων και συμφώνησε να γίνει “μέτοχος” στο ταμείο, που διαχειρίζεται τις ισόβιες αποταμιεύσεις για τα γηρατειά του, με διαρκή κίνδυνο συρρίκνωσης των αποταμιεύσεων αυτών από τις επενδυτικές ακροβασίες των διευθυντών κάθε ταμείου.
Εκ των πραγμάτων, οι σημερινοί και οι μελλοντικοί συνταξιούχοι της Αυστραλίας θα ζουν με το διαρκή φόβο καταβρόχθισης του εφάπαξ τους από μεγαλοεπενδυτές και ασυνείδητους διαχειριστές ταμείων εφάπαξ.
Τα παχύδερμα, που ευφημιστικά αποκαλούμε πολιτικούς, επιμένον ότι η αυστραλιανή κοινωνία είναι Εξισωτική Κοινωνία – Egaliterian Society (το όνομα προέρχεται από τη γαλλική λέξη egal, που σημαίνει ίσος). Οι εξισωτικές κοινωνίες διακηρύττουν, ότι όλοι οι πολίτες πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ίσοι και να απολαμβάνουν ίσων πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων.
Για ποια ισότητα ομιλούν οι εθνοπατέρες; Πώς τολμούν να μιλούν για ισότητα να μετά τη δημιουργία νέων κοινωνικών τάξεων, την τάξη των άπορων εργαζομένων και την τάξη των λιμοκτονούντων συνταξιούχων;
Ισότητα θα υπάρξει μόνον όταν ο παραγόμενος πλούτος ανακατανέμεται δίκαια με ικανοποιητικές αμοιβές των εργαζομένων και ικανοποιητική περίθαλψη των συνταξιούχων. Ισότητα θα υπάρξει, όταν το αυστραλιανό κράτος πάψει να τιμωρεί, στα γηρατειά τους, τους πολίτες που μοχθούν καθημερινά για την ανάπτυξη και την πρόοδο της χώρας και για την αξιοπρεπή διαβίωση των ιδίων και των οικογενειών τους. Το αυστραλιανό σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων πρέπει ν΄ αλλάξει εκ θεμελίων, ώστε οι μελλοντικές γενεές Αυστραλών πολιτών να μην επαιτούν από το κράτος για να ζήσουν. Να μην ψάχνουν σε σκουπιδοτενεκέδες για αποφάγια, να μην κοιμούνται στους δρόμους και να μην εξαρτώνται από τη φιλανθρωπία των συμπολιτών τους και των οργανισμών περίθαλψης αναξιοπαθούντων πολιτών.
Για ν’ αλλάξει το σύστημα οφείλουν να “βάλουν το χεράκι τους” και οι ψηφοφόροι. Ο Αυστραλός ψηφοφόρος οφείλει να απαιτήσει δυναμικά την αλλαγή του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων και να απειλήσει με “μαύρισμα” τους πολιτικούς που θα αγνοήσουν το αίτημά του. Η απειλή του εξοστρακισμού είναι η μόνη απειλή που κλονίζει τους πολιτικούς.
Καιρός για τον μέσο Αυστραλό πολίτη να ανταλλάξει την ψήφο του και με το δικαίωμά του να ζει ανθρώπινα στα γηρατειά του. Καιρός για τον μέσο Αυστραλό πολίτη να απαιτήσει την παροχή σύνταξης χωρίς εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια.