Ξεκινώ τη συνέντευξη διερωτώμενη πώς θα χωρέσουν 100 χρονιά ζωής σε μια κασετούλα. Η κ. Χρυσώ (Χρυσάνθη) Ρυθιανού που τον Ιούνιο κλείνει τα 100, κουβαλάει έναν αιώνα στην πλάτη της, χιλιάδες αναμνήσεις, δύο παιδιά, επτά εγγόνια και επτά δισέγγονα και χαμογελάει διαρκώς. Με υποδέχεται στο σπίτι της, στην πόλη της Χίου, όπου μένει με την αδερφή της, Βάσω, 97 ετών.
Εντύπωση μου κάνει ότι όση ώρα μιλάμε δεν μου παραπονιούνται ούτε μια στιγμή για προβλήματα υγείας, κάτι το οποίο συνηθίζουν πολύ στις συζητήσεις τους νέοι και γέροι. Η κ. Χρυσώ γεννήθηκε το 1909 στην τότε τουρκοκρατούμενη Χίο που απελευθερώθηκε το 1912, έζησε τη Μικρασιατική Καταστροφή, τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους και, αργότερα, μετανάστευσε στην Αμερική. Μαζί ξετυλίγουμε το κουβάρι της προσωπικής, αλλά και της ελληνικής ιστορίας ώς τα σήμερα.
Μπαίνω κατευθείαν στο… ζουμί, θέλοντας να μάθω το μυστικό της μακροζωίας. “Οικογενειακό μάλλον είναι”, αναφέρει. “Η μαμά μου πέθανε στα 95 και η γιαγιά μου 102 χρονών με τα λογικά της”.
– Οπότε λέτε ότι είναι θέμα γονιδίων, αλλά σίγουρα κάτι κάνετε και σεις καλά. Προσέχατε τη διατροφή σας;
– Έτρωγα τα πάντα, δεν εμιζίρευα καθόλου. Ο πατέρας μου έκανε εμπόριο και μας καλοέθρεφε. Στο σπίτι και στο καφενείο είχαμε υπηρέτριες, γυναίκες που καθάριζαν τα μαστίχια. Περάσαμε καλά!
– Από τα παιδικά σας χρόνια τι θυμάστε;
– Μια ξέγνοιαστη ζωή! Μεγάλωσα στην Καλιμασιά, ένα χωριό 10 χιλιόμετρα από τη Χίο. Ο πατέρας μου ήταν προοδευτικός άνθρωπος και με έστειλε στο γυμνάσιο που ήταν στη Χώρα. Παρ’ ότι νοικιάζαμε στη χώρα, δυο φορές την εβδομάδα πηγαίναμε στο χωριό με τα πόδια, βγάζαμε μάλιστα και τα παπούτσια και περπατούσαμε ξυπόλητα. Το γυμνάσιο τότε ήταν 3τάξιο και τα κορίτσια ήταν ξεχωριστά από τα αγόρια.
– Ζήσατε τη Μικρασιατική καταστροφή. Τι ξέρατε τότε για τους Έλληνες της Μ. Ασίας και τη Σμύρνη; Πώς υποδεχτήκατε τους πρόσφυγες στο νησί;
– Ο πατέρας μου, που ασχολείτο με το εμπόριο, είχε μια επιχείρηση στη Σμύρνη, αλλά πρόβλεψε την Καταστροφή που ερχόταν και τα μάζεψε και ήρθε στη Χίο. Τον ίδιο χρόνο έγινε και η Καταστροφή. Ήρθαν πολλοί πρόσφυγες στο νησί, και στο χωριό μας και στα σπίτια μας. Εμείς είχαμε μια γυναίκα, την κυρά–Ρηνιώ, η οποία μάς έλεγε καμιά φορά για τη ζωή εκεί κι εμείς σκεφτόμασταν ότι τα παραλένε οι πρόσφυγες. Όταν όμως αργότερα, έτυχε να πάμε από το Τσεσμέ στη Σμύρνη είδαμε ότι είχαν δίκιο.
– Πριν καλά-καλά κλείσουν οι πληγές της Μ. Ασίας, ήρθε ο πόλεμος του ’40. Πού ήσασταν τότε και πώς βιώσατε αυτόν τον πόλεμο;
– Με την πρώτη μέρα του πολέμου, ο άντρας μου πήγε στρατιώτης. Παντρευτήκαμε το ’30 και είχα τα δύο παιδιά μου μικρά. Λέει, λοιπόν, ο άντρας στο μπατζανάκη που μας χρωστούσε κάτι λεφτά, “δωσ’ τα της Χρυσώς, την αφήνω ξεκρέμαστη με δυο μωρά παιδιά. Πάω στον πόλεμο και δεν ξέρω αν θα γυρίσω ή όχι”. Ευτυχώς, τους στείλανε στη Σύρο και αντάμωσε και με τον αδερφό μου και γύρισαν καλά. Εμείς στο νησί με το μαγαζί του πατέρα μου δεν πεινάσαμε, είχαμε τα σακούλια γεμάτα ρεβίθια και δίναμε στον κόσμο.
– Στην Αμερική πώς βρεθήκατε;
Είχαν μεταναστεύσει οι αδερφές μου στο New Jersey εκεί και πήγε και ο γιος μου να σπουδάσει γιατρός. Έτσι πήγα κι εγώ το ’54 να δουλέψω και να τον βοηθήσω. Έκανα δύο δουλειές, απ’ τις 8 έως τις 2 και 2 με 10, μετά πήγαινα σχολείο για αγγλικά. Άφησα πίσω την υπόλοιπη οικογένεια και έμεινα πέντε χρόνια σερί, στον γάμο της κόρης μου δεν τα κατάφερα να είμαι, έσφιξα την καρδιά μου, της έστειλα το νυφικό της και τα λεφτά που μάζεψα για να αγοράσει σπίτι και γύρισα το ’60. Εγώ ήθελα να φέρω όλη την οικογένεια στην Αμερική, αλλά δεν ήθελε ο άντρας μου. Ο γιος μου παντρεύτηκε και έμεινε εκεί. Δεν θα με πείραζε να μείνω όπου είναι τα παιδιά. Βέβαια η πατρίδα του καθενός είναι πατρίδα, δεν την ξεχνάς. Πολλοί βέβαια πηγαινοέρχονται, το καλοκαίρι όλη η Χίος είναι γεμάτη Ελληνοαμερικανούς.
– Να μεταφέρω μια απορία της δισέγγονης: γιαγιά, ο παππούς που σε έβγαζε ραντεβού τότε που δεν υπήρχαν καφετέριες;
– Τότε ήταν οι βόλτες στο νυφοπάζαρο όπως το λέγαμε, στα πανηγύρια και είχαμε πολλά πανηγύρια. Αλλά εγώ με τον άντρα μου ήμασταν γειτονιά.
– Πώς συγκρίνετε τα πράγματα τότε με τώρα. Πότε ήταν καλύτερα;
– Να σου πω, τώρα τα ‘χουμε όλα, και τις συντάξεις και το να και το άλλο, αλλά όλοι θέλουν να ‘χουν πιο πολλά, μεγάλη διαφορά.
“Ποια είναι τα όνειρά σας για το μέλλον”, τη ρωτάω κλείνοντας και ξεσπάει σε γέλια.
“Τα όνειρά μου για το μέλλον…”, επαναλαμβάνει και καταλήγει “ό,τι είναι να ‘ρθει να ‘ρθει ανώδυνο”. Της το εύχομαι από καρδιάς! “Τα χρόνια μου να πάρετε” μου εύχεται και εκείνη. Τώρα ξεσπώ και γω σε γέλια από την αμηχανία που μου προκαλεί η σκέψη του να γερνάει κανείς. Η χαρούμενη έκφραση της κ. Χρυσώς και η κορμοστασιά της μου μεταδίδουν αισιοδοξία. Ό,τι είναι να ‘ρθει να ‘ρθει ανώδυνο!